Δευτέρα, 28 Μάρτιος 2011 02:25 ΕΠΟΧΗ
Της
Βιβής Κεφαλά
Αν οι εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου κατάφεραν, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, να επικρατήσουν χωρίς μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Λιβύη όπου ο Μουαμάρ Καντάφι είναι αποφασισμένος, το δηλώνει και το κάνει πράξη, να κρατήσει πάση θυσία την εξουσία. Δεν έχει σημασία, για τον επί 42 χρόνια «ηγέτη της λιβυκής επανάστασης», το εάν το καθεστώς του έχει απονομιμοποιηθεί, δεν έχει σημασία εάν οι δυνάμεις του βομβαρδίζουν αμάχους, δεν έχει σημασία εάν καταστρέφει την χώρα. Σημασία έχει να μείνει στην εξουσία, χρησιμοποιώντας βία, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν, και μάλιστα ατιμώρητος, εναντίον των αντιπάλων του. Έτσι, ο Μουαμάρ Καντάφι κατηγορεί τους πάντες, εκτός από τον εαυτό του, για την εξέγερση στην Λιβύη: οι εξεγερμένοι είναι ηλίθια πρεζόνια, πράκτορες της Αλ Κάϊντα, ενώ η χριστιανική Δύση κάνει μία ακόμα σταυροφορία εναντίον των Αράβων, επιτιθέμενη εναντίον της Λιβύης.
«Ο ξένος δάκτυλος»
Πρόκειται βέβαια για ένα συνοθύλευμα κατηγοριών που εκτοξεύει ο Μουαμάρ Καντάφι προς κάθε κατεύθυνση, με την ελπίδα ότι θα ενεργοποιήσει εξαρτημένα αντανακλαστικά πολιτικών δυνάμεων προς όφελος του. Όμως, τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο δεν τις υποκίνησαν ξένες και «σκοτεινές δυνάμεις», για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούσαν να το κάνουν σε τέτοια έκταση και σε τόσο διαφορετικές συνθήκες, όπως αυτές που επικρατούν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, το Ομάν, το Μπαχρέϊν, την Υεμένη, την Λιβυη κλπ. γιατί δεν χρειαζόταν παρά μία σπίθα για να ανάψει η πυρκαγιά στον αραβικό κόσμο, ο οποίος επί δεκαετίες υποφέρει από τα αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα που βρίσκονται στην εξουσία με την ανοχή ή και την υποστήριξη της Δύσης. Οι εξεγέρσεις λοιπόν στον αραβικό κόσμο οφείλονται σε βαθιά και πραγματικά αίτια και όχι στην δράση «σκοτεινών δυνάμεων» και «ξένων δακτύλων». Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται εάν μπει κανείς στον κόπο να απαντήσει στην απλή ερώτηση: «τι θα κέρδιζαν οι δυτικοί από την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι στις παρούσες συνθήκες;» Η απάντηση είναι τίποτα απολύτως. Αντιθέτως, το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν οι δυτικοί ήταν οι ανεξέλεγκτες και πολλαπλές εξεγέρσεις σε περιοχές ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα τους περιοχές, που απειλούν να συμπαρασύρουν στην δίνη τους όχι μόνο καθεστώτα που θεωρούνται εχθρικά, όπως της Συρίας, αλλά και φιλικά καθεστώτα, τα οποία στηρίζουν την επιβίωση τους στην δυτική υποστήριξη, όπως για παράδειγμα οι μοναρχίες του Κόλπου. Επίσης, για ποιο λόγο τα δυτικά συμφέροντα, πετρελαϊκά και άλλα, θα διακινδύνευαν προκαλώντας μία εξέγερση στην Λιβύη, την στιγμή που ο Μουαμάρ Καντάφι έχει ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις τους και πλέον μπορεί να θεωρηθεί σύμμαχος της Δύσης;
Η δυτική επέμβαση
Τότε, λοιπόν, για ποιο λόγο η Δύση αναμειγνύεται στην Λιβύη και μάλιστα με στρατιωτικά μέσα; Οι
λόγοι είναι πολλοί, όπως πολλές είναι και οι επιδιώξεις του κάθε κράτους μέλους της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ, που θέλει ή δεν θέλει την ανάμειξη του στις επιχειρήσεις εναντίον της Λιβύης.
Ας αρχίσουμε από τη Γαλλία, η οποία επί προεδρίας Νικολά Σαρκοζύ, έχει πραγματοποιήσει μία δραματική στροφή, σε σχέση με τα θεμέλια του Γκωλισμού για την εξωτερική πολιτική της χώρας, προς μια φιλοαμερικανική νατοϊκή κατεύθυνση, με στόχο να μετατρέψει την Γαλλία από παρατηρητή των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων σε πρωταγωνιστή. Εάν σε αυτόν τον γενικότερο στόχο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, προστεθούν και τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Νικολά Σαρκοζύ και οι επικείμενες προεδρικές εκλογές, τότε η στάση της Γαλλίας γίνεται απολύτως κατανοητή: το Παρίσι ελπίζει ότι ακολουθώντας μία πολιτική υπέρ των εξεγερμένων στην Λιβύη εξασφαλίζει καλύτερα την θέση του στο τοπίο που θα διαμορφωθεί στην χώρα την επαύριο της εξέγερσης και παράλληλα αποδεικνύεται ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ, θέτοντας ταυτόχρονα νέα θεμέλια ισχύος στην λεκάνη της Μεσογείου. Πολύ περισσότερο, που η στρατιωτική επέμβαση νομιμοποιείται με βάση την απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείς του ΟΗΕ αλλά και με βάση το περίφημο «καθήκον προστασίας» αμάχων, το οποίο υιοθετήθηκε στην 60η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2005, χωρίς όμως να έχει επικυρωθεί μέχρι σήμερα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους δέχθηκαν, κατ΄ αρχάς, τη γαλλική πρωτοβουλία μάλλον με ανακούφιση, στον βαθμό που η κατάσταση στην Λιβύη ξέφευγε από κάθε έλεγχο και οι ίδιες δεν ήταν διατεθειμένες να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο και χωρίς καμία νομιμοποίηση. Στην συνέχεια όμως, η Ουάσιγκτον αντελήφθη ότι θα πρέπει να πάρει ενεργό θέση στην εξέλιξη του Λιβυκού προβλήματος, διότι από την έκβαση του θα εξαρτηθούν εν πολλοίς οι νέες ισορροπίες που θα προκύψουν στην Μεσόγειο. Έτσι, προσπάθησαν να καλύψουν την δράση τους υπό την νατοϊκή ομπρέλα, πράγμα ήταν θεμιτό, με δεδομένη την απόφαση που έλαβε ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, στην Λισσαβόνα το Νοέμβριο του 2010, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το ΝΑΤΟ οφείλει να αναμειγνύεται σε κρίσεις ή συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα πέρα από τα σύνορα των κρατών-μελών του, δεδομένου ότι οι καταστάσεις αυτές μπορεί να απειλήσουν άμεσα την ασφάλεια τους. Κατά συνέπεια, το ΝΑΤΟ δεσμεύεται ότι θα παρεμβαίνει σε καταστάσεις κρίσης ή ένοπλης σύγκρουσης για την πρόληψη ή την διαχείριση τους αλλά και αναλαμβάνοντας δράση για την σταθεροποίηση της κατάστασης μετά την λήξη της σύγκρουσης, καθώς και για να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της χώρας στην οποία έλαβε χώρα η κρίση ή η σύγκρουση.
Η Τουρκία
Παρ΄ όλα αυτά, οι νατοϊκοί εταίροι των ΗΠΑ δεν φάνηκαν πρόθυμοι να εφαρμόσουν την απόφαση της Λισσαβόνας και να επωμισθούν το κόστος, οικονομικό και πολιτικό, της συμμετοχής τους σε μία στρατιωτική επιχείρηση, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο και βάση για νέες επιχειρήσεις τέτοιου τύπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται η στάση της Τουρκίας, η οποία έχει πάντοτε κατά νου τα ανοικτά μέτωπα της και κυρίως το Κουρδικό, το οποίο αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της. Ένας ακόμα λόγος που εξηγεί τις τουρκικές αντιδράσεις είναι, βεβαίως, ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση διεθνή ανάμειξη οποιουδήποτε είδους σε περιφερειακά προβλήματα, τα οποία προτιμά να αντιμετωπίζει σε διμερές επίπεδο. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τους μεγαλεπήβολους στόχους της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει, αν και με ισχνές πιθανότητες επιτυχίας, να μετατραπεί σε πόλο συσπείρωσης, υπέρμαχο και εκφραστή του αραβικού κόσμου. Επομένως, η τουρκική συγκατάθεση σε μία νατοϊκή επιχείρηση κατά της Λιβύης ήταν κάτι ασύμβατο με τα τουρκικά συμφέροντα. Ωστόσο, παρά τις εκπεφρασμένες αντιδράσεις της, η Άγκυρα δεν θέλησε εν τέλει να είναι απούσα από τις εξελίξεις στην Μεσόγειο, οι οποίες τρέχουν. Έτσι, αποφάσισε να μετάσχει με 16 πλοία στην ναυτική δύναμη αποκλεισμού του λιβυκού καθεστώτος.
Η Ρωσία
Όσο για την αρνητική στάση της Ρωσίας, είναι απόλυτα σαφής και εξηγήσιμη. Πράγματι, η Μόσχα δεν έχει κανέναν λόγο να στηρίξει μια νατοϊκή ή ευρωπαϊκή επιχείρηση εναντίον της Λιβύης, στον βαθμό που η ίδια δεν μπορεί να παρέμβει και επομένως δεν μπορεί να προσδοκά κανένα όφελος, ενώ δεν θέλει και να επιτρέψει την επιστροφή των παλαιών αποικιοκρατικών δυνάμεων στην περιοχή. Επομένως, κατά την Μόσχα, η ένοπλη παρέμβαση των δυτικών στην Λιβύη ενισχύει την θέση τους και τα συμφέροντα τους στην περιοχή, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε πιθανό κέρδος για την Δύση είναι αντίστοιχη απώλεια για την Ρωσία.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος
Ο Αραβικός Σύνδεσμος, τέλος, αναποτελεσματικός, αναποφάσιστος και αμήχανος όπως πάντα, προσπαθεί για μία ακόμα φορά να τηρήσει τα προσχήματα, να κρατήσει ισορροπίες, διακηρύσσοντας για πολλοστή φορά την –ανεύρετη ωστόσο- ενότητα των κρατών –μελών του αλλά και την αποφασιστικότητα τους για «την προστασία των αμάχων στην Λιβύη». Είναι προφανές ότι οι ηγεσίες των αραβικών κρατών βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση μπροστά σε αυτό το ντόμινο των εξεγέρσεων που απειλεί και τις ίδιες. Έτσι, αρκούνται σε γενικολογίες και επικεντρώνονται σε ανθρωπιστικά ζητήματα αν και θα μπορούσαν, υπό άλλες ίσως συνθήκες, να έχουν βοηθήσει έμμεσα αλλά αποφασιστικά τους εξεγερμένους, ώστε να μην χρειάζεται να «ανησυχούν» τώρα για μία ενδεχόμενη ανθρωπιστική καταστροφή στην Λιβύη.
Κλείνοντας θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βασικό και για τα αραβικά κράτη αλλά και για τους Δυτικούς είναι το πώς να ελέγξουν, αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν, τις εξεγέρσεις που συνταράσσουν τον αραβικό κόσμο και για τον λόγο αυτό μετέρχονται παντός μέσου. Όμως, το φάρμακο που επέλεξαν, μισόλογα από την μία πλευρά και στρατιωτικά μέσα από την άλλη, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στην Λιβύη κινδυνεύει να αποδειχθεί χειρότερο από την αρρώστια που καλείται να θεραπεύσει.
Βιβής Κεφαλά
Αν οι εξεγέρσεις της Τυνησίας και της Αιγύπτου κατάφεραν, σε πρώτη τουλάχιστον φάση, να επικρατήσουν χωρίς μεγάλες ανθρώπινες απώλειες, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Λιβύη όπου ο Μουαμάρ Καντάφι είναι αποφασισμένος, το δηλώνει και το κάνει πράξη, να κρατήσει πάση θυσία την εξουσία. Δεν έχει σημασία, για τον επί 42 χρόνια «ηγέτη της λιβυκής επανάστασης», το εάν το καθεστώς του έχει απονομιμοποιηθεί, δεν έχει σημασία εάν οι δυνάμεις του βομβαρδίζουν αμάχους, δεν έχει σημασία εάν καταστρέφει την χώρα. Σημασία έχει να μείνει στην εξουσία, χρησιμοποιώντας βία, όπως έχει κάνει και στο παρελθόν, και μάλιστα ατιμώρητος, εναντίον των αντιπάλων του. Έτσι, ο Μουαμάρ Καντάφι κατηγορεί τους πάντες, εκτός από τον εαυτό του, για την εξέγερση στην Λιβύη: οι εξεγερμένοι είναι ηλίθια πρεζόνια, πράκτορες της Αλ Κάϊντα, ενώ η χριστιανική Δύση κάνει μία ακόμα σταυροφορία εναντίον των Αράβων, επιτιθέμενη εναντίον της Λιβύης.
«Ο ξένος δάκτυλος»
Πρόκειται βέβαια για ένα συνοθύλευμα κατηγοριών που εκτοξεύει ο Μουαμάρ Καντάφι προς κάθε κατεύθυνση, με την ελπίδα ότι θα ενεργοποιήσει εξαρτημένα αντανακλαστικά πολιτικών δυνάμεων προς όφελος του. Όμως, τις εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο δεν τις υποκίνησαν ξένες και «σκοτεινές δυνάμεις», για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούσαν να το κάνουν σε τέτοια έκταση και σε τόσο διαφορετικές συνθήκες, όπως αυτές που επικρατούν στην Τυνησία, την Αίγυπτο, το Ομάν, το Μπαχρέϊν, την Υεμένη, την Λιβυη κλπ. γιατί δεν χρειαζόταν παρά μία σπίθα για να ανάψει η πυρκαγιά στον αραβικό κόσμο, ο οποίος επί δεκαετίες υποφέρει από τα αυταρχικά και διεφθαρμένα καθεστώτα που βρίσκονται στην εξουσία με την ανοχή ή και την υποστήριξη της Δύσης. Οι εξεγέρσεις λοιπόν στον αραβικό κόσμο οφείλονται σε βαθιά και πραγματικά αίτια και όχι στην δράση «σκοτεινών δυνάμεων» και «ξένων δακτύλων». Άλλωστε, αυτό αποδεικνύεται εάν μπει κανείς στον κόπο να απαντήσει στην απλή ερώτηση: «τι θα κέρδιζαν οι δυτικοί από την ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι στις παρούσες συνθήκες;» Η απάντηση είναι τίποτα απολύτως. Αντιθέτως, το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν οι δυτικοί ήταν οι ανεξέλεγκτες και πολλαπλές εξεγέρσεις σε περιοχές ζωτικής σημασίας για τα συμφέροντα τους περιοχές, που απειλούν να συμπαρασύρουν στην δίνη τους όχι μόνο καθεστώτα που θεωρούνται εχθρικά, όπως της Συρίας, αλλά και φιλικά καθεστώτα, τα οποία στηρίζουν την επιβίωση τους στην δυτική υποστήριξη, όπως για παράδειγμα οι μοναρχίες του Κόλπου. Επίσης, για ποιο λόγο τα δυτικά συμφέροντα, πετρελαϊκά και άλλα, θα διακινδύνευαν προκαλώντας μία εξέγερση στην Λιβύη, την στιγμή που ο Μουαμάρ Καντάφι έχει ικανοποιήσει πλήρως τις απαιτήσεις τους και πλέον μπορεί να θεωρηθεί σύμμαχος της Δύσης;
Η δυτική επέμβαση
Τότε, λοιπόν, για ποιο λόγο η Δύση αναμειγνύεται στην Λιβύη και μάλιστα με στρατιωτικά μέσα; Οι
λόγοι είναι πολλοί, όπως πολλές είναι και οι επιδιώξεις του κάθε κράτους μέλους της ΕΕ ή του ΝΑΤΟ, που θέλει ή δεν θέλει την ανάμειξη του στις επιχειρήσεις εναντίον της Λιβύης.
Ας αρχίσουμε από τη Γαλλία, η οποία επί προεδρίας Νικολά Σαρκοζύ, έχει πραγματοποιήσει μία δραματική στροφή, σε σχέση με τα θεμέλια του Γκωλισμού για την εξωτερική πολιτική της χώρας, προς μια φιλοαμερικανική νατοϊκή κατεύθυνση, με στόχο να μετατρέψει την Γαλλία από παρατηρητή των διεθνών και περιφερειακών εξελίξεων σε πρωταγωνιστή. Εάν σε αυτόν τον γενικότερο στόχο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής, προστεθούν και τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Νικολά Σαρκοζύ και οι επικείμενες προεδρικές εκλογές, τότε η στάση της Γαλλίας γίνεται απολύτως κατανοητή: το Παρίσι ελπίζει ότι ακολουθώντας μία πολιτική υπέρ των εξεγερμένων στην Λιβύη εξασφαλίζει καλύτερα την θέση του στο τοπίο που θα διαμορφωθεί στην χώρα την επαύριο της εξέγερσης και παράλληλα αποδεικνύεται ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ, θέτοντας ταυτόχρονα νέα θεμέλια ισχύος στην λεκάνη της Μεσογείου. Πολύ περισσότερο, που η στρατιωτική επέμβαση νομιμοποιείται με βάση την απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείς του ΟΗΕ αλλά και με βάση το περίφημο «καθήκον προστασίας» αμάχων, το οποίο υιοθετήθηκε στην 60η σύνοδο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ το 2005, χωρίς όμως να έχει επικυρωθεί μέχρι σήμερα.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά τους δέχθηκαν, κατ΄ αρχάς, τη γαλλική πρωτοβουλία μάλλον με ανακούφιση, στον βαθμό που η κατάσταση στην Λιβύη ξέφευγε από κάθε έλεγχο και οι ίδιες δεν ήταν διατεθειμένες να ανοίξουν ένα νέο μέτωπο και χωρίς καμία νομιμοποίηση. Στην συνέχεια όμως, η Ουάσιγκτον αντελήφθη ότι θα πρέπει να πάρει ενεργό θέση στην εξέλιξη του Λιβυκού προβλήματος, διότι από την έκβαση του θα εξαρτηθούν εν πολλοίς οι νέες ισορροπίες που θα προκύψουν στην Μεσόγειο. Έτσι, προσπάθησαν να καλύψουν την δράση τους υπό την νατοϊκή ομπρέλα, πράγμα ήταν θεμιτό, με δεδομένη την απόφαση που έλαβε ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, στην Λισσαβόνα το Νοέμβριο του 2010, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι το ΝΑΤΟ οφείλει να αναμειγνύεται σε κρίσεις ή συγκρούσεις που λαμβάνουν χώρα πέρα από τα σύνορα των κρατών-μελών του, δεδομένου ότι οι καταστάσεις αυτές μπορεί να απειλήσουν άμεσα την ασφάλεια τους. Κατά συνέπεια, το ΝΑΤΟ δεσμεύεται ότι θα παρεμβαίνει σε καταστάσεις κρίσης ή ένοπλης σύγκρουσης για την πρόληψη ή την διαχείριση τους αλλά και αναλαμβάνοντας δράση για την σταθεροποίηση της κατάστασης μετά την λήξη της σύγκρουσης, καθώς και για να συμβάλει στην ανοικοδόμηση της χώρας στην οποία έλαβε χώρα η κρίση ή η σύγκρουση.
Η Τουρκία
Παρ΄ όλα αυτά, οι νατοϊκοί εταίροι των ΗΠΑ δεν φάνηκαν πρόθυμοι να εφαρμόσουν την απόφαση της Λισσαβόνας και να επωμισθούν το κόστος, οικονομικό και πολιτικό, της συμμετοχής τους σε μία στρατιωτική επιχείρηση, η οποία μάλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο και βάση για νέες επιχειρήσεις τέτοιου τύπου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξηγείται η στάση της Τουρκίας, η οποία έχει πάντοτε κατά νου τα ανοικτά μέτωπα της και κυρίως το Κουρδικό, το οποίο αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα της. Ένας ακόμα λόγος που εξηγεί τις τουρκικές αντιδράσεις είναι, βεβαίως, ότι η Άγκυρα δεν επιθυμεί σε καμία περίπτωση διεθνή ανάμειξη οποιουδήποτε είδους σε περιφερειακά προβλήματα, τα οποία προτιμά να αντιμετωπίζει σε διμερές επίπεδο. Επίσης, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και τους μεγαλεπήβολους στόχους της Τουρκίας, η οποία επιδιώκει, αν και με ισχνές πιθανότητες επιτυχίας, να μετατραπεί σε πόλο συσπείρωσης, υπέρμαχο και εκφραστή του αραβικού κόσμου. Επομένως, η τουρκική συγκατάθεση σε μία νατοϊκή επιχείρηση κατά της Λιβύης ήταν κάτι ασύμβατο με τα τουρκικά συμφέροντα. Ωστόσο, παρά τις εκπεφρασμένες αντιδράσεις της, η Άγκυρα δεν θέλησε εν τέλει να είναι απούσα από τις εξελίξεις στην Μεσόγειο, οι οποίες τρέχουν. Έτσι, αποφάσισε να μετάσχει με 16 πλοία στην ναυτική δύναμη αποκλεισμού του λιβυκού καθεστώτος.
Η Ρωσία
Όσο για την αρνητική στάση της Ρωσίας, είναι απόλυτα σαφής και εξηγήσιμη. Πράγματι, η Μόσχα δεν έχει κανέναν λόγο να στηρίξει μια νατοϊκή ή ευρωπαϊκή επιχείρηση εναντίον της Λιβύης, στον βαθμό που η ίδια δεν μπορεί να παρέμβει και επομένως δεν μπορεί να προσδοκά κανένα όφελος, ενώ δεν θέλει και να επιτρέψει την επιστροφή των παλαιών αποικιοκρατικών δυνάμεων στην περιοχή. Επομένως, κατά την Μόσχα, η ένοπλη παρέμβαση των δυτικών στην Λιβύη ενισχύει την θέση τους και τα συμφέροντα τους στην περιοχή, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε πιθανό κέρδος για την Δύση είναι αντίστοιχη απώλεια για την Ρωσία.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος
Ο Αραβικός Σύνδεσμος, τέλος, αναποτελεσματικός, αναποφάσιστος και αμήχανος όπως πάντα, προσπαθεί για μία ακόμα φορά να τηρήσει τα προσχήματα, να κρατήσει ισορροπίες, διακηρύσσοντας για πολλοστή φορά την –ανεύρετη ωστόσο- ενότητα των κρατών –μελών του αλλά και την αποφασιστικότητα τους για «την προστασία των αμάχων στην Λιβύη». Είναι προφανές ότι οι ηγεσίες των αραβικών κρατών βρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση μπροστά σε αυτό το ντόμινο των εξεγέρσεων που απειλεί και τις ίδιες. Έτσι, αρκούνται σε γενικολογίες και επικεντρώνονται σε ανθρωπιστικά ζητήματα αν και θα μπορούσαν, υπό άλλες ίσως συνθήκες, να έχουν βοηθήσει έμμεσα αλλά αποφασιστικά τους εξεγερμένους, ώστε να μην χρειάζεται να «ανησυχούν» τώρα για μία ενδεχόμενη ανθρωπιστική καταστροφή στην Λιβύη.
Κλείνοντας θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βασικό και για τα αραβικά κράτη αλλά και για τους Δυτικούς είναι το πώς να ελέγξουν, αφού δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν, τις εξεγέρσεις που συνταράσσουν τον αραβικό κόσμο και για τον λόγο αυτό μετέρχονται παντός μέσου. Όμως, το φάρμακο που επέλεξαν, μισόλογα από την μία πλευρά και στρατιωτικά μέσα από την άλλη, για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση στην Λιβύη κινδυνεύει να αποδειχθεί χειρότερο από την αρρώστια που καλείται να θεραπεύσει.