από http://toradar.blogspot.com/2010/01/blog-post.html |
από τη Γαλέρα
Η θεωρία τής αποανάπτυξης επιστρέφει δυναµικά, προτάσσοντας µια ζωή απαλλαγµένη από τον δράκο τής αναπτυξιολαγνείας.
«Όποιος πιστεύει ότι, σε έναν πεπερασµένο κόσµο, είναι δυνατόν να συνεχίζεται επ’ άπειρον µια ραγδαία ποσοτική µεγέθυνση της οικονοµίας, αυτός είναι, είτε τρελός, είτε οικονοµολόγος»
Nicolas Georgescu Roegen
Η ραγδαία αύξηση της τιµής τού πετρελαίου (η οποία θα επανέλθει µε την οικονοµική ανάπτυξη) και των τροφίµων και, στη συνέχεια, η οικονοµική κρίση που µόλις έχει ξεκινήσει, έκαναν ακόµα περισσότερο προφανή τα –οικονοµικά και περιβαλλοντικά– αδιέξοδα στα οποία µας οδηγεί το υπάρχον µοντέλο τής ξέφρενης συσσώρευσης και της αχαλίνωτης κατανάλωσης.
Έτσι, ήδη από την αρχή τής χιλιετίας, έχει κάνει την εµφάνισή του –κυρίως στη Γαλλία– ένα οικοπολιτικό ρεύµα που υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιµέτωπη µε µια µεγάλη πρόκληση: ή θα αλλάξει ριζικά κατεύθυνση ή –κάτω από τον συνδυασµό τεράστιων οικονοµικών και περιβαλλοντικών κρίσεων– θα βιώσει µια γενική κατάρρευση του πολιτισµού της, όπως αυτές που παρατηρούνται στην Αφρική, ακόµα και σκηνές που θα θυµίζουν Mad Max, µε συµµορίες πολέµαρχων να µάχονται για τους τελευταίους πόρους.
Πρόκειται για τους υποστηρικτές τής «αποανάπτυξης» (décroissance/degrowth), όπως αναγκαστικά –αν και εντελώς αδόκιµα– µεταφράστηκε στα ελληνικά, καθώς ο όρος «ανάπτυξη» υποδηλώνει συνήθως και την «οικονοµική µεγέθυνση» (croissance/growth) η οποία είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από την ανάπτυξη. Για να κατανοήσουµε αυτή τη διαφορά, ας εξετάσουµε ένα υποθετικό παράδειγµα: αν η κοινωνία µας υπέκυπτε µαζικά στο κλίµα ανασφάλειας και τροµολαγνείας που καλλιεργούν τα ιδιωτικά ΜΜΕ κι αρχίζαµε όλοι πανικόβλητοι να αγοράζουµε συστήµατα ασφαλείας, συναγερµούς και κάµερες, όπλα, εκπαιδευµένους σκύλους, υπηρεσίες σεκιουριτάδων και σωµατοφυλάκων ή ακόµα να κατοικούµε σε οχυρωµένες και περίκλειστες «ιδιωτικές πόλεις», αυτή η υστερική κατανάλωση θα δηµιουργούσε µια τεράστια αύξηση του τζίρου όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε αυτόν τον κλάδο και, συνεπώς, αύξηση του ΑΕΠ, δηλαδή µεγέθυνση της οικονοµική δραστηριότητας. Ωστόσο, κάθε άλλο θα είχε αυξηθεί η ευηµερία και άρα δεν θα είχε υπάρξει στην πραγµατικότητα καµία ανάπτυξη· το αντίθετο...
Αυτή ακριβώς η οικονοµική µεγέθυνση –το «µεγάλωµα της πίτας» τής οικονοµίας–θεωρήθηκε από τα φιλελεύθερα αλλά και τα σοσιαλδηµοκρατικά οικονοµικά δόγµατα ως η σηµαντικότερη προϋπόθεση της αναδιανοµής τού παραγόµενου πλούτου. Βέβαια, η πραγµατικότητα και οι αριθµοί αποδείχθηκαν σε αυτήν την περίπτωση ιδιαίτερα σκληροί µε αυτόν τον ισχυρισµό: αν και τα τελευταία 50 χρόνια παρατηρήθηκε αλµατώδης οικονοµική µεγέθυνση, οι ανισότητες ανάµεσα στο 20% των φτωχότερων και στο 20% των πλουσιότερων πέρασαν από το 1 προς 30 στο 1 προς 80! Εξάλλου, ακόµα και ο Henry Wallich, διοικητής τής Αµερικανικής Κεντρικής Τράπεζας την περίοδο 1974-1986, είχε δηλώσει: «Η οικονοµική µεγέθυνση είναι ένα υποκατάστατο της εισοδηµατικής ισότητας. Όσο υπάρχει µεγέθυνση, υπάρχει ελπίδα, και η ελπίδα κάνει υποφερτές τις µεγάλες εισοδηµατικές ανισότητες. (…) Η µεγέθυνση είναι ένα πολιτικό υπνωτικό που καθηλώνει την αµφισβήτηση και επιτρέπει στις κυβερνήσεις να αποφύγουν τις συγκρούσεις µε τους πλούσιους (…)» (1)
Έτσι, σύµφωνα µε τους υπέρµαχους της αποανάπτυξης οι οποίοι έχουν επηρεαστεί από µια πλειάδα διανοητών (Ιβάν Ίλιτς, Ζακ Ελύλ, Αντρέ Γκορζ), αποανάπτυξη δεν σηµαίνει το αντίθετο της οικονοµικής µεγέθυνσης, δηλαδή σµίκρυνση της σηµερινής οικονοµικής δραστηριότητας, αλλά στροφή σε κάτι εντελώς διαφορετικό, σε µια κατεύθυνση η οποία πριν τη σηµερινή κρίση φάνταζε ουτοπική: στον απεγκλωβισµό των κοινωνιών µας από την εµµονή τής απεριόριστης συσσώρευσης και της αχαλίνωτης κατανάλωσης, τον φετιχισµό τού εµπορεύµατος, τον ιµπεριαλισµό τής οικονοµίας πάνω στην κοινωνία, την οικονοµίστικη κι αυστηρά χρησιµοθηρική αντίληψη του κόσµου, το κυνήγι τής ολοένα µεγαλύτερης παραγωγικότητας (παραγωγισµός) και την τάση για ολοένα περισσότερη εργασία ολοένα λιγότερων ατόµων.
Όροι και προϋποθέσεις
Όλα αυτά µπορούν να προωθηθούν µέσα σε µια κοινωνία «εκούσιας απλότητας», «λιτής αφθονίας» και «συµβιωτικής αποανάπτυξης» (décroissance conviviale) µε την προώθηση των εξής αλληλεξαρτώµενων στόχων: πέρασµα σε µια κοινωνία πραγµατικών αναγκών, πλήρης επαναξιολόγηση των σηµερινών (κατασκευασµένων) αναγκών και προτεραιοτήτων, διαµόρφωση νέων εννοιών, έµφαση στην πραγµατική αξία χρήσης ενός προϊόντος και όχι στην ανταλλακτική αξία του ως εµπορεύµατος, επανασχεδιασµός ολόκληρης της κοινωνίας «από τα κάτω» µε βάση το τοπικό και το «µικρό», αναδιάρθρωση και επιστροφή τής παραγωγής στον τόπο που είχε εγκαταλείψει αναζητώντας φτηνά εργατικά χέρια στο εξωτερικό (relocalisation), περιορισµός τής κατανάλωσης, επαναχρησιµοποίηση, ανακύκλωση, αλλά και οικολογικοί φόροι, αναδιανοµή τού παραγόµενου πλούτου (προτάθηκε µέχρι και η θέσπιση ανώτατου επιτρεπόµενου εισοδήµατος, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τον χρηµατοοικονοµικό τοµέα) και όσο το δυνατόν µεγαλύτερη κοινωνική δικαιοσύνη.
Ταυτόχρονα, δίνεται αρκετή έµφαση στην αυτοπαραγωγή προϊόντων κι υπηρεσιών, για να σπάσει ο φαύλος κύκλος «δουλεύω ολοένα περισσότερο για να πληρώνω όλα όσα δεν έχω πλέον χρόνο να κάνω µόνος µου» (µε χαρακτηριστικότερη την προσφυγή στο delivery, των συµπολιτών µας που κάνουν δύο ή και τρεις δουλειές).
Μεταξύ άλλων, η αποανάπτυξη θα µεταφραστεί σε ριζική µείωση των δαπανών για µάρκετινγκ και διαφήµιση, περιορισµό των ιδιαίτερα ρυπογόνων και σπάταλων σε φυσικούς πόρους δραστηριοτήτων, δηµιουργία προϊόντων µε µεγαλύτερο κύκλο ζωής κι εύκολα επισκευάσιµων, επιστροφή σε µια µη βιοµηχανική κι εντατικοποιηµένη γεωργία και κτηνοτροφία –κατά προτίµηση βιολογική κι επικεντρωµένη στις ανάγκες τού αγρότη και του καταναλωτή–, εγκατάλειψη του µοντέλου τού µαζικού τουρισµού και τη στροφή τού κλάδου σε άλλες κατευθύνσεις (2), καθώς και πάγωµα της τεχνολογικής καινοτοµίας για να πραγµατοποιηθεί ένας σοβαρός απολογισµός της και να δροµολογηθεί ο αναπροσανατολισµός τής έρευνας µε βάση τις νέες προσδοκίες που θα έχουν διαµορφωθεί· επίσης θα επιχειρηθεί ο περιορισµός τής κατασπατάλησης ενέργειας: πράγµατι, σύµφωνα µε το σενάριο που έχει εκπονήσει η Negawatt (3), είναι απολύτως δυνατόν να καλύπτουµε στο µέλλον το υπάρχον επίπεδο αναγκών (το οποίο φυσικά θα πρέπει να σταµατήσει να αυξάνεται) καταναλώνοντας µονάχα το ένα τέταρτο της ενέργειας που χρησιµοποιούµε σήµερα.
Η ιδανική κατάσταση
Ακόµα, θα επιχειρηθεί η ενσωµάτωση στις τιµές των προϊόντων τού «εξωτερικού κόστους», δηλαδή των ζηµιών ή των δυσλειτουργιών που προκαλεί µια οικονοµική δραστηριότητα και τις οποίες οι επιχειρήσεις φορτώνουν στο κοινωνικό σύνολο ή στο περιβάλλον. Ένα απλό παράδειγµα: όπως είναι φυσικό, καµία ασφαλιστική εταιρεία στον κόσµο δεν δέχεται να ασφαλίσει τον κίνδυνο που ενδέχεται να προκαλέσει στην παγκόσµια υγεία ή στο περιβάλλον ο πυρηνικός τοµέας, οι γενετικά τροποποιηµένοι οργανισµοί, τα φυτοφάρµακα ή κάποιες νέες τεχνολογικές ή τεχνικές καινοτοµίες (για παράδειγµα τα κινητά τηλέφωνα). Έτσι, οι επιχειρήσεις αποκοµίζουν τεράστια κέρδη, ενώ, εάν τελικά επέλθει ο κίνδυνος, τις αµύθητες ζηµίες θα τις επωµισθούν τα συνήθη θύµατα: οι κρατικοί προϋπολογισµοί. Παρόµοια υποχρέωση ασφάλισης αυτών των κινδύνων θα καθιστούσε το πραγµατικό κόστος πολλών ριψοκίνδυνων τεχνολογιών πραγµατικά απαγορευτικό…
Μάλιστα, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, αυτή η επαναστατική πρόταση δεν είναι καθόλου νέα: την οφείλουµε στον Άρθουρ Σέσιλ Πιγκού, έναν οικονονοµολόγο των αρχών τού 20ού αιώνα, και µάλιστα της φιλελεύθερης σχολής! Εξάλλου, ο πρώτος προβληµατισµός για την «αποανάπτυξη» διατυπώθηκε ήδη από τα µέσα τού 19ου αιώνα –του αιώνα που θεοποίησε την «πρόοδο» και την οικονοµική µεγέθυνση– από έναν άλλον φιλελεύθερο οικονοµολόγο, τον Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο οποίος αµφισβήτησε στο έργο του «Αρχές της Πολιτικής Οικονοµίας» την αλόγιστη οικονοµική µεγέθυνση, αντιπροτείνοντας τη «στάσιµη κατάσταση»: «Η καλύτερη κατάσταση για την ανθρώπινη φύση είναι εκείνη όπου κανείς δεν είναι πλούσιος, κανείς δεν επιθυµεί να γίνει πλούσιος και κανείς δεν φοβάται µήπως τον προσπεράσουν οι άλλοι. (…) Δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να επιχαίρουµε όταν ορισµένα άτοµα, που είναι ήδη περισσότερο πλούσια απ’ όσο χρειάζονται, διπλασιάζουν την κατανάλωσή τους, καταναλώνοντας πράγµατα που τους προσφέρουν ελάχιστη ή και καθόλου επιπλέον ευχαρίστηση πέρα από το γεγονός ότι αποτελούν σηµάδια του πλούτου τους. (…) Η οικονοµική µεγέθυνση έχει ακόµα νόηµα µονάχα για τις υποανάπτυκτες χώρες. Στις αναπτυγµένες χώρες, αυτό που χρειαζόµαστε περισσότερο είναι η καλύτερη αναδιανοµή του πλούτου (…)».
Επιπλέον, θα πρέπει να µειωθεί σηµαντικά το «οικολογικό αποτύπωµα» (το ποσοστό τής επιφάνειας του πλανήτη που απαιτείται για τη φιλοξενία όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, έτσι ώστε να µη διαταράσσεται η φυσική ισορροπία): καθώς ανέρχεται σήµερα στο 120% της επιφάνειας του πλανήτη, και η γενίκευση του δυτικού καταναλωτικού µοντέλου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα θα απαιτούσε τετραπλάσια ή πενταπλάσια επιφάνεια, η επιστροφή σε ένα οικολογικό αποτύπωµα ίσο ή µικρότερο µε την επιφάνεια του πλανήτη θα προϋπέθετε ότι η παραγωγή υλικών αγαθών θα επέστρεφε στα επίπεδα της δεκαετίας τού 1960 ή του 1970.
Φυσικά, αυτή η µείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης δεν θα είναι τυφλή και ισόποση: αντιθέτως, µερικοί τοµείς θα πρέπει να γνωρίσουν ραγδαία ανάπτυξη: ανανεώσιµες µορφές ενέργειας, αντιρρύπανση, απορρύπανση και εξοικονόµηση ενέργειας, µέσα µαζικής µεταφοράς και σιδηροδροµικές µεταφορές, επισκευές και ανακαίνιση, υγεία, παιδεία, έρευνα, βοήθεια προς τους ηλικιωµένους και κοινωνική προστασία, πολιτισµός, παραγωγή κοινόχρηστων δωρεάν αγαθών, καλλιτεχνική δηµιουργία, αθλητισµός, αναψυχή (για τα δύο τελευταία στον βαθµό που δεν προϋποθέτουν γιγαντισµό των υποδοµών ή ρύπανση), και κάθε «παραγωγή αγαθών» που συµβάλλει στην ανάπτυξη των ανθρώπινων σχέσεων και του κοινωνικού ιστού. Αυτή η αύξηση θα είναι η απάντηση σε µια άλλη µείωση της οικονοµικής δραστηριότητας που έχει σχεδόν καταλήξει να θεωρείται φυσική, σ’ εκείνη που επιβάλλει ο καπιταλισµός στα δηµόσια αγαθά και υπηρεσίες…
Επίσης, όσο κι αν οι εξαθλιωµένες µάζες τού Τρίτου Κόσµου θα πρέπει να πειστούν ότι το δυτικό «υπερκαταναλωτικό όνειρο» είναι µια φενάκη, δικαιούνται –και οφείλουν– να αποκτήσουν το επίπεδο ευηµερίας που εµείς οι Δυτικοί θα θεωρήσουµε απαραίτητο για τον εαυτό µας µέσα στα πλαίσια της αποανάπτυξης: συνεπώς, στην περίπτωσή τους, δεν θα ισχύσει το πάγωµα της οικονοµικής µεγέθυνσης και οι οικονοµίες τους θα συνεχίσουν να µεγεθύνονται για ένα διάστηµα, και µάλιστα χάρη στην ελεύθερη µεταφορά τεχνολογιών που θα επιτρέψουν την ανάπτυξή τους µε τις µικρότερες δυνατές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Αποανάπτυξη και απασχόληση
Τέλος, αυτή η µείωση της παραγωγής κάθε άλλο παρά µείωση της απασχόλησης θα επιφέρει: πέρα από το γεγονός ότι πολλές από τις παραπάνω δραστηριότητες απαιτούν µεγάλο αριθµό εργαζοµένων, και πέρα από τις θέσεις εργασίας που θα επιστρέψουν καθώς η παραγωγή θα µεταφερθεί όσο το δυνατόν κοντύτερα στον τόπο κατανάλωσης των προϊόντων, οι υπέρµαχοι της αποανάπτυξης προτείνουν επιπλέον και τη γενναία µείωση του χρόνου εργασίας (χωρίς εισοδηµατικές απώλειες φυσικά), έτσι ώστε να µπορέσουν και οι εργαζόµενοι να επωφεληθούν από την ασύλληπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την οποία έως τώρα καρπωνόταν το κεφάλαιο ωθώντας µεγάλες µάζες εργαζοµένων στην ανεργία. Ταυτόχρονα, θα µηδενιστεί και το γιγάντιο οικονοµικό –και όχι µόνον– κόστος που συνεπάγεται η αντιµετώπιση των επιπτώσεων της ανεργίας (από την πληρωµή επιδοµάτων έως την αντιµετώπιση των ψυχοσωµατικών επιπτώσεών της ή την εγκληµατικότητα). Μάλιστα, οι πλέον ριζοσπαστικοί οπαδοί τής αποανάπτυξης επικαλούνται τον Jacques Ellul, ο οποίος υποστήριζε ότι, χάρη στην τεράστια αύξηση της παραγωγικότητας κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, είναι δυνατή η κάλυψη των –λιτών– αναγκών ολόκληρου του πληθυσµού µε δεκάωρη εβδοµαδιαία απασχόληση κάθε εργαζοµένου. Επιπλέον, η θέσπιση ενός ικανοποιητικού ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος για όλους θα µειώσει ακόµα περισσότερο τις πιέσεις που ασκούνται στους εργαζόµενους.
Οι τοπικές κοινωνίες
Στην υλοποίηση αυτού του εγχειρήµατος εκτιµάται ότι θα διαδραµατίσουν σηµαντικό ρόλο νέοι θεσµοί τοπικής διοίκησης (για παράδειγµα, οι Γάλλοι Πράσινοι προτείνουν τοπικά συµβούλια στα οποία θα συµµετέχουν οι κάτοικοι, τα συνδικάτα, η τοπική αυτοδιοίκηση και οι τοπικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, ενώ, σε µια κατά πολύ πιο ριζοσπαστική εκδοχή, ο Σερζ Λατούς προτείνει την έννοια της «περιεκτικής δηµοκρατίας» ως επανεφεύρεση της «Πόλεως» και «συνοµοσπονδία µικρών Δήµων» που επεξεργάστηκε ο Τάκης Φωτόπουλος).
Το ίδιο θα ισχύσει και στην περίπτωση των διάφορων θεσµών τής κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονοµίας, οι οποίοι –όσο κι αν είναι µάλλον άγνωστοι στην Ελλάδα– γνωρίζουν σηµαντική ανάπτυξη στην Ευρώπη: µεταξύ πολλών άλλων πρωτοβουλιών, εκτός από τους πάσης φύσεως κοινωνικούς συνεταιρισµούς, υπάρχουν τα Τοπικά Συστήµατα Ανταλλαγών (SEL ή LETS) (4) που προωθούν την αποδέσµευση της τοπικής οικονοµίας από το χρήµα, τα πάσης φύσεως «εναλλακτικά νοµίσµατα» που δεν επιτρέπουν την αποθησαύριση και τη δηµιουργία κεφαλαίου, τα δίκτυα επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονοµίας, όπως το REPAS (5), µέσα από τα οποία πραγµατοποιείται ο συντονισµός τής δράσης τους, η αλληλοϋποστήριξη και η επαγγελµατική κατάρτιση σε αυτόν τον ασυνήθιστο τοµέα, οι «αλληλέγγυες τράπεζες» (6), το δίκαιο εµπόριο (7), η «συνδροµητική» χρήση κοινόχρηστων αυτοκινήτων (autopartage) ή ακόµα και η «συνδροµητική γεωργία» των ΑΜΑΡ: τα νοικοκυριά πληρώνουν ένα πάγιο ετήσιο ποσό σε έναν βιοκαλλιεργητή ή σε µια οµάδα παραγωγών των περιαστικών περιοχών και σε αντάλλαγµα λαµβάνουν κάθε βδοµάδα µια ποσότητα ολόφρεσκων, εποχιακών, βιολογικών λαχανικών, σε τιµές 20% περίπου φτηνότερες από εκείνες της αγοράς. Ταυτόχρονα, καθώς παρακάµπτονται οι ενδιάµεσοι, εξασφαλίζεται ένα ικανοποιητικό –κι εγγυηµένο– εισόδηµα για τον παραγωγό. Αυτή τη στιγµή, υπάρχουν στη Γαλλία 500 AMAP που τροφοδοτούν 25.000 οικογένειες (8).
Βέβαια, πέρα από τις εγγενείς δυσκολίες που εγκυµονεί παρόµοιο εγχείρηµα, το µεγαλύτερο πρόβληµα θα είναι να αποβάλλουµε από το µυαλό µας τη νοοτροπία τής ξέφρενης οικονοµικής µεγέθυνσης και εµπορευµατοποίησης που έχει διαποτίσει το φαντασιακό ολόκληρου του πλανήτη και έχει σωστά παροµοιαστεί µε σκληρό ναρκωτικό, µε ένα νέο όπιο των λαών. Κάποιοι συµµερίζονται την άποψη του Λατούς ότι αυτή η απεξάρτηση, η «αποαποικιοποίηση του φαντασιακού», µπορεί να διευκολυνθεί από την «παιδαγωγική των καταστροφών και των κρίσεων», πράγµα εξαιρετικά αµφισβητήσιµο βέβαια, καθώς παρόµοιες καταστάσεις προκαλούν τεράστια οδύνη στα φτωχότερα κυρίως στρώµατα του πληθυσµού, που αποτελούν και το πρώτο µέληµα της αποανάπτυξης, ενώ οδηγούν συχνότερα σε αυταρχικές λύσεις παρά σε έναν Γκάντι.
Σε κάθε περίπτωση, η αποανάπτυξη δεν συνιστά µια ενιαία θεωρία: υπάρχουν πλήθος ρευµάτων και τάσεων που κινούνται ανάµεσα στις αντισυστηµικές προσεγγίσεις, στην ισχυρή αειφορία, στα πράσινα κινήµατα, ακόµα και στη βαθιά οικολογία. Μάλιστα, για τον Σερζ Λατούς, η αποανάπτυξη δεν είναι ένα δόγµα που προσφέρει µια έτοιµη εναλλακτική λύση, είναι η µήτρα από την οποία θα ξεπηδήσουν πλήθος εναλλακτικές λύσεις. Κι αν οι περισσότεροι από τους υπέρµαχούς της συµφωνούν ότι η αποανάπτυξη προϋποθέτει την έξοδο από τον καπιταλισµό γιατί, ειδάλλως, το «πρασίνισµα της καπιταλιστικής οικονοµίας» κινδυνεύει να µετατραπεί στην επόµενη µεγάλη φούσκα, δεν συµβαίνει το ίδιο και µε τις έννοιες της ανάπτυξης και της «προόδου». Ορισµένοι υποστηρίζουν ότι οι έννοιες της οικονοµίας, της προόδου και της ανάπτυξης (ακόµα και της αειφόρου) αποτελούν δυτικές/καπιταλιστικές έννοιες που είναι αδύνατον να διαχωριστούν από την οικονοµική µεγέθυνση (το ίδιο θεωρούν ότι ισχύει για την έννοια της φτώχειας η οποία δεν υπήρχε σε πολλούς πολιτισµούς): πιστεύουν ότι υπάρχει µονάχα µια ανάπτυξη, η «υπαρκτή ανάπτυξη» που γνωρίσαµε και απορρίπτουµε. Αντίθετα, άλλοι θεωρούν ότι είναι τεράστιο λάθος να χαρίζουµε στον καπιταλισµό έννοιες όπως η οικονοµία, ο ορθολογισµός στον τρόπο παραγωγής και η ανάπτυξη όταν νοείται ως βελτίωση της ποιότητας ζωής και ότι, συνεπώς, θα πρέπει να «επανασυγκολλήσουµε την οικονοµία στην κοινωνία».
Αξίζει να σηµειωθεί ότι, ήδη από το 2004, η οµοσπονδιακή γενική συνέλευση των Γάλλων Πράσινων αποφάσισε την ένταξη της αποανάπτυξης στο πρόγραµµα του κόµµατος, και µάλιστα µε ευρύτατη πλειοψηφία. Βέβαια, προτάθηκε να επιχειρηθεί η προώθησή της µε ήπιους ρυθµούς, οι οποίοι δεν θα παραγνωρίζουν ότι η πλειοψηφία της κοινωνίας διακατέχεται ακόµα από αναπτυξιολαγνικά σύνδροµα. Εξάλλου, στη διακήρυξη που έδωσαν στη δηµοσιότητα τον περασµένο Αύγουστο, ένα σηµαντικό πακέτο µε τα πρώτα κι «ευκολότερα» µέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση σε παγκόσµιο επίπεδο θα κόστιζε 2% του ΑΕΠ (σύµφωνα µε την οµάδα Στερν για την κλιµατική αλλαγή) ή το ένα έκτο των παγκόσµιων αµυντικών δαπανών (σύµφωνα µε τον Λέστερ Μπράουν του Worldwatch Institute). Ακόµα, το µεγαλύτερο µέρος αυτού του προβληµατισµού έχει υιοθετηθεί από την Attac, πολλά κινήµατα του οικολογικού χώρου και της εναλλακτικής παγκοσµιοποίησης, τους αυθεντικότερους κι απαιτητικότερους οπαδούς τής αειφόρου ανάπτυξης και, πολύ πρόσφατα, βρίσκουµε τα πρώτα ψήγµατά της στον ΣΥΡΙΖΑ που µιλάει για την «κοινωνία των αναγκών».
1 www.ladecroissance.net, Paul Ariès, «Leur récession n’est pas notre décroissance», Οκτώβριος 2008.
2 ΓΑΛΕΡΑ, τ. 23, Αύγουστος 2007, Β. Παπακριβόπουλος, «Ένας άλλος τουρισµός είναι εφικτός».
3 Πρόκειται για την οργάνωση που έχουν συγκροτήσει εµπειρογνώµονες της εξοικονόµησης ενέργειας και των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας: www.negawatt.org.
4 Αυγή - Δαίµων της Οικολογίας, τ. 21, Δεκέµβριος 2002, Β. Παπακριβόπουλος, «Μια νέα ιδέα: Τοπικά Συστήµατα Ανταλλαγής».
5 Δίκτυο Ανταλλαγών και Εναλλακτικών κι Αλληλέγγυων Πρακτικών, www.reseaurepas.free.fr.
6 ΓΑΛΕΡΑ, τ. 34, Ιούλιος 2008, Β. Παπακριβόπουλος, «Εναλλακτικές συναλλαγές».
7 ΓΑΛΕΡΑ, τ. 4, Ιανουάριος 2006, Β. Παπακριβόπουλος, «Δίκαιο Εµπόριο: γλυκός καφές για υποψιασµένους πελάτες».
8 Alternatives Economiques, n°271/2008, σελ. 31 - www.rue89.com 2-10-08 «Et si on achetait nos aliments directement au producteur ?» - Claire Lamine, Les Amap, Un nouveau pacte entre producteurs et consommateurs, εκδ. Yves Michel – Séverine Millet, La stratégie du colibri, εκδ. Minerva.
Για µεγαλύτερη εµβάθυνση
στην έννοια της αποανάπτυξης:
• Σερζ Λατούς, Το στοίχηµα της αποανάπτυξης, Εκδόσεις Βάνιας, 2008.
• «Τρία ερωτήµατα για µιαν άλλη ανάπτυξη», Serge Latouche, www.monde-diplomatique.gr, Ιανουάριος 2006.
• «Η “αναιµία” της οικονοµίας κι η “ανοµία” της κοινωνίας», Jean-Marie Harribey, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία - Le Monde diplomatique, 16-1-2005.
• Ηλεκτρονική οικολογική επιθεώρηση www.ecorev.org.
• La Décroissance, «Μηνιαία εφηµερίδα της χαράς της ζωής», όργανο των «αρνητών της οικονοµικής µεγέθυνσης»www.decroissance.net.
• Ινστιτούτο Οικονοµικών και Κοινωνικών Μελετών για την Αειφόρο Αποανάπτυξη www.decroissance.org.
• V. Cheynet, Le choc de la décroissance, Seuil, 2008.
• Nicholas Georgescu-Roegen, La Décroissance, Sang de Terre, 1995.
• www.apres-developpement.org.
* Για τη θεωρία τής αποανάπτυξης βλέπε επίσης άρθρο τού Κίµπι
http://galera.gr/magazine/modules/articles/article.php?id=1568
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου