Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Να προσέχεις επίσης να μην κρυώσεις και, αγαπημένε μου Κάρολε, να μη χορεύεις μέχρι να γίνεις ολότελα καλά

Ο Μαρξ το 1839
Ο Κάρολος Μαρξ γεννήθηκε στο δωμάτιο του πρώτου ορόφου του σπιτιού που βρισκόταν στον αριθμό 664 της Μπριγκεργκάσε, ένα πολύβουο πέρασμα που κατηφόριζε φιδογυριστό μέχρι τη γέφυρα πάνω από τον Μοζέλα. Ο πατέρας του είχε εκμισθώσει το κτίριο ένα μόλις μήνα νωρίτερα και, όταν ο Κάρολος ήταν δεκαπέντε μηνών, μετακόμισε και πάλι. Παρ'όλα αυτά, τον Απρίλιο του 1928, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αγόρασε το γενέθλιό του σπίτι, από το οποίο ο ίδιος δεν διατηρούσε καθόλου αναμνήσεις, και έκτοτε έχει γίνει μουσείο αφιερωμένο στο βίο και την πολιτεία του -εκτός από ένα ζοφερό διάλειμμα μεταξύ 1933 και 1945, όταν το κατέλαβαν οι Ναζί και το χρησιμοποίησαν ως αρχηγείο κάποιας κομματικής εφημερίδας. Μετά τον πόλεμο, εστάλησαν επιστολές προς κάθε κατεύθυνση ζητώντας χρήματα για να επισκευαστούν οι ζημιές που προκάλεσαν οι αγροίκοι καταληψίες του Χίτλερ. Μία από τις απαντήσεις, με ημερομηνία 19 Μαρτίου 1947, προερχόταν από το διεθνή γραμματέα του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος: «Αγαπητέ Σύντροφε, με μεγάλη μου λύπη διαπιστώνω πως το Βρετανικό Εργατικό Κόμμα δεν είναι ως οργανισμός έτοιμος να υποστηρίξει τη διεθνή επιτροπή που έχετε συστήσει για την ανακαίνιση του σπιτιού του Καρόλου Μαρξ στην Τρεβς ( το αγγλικό όνομα της Τρηρ ), καθώς οι πόροι του είναι δεσμευμένοι για τη συντήρηση ανάλογων μνημείων του Καρόλου Μαρξ στην Αγγλία. Αδερφικά δικός σας, Ντένις Χίλεϊ». Αληθοφανής δικαιολογία: μάταια θα αναζητήσουν οι κάτοικοι του Λονδίνου τα μνημεία αυτά για τα οποία υποτίθεται πως «δέσμευε» ο Χίλεϊ τους πόρους του κόμματός του. Τουλάχιστον το σπίτι επιζεί ακόμη. Εκατό μέτρα μακρύτερα είναι το μέρος όπου βρισκόταν η παλιά συναγωγή της Τρηρ, εκεί όπου λειτούργησαν τόσοι και τόσοι πρόγονοι του Μαρξ. Σήμερα το μόνο σημάδι της παρουσίας της είναι μια πινακίδα δεμένη στο φανοστάτη της γωνίας : «Hier stand die frühere Trierer Synagoge die in der Pogromnacht im November 1938 durch die Nationalsozialisten zerstört wurde». Δεν χρειάζεται μετάφραση.

το σπίτι όπου γεννήθηκε ο Κ.Μαρξ στην Τρηρ.

Εκτός από τη συνήθειά του να βάζει τις αδερφές του να τρώνε «χωματόπιτες», λίγα ξέρουμε για τα πρώτα παιδικά χρόνια του Καρόλου Μαρξ. Φαίνεται πως μέχρι το 1830 είχε λάβει ιδιωτική εκπαίδευση και μετά πήγε στο γυμνάσιο της Τρηρ, του οποίου ο διευθυντής, ο Χούγκο Βίτενμπαχ, ήταν φίλος του Ερρίκου Μαρξ και συνιδρυτής της Εταιρείας του Καζίνο . Μολονότι ο Κάρολος αργότερα απαρνήθηκε τους συμμαθητές του, χαρακτηρίζοντάς τους «άξεστους επαρχιώτες», οι καθηγητές ήταν ως επί το πλείστον φιλελεύθεροι ουμανιστές που έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εκπολιτίσουν τους χωριάτες. Το 1832, μετά από ένα συλλαλητήριο στο Χάμπαχ για την προάσπιση της ελευθερίας του λόγου, η αστυνομία εισέβαλε στο σχολείο και ανακάλυψε ανατρεπτικά κείμενα -μεταξύ άλλων και κάποιες ομιλίες που εκφωνήθηκαν στη διαμαρτυρία του Χάμπαχ- τα οποία κυκλοφορούσαν μεταξύ των μαθητών. Ένας μαθητής συνελήφθη και ο Βίτενμπαχ τέθηκε υπό αυστηρή παρακολούθηση. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το περίφημα δείπνο του Καζίνου, τον Ιανουάριο του 1834, οι καθηγητές των μαθηματικών και των εβραϊκών κατηγορήθηκαν για τα απεχθή εγκλήματα του «αθεϊσμού» και του «υλισμού». Για να μειωθεί η επιρροή του Βίτενμπαχ, οι αρχές διόρισαν ως συνδιευθυντή έναν βλοσυρό αντιδραστικό, ονόματι Λόερς.

«Βρήκα τη θέση του καλού μας του Χερ Βίτενμπαχ εξαιρετικά επώδυνη», είπε ο Ερρίκος στο γιο του λίγο μετά την τελετή διορισμού του Λόερς. «Θα μπορούσα να έχω κλάψει για την προσβολή που έγινε σ' αυτόν τον άνθρωπο του οποίου το μόνο σφάλμα ήταν πως υπήρξε περισσότερο καλόκαρδος απ΄ όσο θα έπρεπε. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να του δείξω την υψηλή εκτίμηση που του τρέφω και, μεταξύ άλλων, του είπα πόσο αφοσιωμένος του είσαι...» Όταν ο Κάρολος απέδειξε την αφοσίωσή του, αρνούμενος να μιλήσει στον συντηρητικό παρείσακτο, κέρδισε τις πατρικές κατσάδες. «Ο Χερ Λόερς το φέρει βαρέως που δεν τον επισκέφθηκες να τον αποχαιρετήσεις», έγραφε ο Ερρίκος μετά την εγγραφή του Καρόλου στο Πανεπιστήμιο, το 1835. «Εσύ κι ο Κλέμενς [κάποιος άλλος μαθητής] ήσασταν οι μόνοι... Χρειάστηκε να καταφύγω σε ένα ξεκάθαρο ψέμα και να του πω πως πήγαμε να τον δούμε στο σπίτι του την ώρα που έλειπε». Αυτή ήταν η αυθεντική φωνή του Ερρίκου Μαρξ, ανθρώπου δυστυχούς και υπάκουου, που έλεγε πάντα «κάποτε πρέπει να το κάνω» εννοώντας «τώρα δεν τολμώ», σαν την αλεπού της παροιμίας.

Ο γιος του, πάλι, προτιμούσε να παριστάνει τον τίγρη. «Οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις», έγραφε ο Κάρολος Μαρξ, προειδοποιώντας την εργατική τάξη πως δεν θα έπρεπε να περιμένει φιλανθρωπίες από τον καπιταλισμό, «δεν είναι ποτέ το αποτέλεσμα της αδυναμίας των ισχυρών· είναι το αποτέλεσμα της ισχύος των αδύναμων». Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως ο ίδιος ήταν η ενσάρκωση αυτής της αρχής. Μολονότι σπάνια τον εγκατέλειπε το πνευματικό του σθένος, το σώμα το οποίο στήριζε όλη αυτή την τεράστια δημιουργική γονιμότητα ήταν ένα αδύναμο από όλες τις απόψεις σκαρί. Αψηφώντας τους φυσικούς του περιορισμούς, αναζητώντας τη δύναμη που έκρυβε η ίδια του η αδυναμία, έμοιαζε σχεδόν σαν να είχε αποφασίσει να δοκιμάσει στον ίδιο του τον εαυτό όσα κήρυσσε για το προλεταριάτο.

Ακόμη και μέσα στο σφρίγος της νεότητας -πριν η φτώχεια, η αϋπνία, η κακή διατροφή, το πολύ ποτό και το συνεχές κάπνισμα πληρωθούν τα γραμμάτιά τους- ήταν άνθρωπος ασθενικός. «Εννέα σεμινάρια μου φαίνονται μάλλον πολλά και δεν θα ήθελα να κάνεις περισσότερα από όσα αντέχει το σώμα και το μυαλό σου», συμβούλευε ο Ερρίκος Μαρξ, λίγο καιρό μετά την είσοδο του δεκαεφτάχρονου γιου του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, το 1835. «Παρέχοντας αληθινά ρωμαλέα και υγιή τροφή στο μυαλό σου, μην ξεχνάς πως σ' αυτόν τον άθλιο κόσμο το πνεύμα συνοδεύεται πάντα από το σώμα, το οποίο καθορίζει και την ευκαιρία και την ευζωία ολόκληρης της μηχανής. Ο φιλάσθενος σοφός είναι το πιο άτυχο πλάσμα στη γη. Μη μελετάς λοιπόν περισσότερο από όσο αντέχει η υγεία σου». Ο Κάρολος δεν του έδωσε σημασία, ούτε τότε ούτε ποτέ άλλοτε: στα κατοπινά χρόνια θα δούλευε σκληρά όλο το βράδυ, παίρνοντας δυνάμεις από φτηνή μπύρα και κακής ποιότητας πούρα.

Ο νεαρός, με τη συνηθισμένη του απερίσκεπτη ειλικρίνεια, απάντησε πως, πράγματι, η υγεία του δεν ήταν και πολύ καλή -και ο πατέρας του στο ρόλο του Πολώνιου, άρχισε πάλι τα διαπρύσια κηρύγματα. «Όταν η νεότητα αμαρτάνει επιδιδόμενη σε απολαύσεις άμετρες ή ακόμη ακόμη και απολαύσεις αφ' εαυτών επιβλαβείς συναντά γρήγορα τις τρομερότερες τιμωρίες. Έχουμε στα μέρη μας το θλιβερό παράδειγμα του Χερ Γκίνστερ. Είναι αλήθεια, βέβαια, πως στην περίπτωσή του δεν υπήρχε καμία ιδιαίτερη διαστροφή, αλλά το κάπνισμα και το ποτό, μαζί με τα ήδη αδυνατισμένα του πνευμόνια, έφεραν την καταστροφή και με δυσκολία θα προφτάσει ζωντανός το καλοκαίρι». Η μητέρα του, κλώσα όπως πάντα, προσέθεσε το δικό της κατάλογο εντολών: «Πρέπει να αποφεύγεις ό,τι θα μπορούσε να επιδεινώσει την υγεία σου, δεν πρέπει να υπερθερμαίνεσαι, να μην πίνεις πολύ κρασί και καφέ, να μην τρως πικάντικα, να αποφεύγεις το πιπέρι και τα μπαχαρικά. Να μην καπνίζεις καθόλου καπνό, να μην αργείς να κοιμηθείς το βράδυ και να ξυπνάς νωρίς. Να προσέχεις επίσης να μην κρυώσεις και, αγαπημένε μου Κάρολε, να μη χορεύεις μέχρι να γίνεις ολότελα καλά». Η Φράου Μαρξ, μπορούμε να το πούμε χωρίς κίνδυνο να πέσουμε έξω, δεν ήταν ελαφρόμυαλη γυναίκα.

Λίγο μετά τα δέκατα όγδοά του γενέθλια, ο Μαρξ απαλλάχθηκε από τη στρατιωτική θητεία, εξαιτίας των αδύναμών του πνευμόνων, αν και είναι πολύ πιθανόν να υπερέβαλε λιγάκι την κατάστασή του. ( Η υποψία της εξαπάτησης ενισχύεται από ένα γράμμα του πατέρα του, ο οποίος του δίνει συμβουλές πώς να κοροϊδέψει την επιτροπή απαλλαγών: «Αγαπητέ μου Κάρολε, αν μπορείς, φρόντισε να πάρεις τα κατάλληλα πιστοποιητικά από καλούς και γνωστούς γιατρούς εκεί πέρα και κάν'το με ελαφρά τη συνείδησή σου... Αλλά, για να είσαι συνεπής με τη συνείδησή σου, να μην καπνίζεις πολύ». ) Η υποτιθέμενη ανικανότητά του δεν έβλαψε πάντως στο ελάχιστο τις επιδόσεις του στα φοιτητικά γλεντοκόπια. Ένα επίσημο «Πιστοποιητικό Απαλλαγής» το οποίο εκδόθηκε μετά τη χρονιά που πέρασε στο Πιστοποιητικό της Βόννης, ενώ από τη μία εξυμνούσε τα ακαδημαϊκά του επιτεύγματα («εξαιρετική επιμέλεια και προσοχή»), από την άλλη σημείωνε πως «του επεβλήθη τιμωρία κράτησης μίας ημέρας για διατάραξη ειρήνης εξαιτίας ταραχοποιού συμπεριφοράς και νυχτερινής μέθης... Αργότερα, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για κατοχή απαγορευμένων στην Κολωνία όπλων. Η έρευνα εκκρεμεί ακόμη. Δεν είναι ύποπτος για συμμετοχή σε απαγορευμένες εταιρείες φοιτητών».

Οι πανεπιστημιακές αρχές δεν γνώριζαν ούτε τη μισή αλήθεια. Είναι αλήθεια πως η Λέσχη των Ποιητών -στην οποία συμμετείχε από το πρώτο του τρίμηνο- δεν ήταν «απαγορευμένη Εταιρεία», ούτε όμως ήταν τόσο αθώα όσο άφηνε να φανεί το όνομά της: η ανταλλαγή απόψεων γύρω από την ποίηση και τη ρητορική ήταν το προκάλυμμα για άλλες πιο επαναστατικές συζητήσεις. «Ο μικρός σας κύκλος με συγκινεί, όπως καλά μπορείς να φανταστείς, πολύ περισσότερο από τις συγκεντρώσεις στις μπυραρίες», έγραφε ο Ερρίκος Μαρξ, αναλογιζόμενος ευτυχής το γιο του να εκμεταλλεύεται τις ώρες της σχόλης του με εμβριθείς λογοτεχνικές διαμάχες.

Βέβαια, η αλήθεια ήταν πως ούτε οι μπυραρίες ήταν άγνωστες στον Μαρξ. Ήταν αντιπρόεδρος της Λέσχης Ταβερνόβιων της Τρηρ, μιας εταιρείας αποτελούμενης από τριάντα περίπου συμπατριώτες του φοιτητές, των οποίων η μόνη φιλοδοξία ήταν να μεθούν όσο συχνότερα και θορυβωδέστερα μπορούσαν: μετά από ένα τέτοιο γλέντι βρέθηκε ο νεαρός Κάρολος υπό περιορισμό για είκοσι τέσσερις ώρες, αν και η φυλάκιση δεν εμπόδισε τα φιλαράκια του να του φέρουν στο κρατητήριο ακόμη περισσότερο αλκοόλ και τράπουλες για να ελαφρύνουν την ποινή του. Κατά τη διάρκεια του 1836 ξέσπασαν πολλοί καβγάδες στις παμπ μεταξύ της συμμορίας της Τρηρ και μιας παραστρατιωτικής οργάνωσης νεαρών θερμόαιμων, της Μπορούσια Κορπς, οι οποίοι ανάγκαζαν τους νεαρούς μας αλητάκους να γονατίζουν και να ορκίζονται υποταγή στην πρωσική αριστοκρατία. Ο Μαρξ αγόρασε ένα πιστόλι για να μπορεί να προστατεύει τον εαυτό του από ανάλογες ταπεινώσεις και όταν τον Απρίλη επισκέφθηκε την Κολωνία, η αστυνομία ανακάλυψε το «απαγορευμένο όπλο». Μόνο η παρακλητική επιστολή του Ερρίκου Μαρξ σε κάποιο δικαστή της Κολωνίας έπεισε τις αρχές και δεν του απήγγειλαν κατηγορίες. Δύο μήνες αργότερα, μετά από έναν ακόμη καβγά με την Μπορούσια Κορπς, ο Μαρξ αποδέχτηκε πρόσκληση σε μονομαχία. Η έκβαση της αναμέτρησης μεταξύ ενός μύωπα σπασίκλα και ενός εκπαιδευμένου στρατιώτη ήταν απόλυτα προβλέψιμη, και ήταν τυχερός που τη γλίτωσε με μόνη ζημιά ένα ελαφρύ τραύμα πάνω από το αριστερό του μάτι. «Τόσο στενά είναι λοιπόν συνυφασμένες μονομαχία και φιλοσοφία;» ρώτησε απελπισμένος ο πατέρας του. «Μην αφήσεις την κλίση αυτή, κι αν όχι κλίση, τρέλα της στιγμής, να ριζώσει μέσα σου. Μπορεί στο τέλος να στερήσεις τον εαυτό σου και τους γονείς σου από τις ευγενέστερες ελπίδες που προσφέρει η ζωή».

Ύστερα από ένα χρόνο «τρελού αφηνιάσματος στη Βόννη», ο Ερρίκος Μαρξ έδωσε με πολύ μεγάλη του χαρά την άδεια στο γιο του να μεταγραφεί στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου οι εξωακαδημαϊκοί πειρασμοί θα ήταν λιγότεροι. «Δεν τίθεται ζήτημα εδώ για ποτό, μονομαχίες και ευχάριστες συντροφικές εξόδους», είχε παρατηρήσει ο φιλόσοφος Λούντβιχ Φόιερμπαχ, όταν σπούδαζε στην ίδια πόλη δέκα χρόνια νωρίτερα. «Σε κανένα άλλο πανεπιστήμιο δεν μπορείς να βρεις τέτοιο πάθος για δουλειά... Συγκρινόμενα με ετούτο τον ναό της εργασίας, τα υπόλοιπα πανεπιστήμια μοιάζουν ταβερνεία». Δεν είναι παράξενο που ο Ερρίκος ήταν τόσο πρόθυμος να υπογράψει το απαραίτητο έγγραφο που έδινε τη συγκατάθεσή του για τη μετακίνηση. «Όχι μόνο παραχωρώ στο γιο μου Κάρολο Μαρξ την άδεια, αλλά είναι και δική μου επιθυμία να εισαχθεί από το επόμενο τρίμηνο στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, προκειμένου να συνεχίσει εκεί τις νομικές σπουδές του...»

Όλες οι ελπίδες να συγκεντρωθεί ο πεισματάρης νεαρός στις σπουδές του χωρίς περισπασμούς  διαλύθηκαν τάχιστα: ο Κάρολος Μαρξ είχε ερωτευτεί.

[...]

Εκτός από την Τζένη φον Βεστφάλεν, το σημαντικότερο πάθος της νεότητας του Μαρξ ήταν ένας νεκρός φιλόσοφος, ο Γ.Β.Φ. Χέγκελ. Ακολούθησε κι αυτό την πορεία τόσων ερωτικών σχέσεων: η συνεσταλμένη επιφυλακτικότητα έδωσε τη θέση της μεθυστικό αναρίγημα του πρώτου φιλιού, κι αυτό με τη σειρά του, καθώς ο τρελός έρωτας έφθινε, στην απόρριψη του αγαπημένου. Παρέμεινε όμως ευγνώμων γι΄ αυτήν τη μύηση στα μυστικά της ενήλικης ζωής. Καιρό μετά την απάρνηση του εγελιανισμού και τη διακήρυξη της πνευματικής του αυτονομίας, ο Μαρξ μιλούσε ακόμη νε αγάπη για τον άνθρωπο που τον είχε βγάλει από την αθωότητα. Είχε κερδίσει το προνόμιο να μαλώνει τον Χέγκελ με τη σθεναρή ειλικρίνεια του στενού φίλου· τέτοια δικαιώματα δεν παραχωρούνται σε αγνώστους.

[...]Λίγο μετά την άφιξή του στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο Μαρξ, δεκαοκτώ χρονών ακόμα, ειρωνεύτηκε την αδιαφάνεια και την ασάφεια του Χέγκελ σε μια σειρά από επιγράμματα με τίτλο «Πάνω στον Χέγκελ»:

Όλες οι λέξεις που διδάσκω ανάκατες σε μια ακατονόμαστη θολούρα
Για να νομίζει ο καθένας ό,τι διαλέξει ο ίδιος να νομίσει·
Δεν θα τον εμποδίσουν, άλλωστε, ποτέ αυστηροί περιορισμοί.
Σαν μπουρμπουλήθρες στην πλημμύρα, σαν βράχια που κατρακυλούν πλαγιές,
Τέτοιες οι λέξεις και οι σκέψεις της Πολυαγαπημένης του που μηχανεύεται ο ποιητής·
Ο ίδιος μόνον καταλαβαίνει τι σκέφτεται, κι επινοεί ελεύθερα τα αισθήματά του·
Έτσι μπορεί ο καθένας να ρουφήξει για τον εαυτό του το θρεπτικό νέκταρ της σοφίας·
Τώρα τα ξέρετε όλα, γιατί σας είπα ένα σωρό από τίποτα!


Ο Μαρξ συμπεριέλαβε το ποίημα σε ένα τετράδιο στίχων «αφιερωμένο στον αγαπημένο μου πατέρα με την ευκαιρία των γενεθλίων του, ως ελάχιστη ένδειξη παντοτινής αγάπης». Ο γέρος θα πρέπει να καταχάρηκε μαθαίνοντας πως ο γιος του δεν είχε υποκύψει στην επιδημία της εγελιανής λατρείας που είχε μολύνει σχεδόν όλα τα ιδρύματα της χώρας. Σε κάποια επιστολή προς το Βερολίνο, ο Ερρίκος προειδοποιούσε τον Κάρολο για τη μολυσματική επιρροή των εγελιανών -«τους νέους ανηθικολόγους», που περιπλέκουν τόσο τα λόγια τους, ώστε να μην τ' ακούν στο τέλος ούτε οι ίδιοι· που βαπτίζουν την πλημμύρα των λέξεων προϊόν μεγαλοφυΐας μόνο και μόνο γιατί είναι κενή από ιδέες».

[...]

Τον πρώτο του χρόνο στο Βερολίνο, ο Μαρξ πάλεψε να αγνοήσει τους πειρασμούς της φιλοσοφίας: υποτίθεται, στο κάτω κάτω, πως είχε έρθει να σπουδάσει νομικά. Δεν είχε ήδη, εξάλλου, απορρίψει το διαβολικό Χέγκελ και τα έργα αυτού; Διασκέδαζε γράφοντας λυρικούς στίχους, αλλά δεν έβγαινε τίποτε περισσότερο από «συγκεχυμένες και ατελείς εκφράσεις συναισθημάτων, τίποτα φυσικό, τα πάντα ήταν φτιαγμένα από φεγγαρόφωτο, η απόλυτη αντίθεση μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που θα έπρεπε να είναι, ρητορικές αντανακλάσεις αντί για ποιητικές σκέψεις...»[....]Στη συνέχεια βάλθηκε να συνθέσει μια φιλοσοφία του δικαίου -«ένα έργο τριακοσίων περίπου σελίδων»- μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ξανά το ίδιο χάσμα μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που θα έπρεπε να είναι. [...]

Οι κόποι του δεν πήγαν ολότελα χαμένοι. «Κατά τη διάρκεια αυτής της εργασίας», αποκάλυψε, «απέκτησα τη συνήθεια να σημειώνω αποσπάσματα από όλα τα βιβλία που διάβαζα» - συνήθεια που δεν έχασε ποτέ. Ο κατάλογος των αναγνωσμάτων του της περιόδου δείχνει και το εύρος των πνευματικών του αναζητήσεων: ποιος άλλος, ενώ συνέθετε μια φιλοσοφία του δικαίου, θα σκεφτόταν πως άξιζε τον κόπο να μελετήσει με εμβρίθεια την Ιστορία της Τέχνης του Γιόχαν Γιόακιμ Βίνκελμαν; Μετέφρασε τα Γερμανικά του Τάκιτου και τα Τρίστια του Οβίδιου και «άρχισα να μαθαίνω μόνος μου αγγλικά και ιταλικά, διαβάζοντας τις γραμματικές». Το επόμενο εξάμηνο, ενώ καταβρόχθιζε δεκάδες τόμους αστικής δικονομίας και κανονικού δικαίου, μετέφρασε τη Ρητορική του Αριστοτέλη, διάβασε Φραγκίσκο Βάκωνα, και «ξόδεψα κάμποσο χρόνο στον Ραϊμάρους, στο βιβλίο του οποίου για τα καλλιτεχνικά ένστικτα των ζώων αφοσιώθηκα με αγαλλίαση».

Καλή άσκηση όλα αυτά για το μυαλό, δεν χωράει αμφιβολία· αλλά ακόμη και τα καλλιτεχνίζοντα ζώα δεν κατόρθωσαν να σώσουν το magnum opus του. Ο νεαρός Κάρολος εγκατέλειψε απελπισμένος τις 300 σελίδες του χειρογράφου του και στράφηκε εκ νέου «στους χορούς των Μουσών και τη μουσική των Σατύρων». Έγραψε βιαστικά και με το βλέμμα στραμμένο στον Τρίσταμ Σάντυ του Λόρενς Στερν ένα σύντομο «χιουμοριστικό μυθιστόρημα», το Σκορπιός και Φήλιξ. Ήταν ένας χείμαρρος από εκκεντρικότητες και καλαμπούρια που δεν έβγαζαν νόημα· έχει, όμως, ένα απόσπασμα που αξίζει να το αναφέρουμε:

«Κάθε γίγαντας...κουβαλά μαζί του και ένα νάνο, κάθε ιδιοφυΐα ένα στενοκέφαλο ηλίθιο και κάθε θαλασσοταραχή τη λάσπη, και μόλις σβήσουν οι μεν εμφανίζονται οι δε, κάθονται στο τραπέζι και απλώνουν υπερφίαλα τα μακριά τους πόδια.
Οι πρώτοι είναι πολύ μεγάλοι για ετούτο τον κόσμο και ο κόσμος τους αποβάλλει. Οι άλλοι, όμως, ριζώνουν και παραμένουν, δείτε τα γεγονότα και θα το καταλάβετε, γιατί η σαμπάνια αφήνει μια παρατεταμένη και απωθητική επίγευση, ο Καίσαρας ο ήρωας αφήνει πίσω του τον ηθοποιίσκο Οκταβιανό, ο Αυτοκράτορας Ναπολέοντας τον αστό βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο...»


[...]

Εκτός από τη συγκεκριμένη πολυσήμαντη παράγραφο, λίγα αξίζει να κρατήσουμε από το Σκορπιός και Φήλιξ· κι ακόμη λιγότερα από το Ουλανέμ, ένα βαρυφορτωμένο έμμετρο δράμα που στενάζει κάτω από το βάρος της επιρροής του Γκαίτε. Τελικά ο Μαρξ αποδέχτηκε το θάνατο των λογοτεχνικών του φιλοδοξιών. «Αίφνης, λες και από κάποιο μαγικό άγγιγμα -ω ναι,  και το άγγιγμα ήταν στην αρχή φύσημα του ανέμου που διέλυσε τα πάντα- αντίκρισα το απόμακρο βασίλειο της αληθινής ποίησης κι ήταν σαν ένα απόμακρο νεραϊδόκαστρο κι όλα μου τα δημιουργήματα γκρεμίστηκαν». Η ανακάλυψη του κόστισε πολλές άγρυπνες  νύχτες και πολύ άγχος. «Μια αυλαία είχε πέσει, τα ιερά και τα όσια κατακρημνίστηκαν, έπρεπε να στηθούν καινούργιοι θεοί». Κατέρρευσε σωματικά και ο γιατρός τού συνέστησε να αποσυρθεί στην ύπαιθρο για να αναπαυτεί. Βρήκε σπίτι στο χωριουδάκι Στραλάου στις όχθες του ποταμού Σπρέε, έξω από το Βερολίνο.

Εκείνη την εποχή φαίνεται πως τα λογικά του είχαν ελαφρώς σαλέψει. Κι ενώ πάλευε ακόμη να αγνοήσει τη φωνή της Σειρήνας, του Χέγκελ («η γκροτέσκα, κακοτράχαλη μελωδία της δεν με γοήτευε»), έγραψε έναν εικοσιτετρασέλιδο διάλογο πάνω στη θρησκεία, τη φύση και την ιστορία και ανακάλυψε πως «η τελευταία μου πρόταση ήταν η αρχή του εγελιανού συστήματος». Είχε παραδοθεί στα χέρια του εχθρού. «Για μερικές ημέρες ο εκνευρισμός μου ήταν τόσος που δεν μπορούσα να σκεφτώ· γύριζα σαν τον τρελό πάνω κάτω στον κήπο, πλάι στα βρόμικα νερά του Σπρέε, που «πλένει τις ψυχές και αραιώνει το τσάι. Έφτασα μέχρι το σημείο να πάω εκδρομή για κυνήγι με το σπιτονοικοκύρη μου, να φύγω κατόπιν για το Βερολίνο και να θέλω να φιλήσω κάθε χασομέρη που συναντούσα στο δρόμο». [...]

Ενώ ανάρρωνε -αποκαθιστώντας την υγεία του με μακρινούς περιπάτους, τακτικά γεύματα και ύπνο από νωρίς- διάβασε τον Χέγκελ από την αρχή μέχρι το τέλος. Ένας φίλος από το πανεπιστήμιο τον συνέστησε στο Ντόκτορς Κλαμπ, μια ομάδα νεοεγελιανών που συναντιόντουσαν τακτικά στο «Χίπελ Καφέ» στο Βερολίνο για θορυβώδεις, μεθυσμένες συζητήσεις. [...]

Τη νύχτα της 10ης Νοεμβρίου του 1837, ο Μαρξ έγραψε μια μακροσκελέστατη επιστολή στον πατέρα του, περιγράφοντας τον προσηλυτισμό και τις διανοητικές αναζητήσεις που τον οδήγησαν στον Χέγκελ. «Υπάρχουν στιγμές στη ζωή του ανθρώπου», άρχιζε, «που θυμίζουν ορόσημα, ορίζουν την ολοκλήρωση μιας περιόδου, αλλά την ίδια κιόλας στιγμή δείχνουν ξεκάθαρα τη νέα κατεύθυνση. Τέτοιες μεταβατικές στιγμές νιώθουμε αναγκασμένοι να κοιτάξουμε το παρελθόν και το παρόν με τα αετίσια μάτια της σκέψης προκειμένου να αποκτήσουμε αντίληψη της πραγματικής μας θέσης. Πράγματι, η ίδια η παγκόσμια ιστορία αρέσκεται να κοιτάζει προς τα πίσω και να κάνει τον απολογισμό της...»

Δεν ήταν ψεύτικη μετριοφροσύνη: στα δεκαεννιά του χρόνια, δοκίμαζε ήδη τα ρούχα του Ανθρώπου που τον είχε τάξει το Πεπρωμένο και διαπίστωνε πως του ταίριαζαν μια χαρά.

από το: Κάρολος Μαρξ, Η ζωή του, του Φράνσις Γουίν, εκδόσεις Ωκεανίδα, μτφ. Θεόφιλος Ξ. Τραμπούλης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου