Δευτέρα 16 Μαΐου 2011

«Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών» και «Οι καταστροφές σαν μέσο πάλης»

Δύο άρθρα του Πάννεκουκ μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ

Πυροσβέστες προσπαθούν να σβήσουν τη φωτιά στο Ράιχσταγκ, 1993, Item from Record Group 208: Records of the Office of War Information, 1926 - 1951,This image is available from the Archival Research Catalog of the National Archives and Records Administration under the ARC Identifier 535790
από τα Ενθέματα της Κυριακάτικης Αυγής, 15.05.11

Τα δύο άρθρα που ακολουθούν, «Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών» και «Οι καταστροφές σαν μέσο πάλης», γράφηκαν τον Μάρτιο του 1933, εν θερμώ, αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (του γερμανικού κοινοβουλίου), στις 27 Φεβρουαρίου, από τον κομμουνιστή Μαρίνους Βαν ντερ Λούμπε, που ήθελε με αυτόν τον τρόπο να διαμαρτυρηθεί για την άνοδο των ναζί στην εξουσία (οι ναζί πήραν το 33,1% των ψήφων στις εκλογές του Νοέμβριου του 1932 και τους δόθηκε εντολή να σχηματίσουν κυβέρνηση – εντελώς νόμιμα- στις 30 Ιανουαρίου του 1933).

Σχετικά με το γεγονός, διατυπώθηκαν από τους ιστορικούς πολλές εκδοχές. Μερικοί ισχυρίζονται ότι τη νύχτα της 27ης Φεβρουαρίου, ένα τμήμα των ναζιστικών ταγμάτων εφόδου, χρησιμοποιώντας ένα υπόγειο διάδρομο από την κατοικία του ναζί υπουργού εσωτερικών (του Γκαίρινγκ) έως το κοινοβούλιο, πήγαν εκεί και διασκόρπισαν πολύ εύφλεκτα υλικά. Η παρουσία του Βαν ντερ Λούμπε, την ίδια στιγμή και σ’ εκείνο το σημείο, την ώρα που έβαζε κι αυτός φωτιά, ήταν απλώς μια σύμπτωση. Σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, κάποιοι μυστικοί πράκτορες των ναζί παρέσυραν επιτήδεια τον Βαν ντερ Λούμπε στο απονενοημένο του διάβημα. Το σίγουρο είναι ότι ο Χίτλερ αξιοποίησε με μεγάλη επιδεξιότητα την παρουσία του στον τόπο του εγκλήματος.
Γ.Π.

Οι ατομικές πράξεις και η πάλη των μαζών

του Άντον Πάννεκουκ

(δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1933, στο Persdienst Van De Groep Van Internationale Communisten No 7)

Για τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ (σ.τ.μ., του γερμανικού κοινοβουλίου) από τον Van der Lubbe, διατυπώθηκαν πολλές και διαφορετικές απόψεις. Στα όργανα της κομμουνιστικής αριστεράς (Spartacus, De Radencommunist), η πράξη χαρακτηρίστηκε ως πράξη ενός επαναστάτη κομμουνιστή. Να επιδοκιμάζεις και να χειροκροτείς μια τέτοια πράξη σημαίνει ότι την φέρνεις σαν παράδειγμα προς μίμησιν, ότι προτείνεις να επαναληφθεί. Αξίζει, λοιπόν, να μπούμε στον κόπο να καταλάβουμε ποια ήταν όντως η χρησιμότητά της.

Πως θα μπορούσε να έχει νόημα μια τέτοια πράξη; Μόνον εάν είχε ως στόχο και αποτέλεσμα να δώσει ένα χτύπημα και να αποδυναμώσει την κυρίαρχη αστική τάξη. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιο ζήτημα δεν τίθεται. Η αστική τάξη δεν πληγώθηκε ούτε τόσο δα από τον εμπρησμό του Ράϊχσταγκ, η κυριαρχία της δεν απειλήθηκε καθόλου, απ’ όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς. Ίσα-ίσα, η κυβέρνηση των ναζί άρπαξε την ευκαιρία να ενισχύσει σημαντικά τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την τρομοκρατία της εναντίον του εργατικού κινήματος – και πρέπει να μελετηθούν με προσοχή οι μελλοντικές συνέπειες αυτής της νέας κατάστασης[1].

Ακόμη, όμως, κι αν μια τέτοια πράξη όντως έπληττε ή αποδυνάμωνε την κυρίαρχη αστική τάξη, η μόνη συνέπειά της θα ήταν να οδηγήσει τους εργάτες στο συμπέρασμα ότι για την απελευθέρωσή τους τέτοιες ατομικές πράξεις θα ήταν αρκετές από μόνες τους. Η μεγάλη αλήθεια που πρέπει να αφομοιώσουν και να πιστέψουν, ότι μόνον η μαζική δράση ολόκληρης της εργατικής τάξης μπορεί να νικήσει την αστική κυριαρχία, αυτή η στοιχειώδης αλήθεια του επαναστατικού κομμουνισμού θα αποσιωπηθεί και θα συγκαλυφθεί, και αυτό θα τους οδηγούσε μακριά από την αυτόνομη μαζική ταξική δράση. Οι επαναστατικές μειοψηφίες, αντί να συγκεντρώνουν όλες τους τις δυνάμεις στην προπαγάνδιση των θέσεών τους στις μάζες των εργαζομένων, θα τις σπαταλούσαν σε ατομικές πράξεις, οι οποίες, ακόμη κι όταν εκτελούνται από μια πολυάριθμη ομάδα με την μεγαλύτερη αυταπάρνηση, δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να ταρακουνήσουν την κυριαρχία της αστικής τάξης. Στην πραγματικότητα, η αστική τάξη μπορεί εύκολα να αντιμάχεται τέτοιες ομάδες, χάρη στις ισχυρότατες δυνάμεις καταστολής που διαθέτει. Είναι δύσκολο να βρει κανείς στην ιστορία επαναστατική ομάδα που να έδρασε με τόση αυταπάρνηση όσην έδειξαν οι ρώσοι νιχιλιστές, κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, είχε φανεί πως, μέσω μιας σειράς από καλά οργανωμένες ατομικές απόπειρες, θα κατόρθωναν να ανατρέψουν τον τσαρισμό. Στο τέλος, όμως, ο τσάρος κάλεσε έναν γάλλο αστυνομικό να αναλάβει την αντιτρομοκρατική εκστρατεία, στη θέση της ανίκανης ρωσικής αστυνομίας· αυτός, μέσα σε λίγα χρόνια, κατάφερε να εξαρθρώσει τελείως το κίνημα των νιχιλιστών, χάρη στην ενεργητικότητα και την χαρακτηριστικά δυτική μεθοδικότητά του. Αυτό που, τελικά και οριστικά, ανέτρεψε το πανίσχυρο τσαρικό καθεστώς ήταν το κίνημα των μαζών που αναπτύχθηκε τις επόμενες δεκαετίες.

Κι όμως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, μια τέτοια πράξη δεν έχει άραγε την αξία της σαν διαμαρτυρία εναντίον της ελεεινής ψηφοθηρικής πολιτικής που αποπροσανατολίζει τους εργάτες από τον κύριο αγώνα τους;

Μια διαμαρτυρία έχει αξία μόνον στο μέτρο που βοηθάει στη δημιουργία αυτοπεποίθησης στους εργάτες, δίνοντάς τους την εντύπωση ότι είναι δυνατοί, ή, αλλιώς, επειδή αναπτύσσει τη συνειδητοποίησή τους. Πώς, όμως, μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι ένας εργαζόμενος, ο οποίος επί χρόνια πίστευε ότι ψηφίζοντας σοσιαλδημοκράτες ή κομμουνιστές υπερασπίζονταν τα συμφέροντά του, θ’ αρχίσει να αμφιβάλλει για την ψηφοθηρική πολιτική μόνον και μόνον επειδή κάποιοι έβαλαν φωτιά στο κοινοβούλιο; Εντελώς αστεία πράγματα. Η ίδια η αστική τάξη κάνει πολύ περισσότερα για να γιατρέψει τους εργαζόμενους από τις οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις μπορεί να τρέφουν για το κοινοβούλιο, αποδυναμώνοντας το, διαλύοντάς το και αφαιρώντας του κάθε αποφασιστική και ουσιαστική λειτουργία[2]. Ορισμένοι γερμανοί σύντροφοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό έχει μόνον θετικές πλευρές, αφού, κατ’ αυτόν τον τρόπο, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη των εργαζομένων στον κοινοβουλευτισμό. Αναμφίβολα· δικαιούμαστε, όμως, να αναρωτηθούμε μήπως βλέπουν λίγο απλοϊκά τα πράγματα, διότι, σ’ αυτή την περίπτωση, οι δημοκρατικές ψευδαισθήσεις θα εισχωρούσαν απλώς από άλλο μονοπάτι. Εκεί όπου δεν υπάρχει δικαίωμα ψήφου, εκεί όπου το κοινοβούλιο είναι ανίσχυρο, η κατάκτηση της «πραγματικής δημοκρατίας» γίνεται κεντρικό αίτημα και οι εργαζόμενοι νομίζουν ότι αυτό είναι το μόνο πράγμα για το οποίο αξίζει να παλέψουν. Αντίθετα, το αποτέλεσμα μιας συστηματικής προπαγάνδας, που από κάθε γεγονός προσπαθεί να αναπτύσσει μια συνειδητοποίηση της πραγματικής σημασίας του κοινοβουλίου και της εξέλιξης της ταξικής πάλης, είναι ότι δεν αφήνει ποτέ την εργατική τάξη να παραπλανηθεί ή να χάσει το δρόμο της και αυτό είναι πάντοτε το ουσιώδες.

Μήπως όμως, η ατομική πράξη μπορεί να έχει αξία σαν σινιάλο για εξέγερση, σαν μια ισχυρή ώθηση που θέτει σε κίνηση την πάλη των μαζών;

Είναι γνωστό από την ιστορία ότι η δράση ενός ατόμου σε στιγμές κοινωνικής έντασης μπορεί να έχει το αποτέλεσμα που έχει μια σπίθα πάνω από ένα βαρέλι με μπαρούτι. Σίγουρα, πλην όμως, η προλεταριακή επανάσταση δεν έχει τίποτε το κοινό με την έκρηξη ενός βαρελιού με μπαρούτι. Ακόμη κι αν το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του και όλους τους άλλους ότι η επανάσταση μπορεί να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή, ξέρουμε ότι το προλεταριάτο έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να εκπαιδευτεί καλά σ’ αυτόν το νέο τρόπο πάλης, την πάλη των μαζών.

Επιπλέον, στις απόψεις αυτές διακρίνουμε έναν ρομαντισμό αστικής προέλευσης. Στις αστικές επαναστάσεις, η ανερχόμενη αστική τάξη – και οι λαϊκές μάζες που την ακολουθούσαν- βρισκόταν αντιμέτωπη με τους ηγεμόνες ως άτομα και τους απολυταρχικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς τους· μια απόπειρα με στόχο τον ίδιο το βασιλιά ή κάποιον υπουργό του ήταν δυνατόν να ισοδυναμεί με σινιάλο για εξέγερση. Η άποψη ότι, ακόμη και σήμερα, μια ατομική πράξη θα μπορούσε να θέσει σε κίνηση τις μάζες βασίζεται στην αστική έννοια του αρχηγού, όχι του εκλεγμένου αρχηγού του κόμματος ή του συνδικάτου, αλλά του αρχηγού που ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του αρχηγό και που με τη δράση του παρασύρει τις μάζες. Η προλεταριακή επανάσταση δεν έχει τίποτε το κοινό μ’ αυτόν τον απαρχαιωμένο ρομαντισμό του αρχηγού. Η εργατική τάξη προχωρεί στους αγώνες της ωθούμενη από μαζικές κοινωνικές δυνάμεις, και όχι επειδή την παρακινούν κάποια άτομα με τους λόγους ή τις πράξεις τους· κάθε πρωτοβουλία, λοιπόν, πρέπει να εκπορεύεται από την εργατική τάξη και μόνον.

Ωστόσο, θ’ αναρωτηθεί κανείς, η μάζα, εντέλει, δεν αποτελείται κι αυτή από άτομα και οι μαζικές δράσεις δεν είναι το σύνολο ενός μεγάλου αριθμού ατομικών δράσεων;

Βεβαίως, κι εδώ φτάνουμε στην πραγματική αξία της ατομικής πράξης. Αποκομμένη από τη μαζική δράση, η πράξη ενός ατόμου, που νομίζει ότι από μόνος του μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι πολύ σπουδαίο, είναι άχρηστη. Όταν, όμως, αποτελεί μέρος ενός μαζικού κινήματος, τότε η αξία της είναι πραγματικά πολύ σπουδαία. Η εργατική τάξη την ώρα της πάλης δεν είναι ένα σύνταγμα από ομοιόμορφες μαριονέττες, που προχωρούν με στρατιωτικό βηματισμό και που μεγαλουργούν καθοδηγούμενες από την τυφλή δύναμη της ίδιας τους της κίνησης. Αντίθετα, είναι μια μάζα από πολλές και διαφορετικές προσωπικότητες, που ωθούνται από μια και μόνη θέληση, που συμπαραστέκονται ο ένας τον άλλον, που παροτρύνει ο ένας τον άλλον, που ενθαρρύνει ο ένας τον άλλον. Η ακατανίκητη δύναμη ενός τέτοιου κινήματος βασίζεται, ακριβώς, στις διαφορετικές δυνάμεις πολλών ανθρώπων που όλοι μαζί συντείνουν προς τον ίδιο σκοπό. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η τόλμη των γενναιοτέρων από αυτούς θα βρει την ευκαιρία να εκφραστεί με ατομικές θαρραλέες πράξεις, ενώ η νηφαλιότητα των άλλων θα οδηγεί αυτές τις πράξεις προς τον κατάλληλο στόχο, έτσι ώστε να πιάνουν τόπο και να μη χάνονται στο βρόντο. Επίσης, σ’ ένα ανερχόμενο δυναμικό κίνημα, αυτή η αλληλεπίδραση δυνάμεων και πράξεων έχει πολύ μεγάλη αξία όταν καθοδηγείται από μια ξεκάθαρη αντίληψη σχετικά με το τι είναι αυτό που κινητοποιεί τους εργαζόμενους τη συγκεκριμένη στιγμή, τι είναι αναγκαίο να γίνει και το πώς ν’ αναπτύξουν τη μαχητικότητά τους. Σ’ αυτήν την περίπτωση, όμως, χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά, επιμονή, τόλμη και θάρρος, απ’ όσο χρειάστηκε για να βάλει κάποιος φωτιά σ’ ένα κοινοβούλιο.


Οι καταστροφές σαν μέσο πάλης

του Άντον Πάννεκουκ

(Δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο 1933, στο PERSDIENST VAN DE GROEP VAN INTERNATIONALE COMMUNISTEN No 7)

Οι συζητήσεις που συνεχίζουν να γίνονται σχετικά με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στα έντυπα της κομμουνιστικής αριστεράς, μας υποχρεώνουν να θέσουμε κι άλλα ζητήματα. Οι καταστροφές θα μπορούσαν άραγε να είναι ένα μέσο πάλης για τους εργαζόμενους;

Πρώτα απ’ όλα, να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν πρόκειται κανένας να κλάψει για την καταστροφή του Ράιχσταγκ. Ήταν ένα από τα πιο άσχημα κτίρια της σύγχρονης Γερμανίας, μια πομπώδης απεικόνιση της Αυτοκρατορίας του 1871. Υπάρχουν, όμως, κι άλλα κτίρια, πολύ ωραιότερα, καθώς και μουσεία με καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Πως θα έπρεπε, λοιπόν, να αξιολογήσουμε την πράξη ενός απελπισμένου επαναστάτη, ο οποίος καταστρέφει κάτι που είναι πολύτιμο σαν εκδίκηση για την κυριαρχία του καπιταλισμού;

Από την άποψη της επανάστασης, η χειρονομία του δεν φαίνεται να έχει καμιάν αξία, και, εξετάζοντάς το  από διάφορες άλλες απόψεις, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη και για πράξη με αρνητική αξία. Η αστική τάξη δεν αποδυναμώνεται καθόλου από τέτοιες πράξεις, αφού αυτή η ίδια, οπουδήποτε το απαιτούν τα συμφέροντά της, καταστρέφει συνεχώς και ευχαρίστως άπειρο πλούτο, και βάζει την αξία του χρήματος πάνω από οτιδήποτε άλλο. Τέτοιου είδους πράξεις πληγώνουν κυρίως μια πολύ περιορισμένη ομάδα καλλιτεχνών και φιλότεχνων που οι καλύτεροι από αυτούς είναι συχνά αντικαπιταλιστές, και μάλιστα μερικοί μάχονται στην πρώτη γραμμή στο πλάι των εργαζομένων.
Έπειτα, ποιος ο λόγος να πάρει κανείς εκδίκηση από την αστική τάξη; Μήπως είναι δικό της καθήκον να φέρει τον σοσιαλισμό;

Ο ρόλος της είναι να διατηρήσει με όλες της τις δυνάμεις τον καπιταλισμό στη θέση του· η συντριβή του καπιταλισμού είναι καθήκον των εργαζομένων. Συνεπώς, αν σώνει και καλά πρέπει να ρίξουμε σε κάποιον την ευθύνη για τη διατήρηση του καπιταλισμού, αυτός είναι η ίδια η εργατική τάξη που αμελεί την ανάπτυξη της μαζικής πάλης. Τέλος, από ποιόν στερούμε κάτι μέσω των καταστροφών; Από τους εργαζόμενους που, όταν νικήσουν, όλα αυτά τα μνημεία θα είναι δικά τους.

Σίγουρα, κάθε επαναστατικός ταξικός αγώνας, εφόσον πάρει τη μορφή ενός εμφυλίου πολέμου, θα προκαλέσει αναπόφευκτα καταστροφές. Σε κάθε πόλεμο, είναι απαραίτητο να καταστρέφεις τα σημεία στήριξης του εχθρού. Ακόμη κι αν ο νικητής προσπαθήσει ν’ αποφύγει τις περιττές καταστροφές, ο ηττημένος θα μπει από πείσμα στον πειρασμό να προκαλέσει παράλογες καταστροφές. Θα πρέπει, λοιπόν, να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό το ενδεχόμενο, ότι δηλαδή η αστική τάξη, προτού να παραδώσει τα όπλα, θα προβεί σε εκτεταμένες καταστροφές. Για την εργατική τάξη, που πρόκειται να πάρει την εξουσία, η καταστροφή δεν μπορεί πια να θεωρείται μέσο πάλης. Αντίθετα, θα προσπαθήσει να περισώσει για τις μέλλουσες γενιές, την ανθρωπότητα του μέλλοντος, έναν κόσμο όσο το δυνατόν πιο πλούσιο και ανέπαφο. Αυτό έχει σημασία όχι μόνον για τα μέσα παραγωγής, τα κτίρια, τα εργαλεία, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό, κτλ., τα οποία είναι σε θέση μεταγενέστερα και να τα βελτιώσει και να τα τελειοποιήσει, αλλά και για τα μνημεία και τα έργα των παρελθόντων γενεών, τα οποία δεν μπορεί να ξανακατασκευάσει.

Θα μπορούσε κανείς να προβάλει το επιχείρημα ότι η νέα ανθρωπότητα, οι φορείς μιας ελευθερίας και μιας αδελφοσύνης χωρίς προηγούμενο στην ιστορία, θα δημιουργήσουν πολύ ωραιότερα και επιβλητικότερα μνημεία από αυτά των προηγούμενων αιώνων. Ακόμη, ότι η ανθρωπότητα, που θα έχει μόλις απελευθερωθεί, θα θέλει να εξαφανίσει τα κατάλοιπα του παρελθόντος, που θα της θυμίζουν την περίοδο της σκλαβιάς της. Αυτό ακριβώς έκανε – ή προσπάθησε να κάνει- η αστική τάξη την εποχή της ανόδου της στην εξουσία. Για την ανερχόμενη αστική τάξη, ολόκληρη η ιστορία πριν από αυτήν ήταν μόνον πηχτό σκοτάδι άγνοιας, προκαταλήψεων και σκλαβιάς, ενώ η δική της επανάσταση θα καθιέρωνε τη λογική, τη γνώση, την αρετή και την ελευθερία.

Το προλεταριάτο έχει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την ιστορία των προηγούμενων γενεών, βασισμένη στον μαρξισμό, η οποία θεωρεί την ανάπτυξη της κοινωνίας σαν μια σειρά από διαφορετικούς τρόπους παραγωγής. Έτσι, αντιλαμβάνεται την ιστορία των προηγούμενων γενεών σαν μια αργή και επίπονη ανοδική πορεία της ανθρωπότητας, η οποία βασίζεται στην ανάπτυξη των εργασιακών δεξιοτήτων, των εργαλείων και των μορφών οργάνωσης της εργασίας για μια ολοένα και μεγαλύτερη παραγωγικότητα, αρχίζοντας από την πρωτόγονη κοινωνία, μετά στις ταξικές κοινωνίες με την πάλη των τάξεών τους, μέχρι τη στιγμή που με τον κομμουνισμό ο άνθρωπος γίνεται κύριος της μοίρας του. Σε κάθε φάση αυτής της ανάπτυξης, το προλεταριάτο βρίσκει χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τη δική του οντότητα.

Στην προϊστορία βρίσκει τα αισθήματα αδελφοσύνης και αλληλεγγύης του πρωτόγονου κομμουνισμού. Στην χειρωνακτική εργασία των ταξικών κοινωνιών, το μεράκι για τη δουλειά όπως εκφράζεται στην ομορφιά των κτιρίων και των σκευών καθημερινής χρήσης, τα οποία θεωρεί ως πολύτιμα έργα ασύγκριτης τέχνης. Στην ανερχόμενη αστική τάξη, την περήφανη αίσθηση ελευθερίας που οδήγησε στην διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και εκφράστηκε στα πιο σπουδαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και της τέχνης. Στον καπιταλισμό, τη γνώση της φύσης, την ανεκτίμητη ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, που, με την τεχνολογική πρόοδο, επέτρεψε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να κυριαρχήσει στη φύση και το πεπρωμένο του.

Σε όλα αυτά, τα μεγαλειώδη χαρακτηριστικά συνυπήρχαν λίγο – πολύ με την ωμότητα, την προκατάληψη και τον εγωισμό. Αυτά ακριβώς που πολεμούμε, που στέκονται εμπόδια μπροστά μας και που, κατά συνέπεια, μισούμε. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε την ιστορία μάς διδάσκει ότι αυτές τις ατέλειες των προγόνων μας πρέπει να τις εννοήσουμε σαν φυσικούς σταθμούς μιας ανελικτικής πορείας, σαν την έκφραση της πάλης για την επιβίωση ανθρώπων που δεν ήταν ακόμη εντελώς ανθρώπινοι, που είχαν ν’ αντιμετωπίσουν μια φύση που ήταν πιο ισχυρή από αυτούς και μια κοινωνία που τους ήταν ακατανόητος ο τρόπος που λειτουργούσε.

Για την απελευθερωμένη ανθρωπότητα, ό,τι μεγαλειώδες υπάρχει στα δημιουργήματά τους θα παραμείνει, παρ’ όλα αυτά, σαν σύμβολο της αδυναμίας τους και ταυτόχρονα σαν ανάμνηση της δύναμής τους, σαν κάτι που αξίζει να μεριμνήσουμε για τη διαφύλαξή του. Σήμερα, όλα αυτά ανήκουν στην αστική τάξη, εμείς, όμως, αυτή την συλλογική ιδιοκτησία θα φροντίσουμε να την παραδώσουμε, όσο το δυνατόν ακέραια, στις μελλοντικές γενιές.

Μετάφραση από τα αγγλικά και τα γαλλικά:

Γ. Παπαπαναγιώτου

[1] (Σ.τ.μ.) Αμέσως μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, ο Χίτλερ δείχνει ανενδοίαστα τον πραγματικό του εαυτό. Από την επομένη μέρα κιόλας, την 28η Φεβρουαρίου του 1933, αποδίδει τον εμπρησμό σε μια κομμουνιστική συνομωσία με επικεφαλής τον Γκεόργκι Ντημητρώφ και συλλαμβάνει τέσσερεις χιλιάδες στελέχη του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο θέτει, de facto, εκτός νόμου. Την ίδια μέρα, υποχρεώνει τον Χίντεμπουργκ, τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, να υπογράψει ένα διάταγμα «για την προστασία του λαού και του κράτους», το οποίο αναστέλλει τις θεμελιώδεις ελευθερίες, δίνει έκτακτες εξουσίες στην αστυνομία και, ουσιαστικά, βάζει τέλος στη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Στις 23 Μαρτίου του 1933, στο Νταχάου κοντά στο Μόναχο, ανοίγει τις πύλες του για τους πολιτικούς αντιπάλους των ναζί το πρώτο από μια ατέρμονη σειρά στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή…
[2] Σ.τ.μ. Βλ. προηγούμενη υποσημείωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου