του Στρατή Μπουρνάζου
Για κάμποσες
μέρες, η Ελλάδα έζησε στον αστερισμό του βιβλίου Κουφοντίνα. Η κουβέντα
έγινε με τον συνήθη τηλεοπτικό τρόπο των τελευταίων χρόνων. Περίσσεψαν
οι κραυγές και οι εγκλήσεις για «καταδίκη» άνευ όρων, για αποκήρυξη της
τρομοκρατίας με αποδέκτη, βέβαια, τον μόνιμο «συνήθη ύποπτο»: τον
ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτό τον τρόπο πολλά μπορεί να επιτυγχάνονται: να
δημιουργούνται εντυπώσεις, να πιέζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, να μετατοπίζεται η
ατζέντα σε θέματα που προτιμάνε, για τους λόγους τους, και η κυβέρνηση
και τα κυρίαρχα media, σίγουρα όμως δεν μπορεί να γίνει ουσιαστική
κουβέντα για το υποτιθέμενο επίδικο: τη δράση της 17Ν, τις ένοπλες
οργανώσεις, την τρομοκρατία, τα αδιέξοδά της, την αξία της ανθρώπινης
ζωής, τον πόνο (πράγματα ωστόσο, που, από το λίγο που διάβασα, εύκολα
ξεπερνά και το βιβλίο).
Kι αυτό
είναι το καταστατικό πρόβλημα της συζήτησης όπως οργανώθηκε από τα
κανάλια και τη Ν.Δ.: ότι είναι προσχηματική, καθώς το πραγματικό, ίσως
και μοναδικό, αντικείμενό της, είναι πώς (με «χρυσή ευκαιρία» τον
Κουφοντίνα, το βιβλίο, τον επιμελητή του) θα στριμώξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είμαι βέβαιος ότι όταν η Άννα-Μισέλ
Ασημακοπούλου εγκαλεί «τον κ. Τσίπρα», καλώντας τον «να σεβαστεί το αίμα
των θυμάτων», η μέριμνά της δεν είναι ούτε το αίμα ούτε τα θύματα.
Δυστυχώς. Είναι το πώς θα κουνήσει το δάχτυλο στον ΣΥΡΙΖΑ. Μ’ αυτή την
έννοια –παρόλο που εδώ έχουμε την τραγική εκδοχή, εκεί είχαμε την εκδοχή
της φαρσοκωμωδίας– δεν διαφέρει ουσιαστικά από παλιότερες ανακοινώσεις
της, όπως εκείνη που κατηγορούσε τον «κ. Τσίπρα» ότι «τραγούδησε τον
ύμνο στον κομμουνισμό “παντιέρα ρόσα”», ο οποίος (ύμνος) «για να γνωρίζουν
οι Έλληνες, καλεί σε ανύψωση της κόκκινης (κομμουνιστικής) σημαίας, και
κλείνει με το περίφημο “Ζήτω ο κομμουνισμός!”».
Αν
συμφωνήσουμε στα παραπάνω, τότε προκύπτουν ορισμένα πολιτικά διά ταύτα.
Με λίγα λόγια, οι αριστεροί δεν χρειάζεται, επειδή η Άννα Μισέλ λέει
αυτά που λέει, να δίνουν διαπιστευτήρια. Ούτε και το αντίθετο βέβαια:
επειδή η Άννα Μισέλ λέει αυτά που λέει, να οδηγούνται σε μια
–συναισθηματική κυρίως– συμπάθεια για τη 17Ν (έχω δει και αυτή στη
στάση, αν και σαφώς πιο μειοψηφικά από την πρώτη). Το
ότι κομμάτια της Αριστεράς –αλλά και της Δεξιάς, ας μην το ξεχνάμε–
έχουν ιστορικά προσφύγει στην ένοπλη βία, ως κομμάτι του πολιτικού
ανταγωνισμού, δεν σημαίνει ότι διαρκώς θα πρέπει η Αριστερά να
«αποτάσσεται τον “Σατανά”». Γιατί έτσι δεν μπορεί να υπάρξει δημόσιος
διάλογος. Όπως η Δεξιά πλέον δεν τσιμπάει στο ζήτημα αυτό –ενώ
τσιμπούσε, ακόμη και στη δεκαετία του 1980–, έτσι και η Αριστερά δεν
χρειάζεται να αγωνίζεται για να λάβει πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, ούτε
όμως να καμώνεται την ανήξερη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ
(πέραν του ότι έχει λυμένο το ζήτημα με την ατομική τρομοκρατική βία
τύπου 17Ν), αν αρχίσει να δίνει «διαπιστευτήρια» αυτό δεν θάχει
τελειωμό: θα πρέπει άλλοτε να αποκηρύσσει την τρομοκρατία, άλλοτε να
αποδεικνύει ότι δεν είναι «εθνικός μειοδότης» άλλοτε ότι δεν είναι
«αρχικουκουλοφόρος» και πάντοτε ότι δεν είναι ελέφαντας. Κι αυτό δεν
πρέπει να γίνει. Όχι, βέβαια, επειδή αυτά τα θέματα (εκτός του
τελευταίου) είναι απλά. Αντιθέτως, η Αριστερά πρέπει να τα συζητήσει σε
όλο τους το πολιτικό βάθος (εκτός του τελευταίου, και πάλι). Αλλά όταν η
συζήτηση γίνεται με όρους έγκλησης, «αποκηρύσσετε, ειδάλλως ταυτίζεστε»
δεν είναι συζήτηση. Και δεν χρειάζεται να υιοθετήσουμε καμιά από τις
εκδοχές του διπόλου: ούτε να αποκηρύξουμε έντρομοι την τρομοκρατία (και
κάμποσα άλλα μαζί, όπως την ελευθερία της έκφρασης) ούτε να την
υπερασπιστούμε φλογερά (υιοθετώντας κάμποσα που δεν πιστεύουμε,
απεμπολώντας τη συλλογική κινηματική δράση, την οποία η ατομική βία
αντιστρατεύεται). Με δυο λόγια: να μην πετάξουμε και το μωρό μαζί με τα
απόνερα του μπάνιου, αλλά ούτε να λουστούμε τα απόνερα αυτά.
Υπάρχει,
τέλος, κάτι ακόμα, εξαιρετικά σημαντικό κατά τη γνώμη μου. Η Αριστερά
πρέπει όχι μόνο να στηρίζει τους ανθρώπους της, αλλά και να αισθάνεται
υπερηφάνεια γι’ αυτούς, όταν μπορεί και όταν πρέπει. Στην περίπτωση του
Νίκου Γιαννόπουλου ισχύουν και τα δύο. Ο Γιαννόπουλος έσπευσε –και αυτό
τον τιμάει– να διευκρινίσει ότι δεν είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά πρέπει
κι εμείς να σπεύσουμε –για να τιμήσουμε την ιστορία και τον λόγο μας ή,
πιο απλά, για να μη φτύνουμε τα μούτρα μας– να πούμε ότι, παρότι δεν
είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε εμείς ούτε το αριστερό κίνημα θα ήμασταν
αυτοί που είμαστε σήμερα χωρίς τη δράση του Δικτύου για τα Πολιτικά και
Κοινωνικά και Δικαιώματα, και προσωπικά του Νίκου Γιαννόπουλου. Σε μια
πολύ μεγάλα γκάμα κρίσιμων θεμάτων, όπως το μεταναστευτικό, τα
δικαιώματα, ο διεθνισμός, η αλληλεγγύη, ο διεθνισμός, η αντίσταση στον
εθνικισμό, η αντιφασιστική πάλη, η συνεισφορά του Δικτύου, σαν σκέψη και
σαν πράξη, ήταν παραπάνω από καθοριστική: διαμόρφωσε συνειδήσεις,
διαμόρφωσε το τοπίο. Επιτρέψτε μου και κάτι πιο προσωπικό: την
αριστεροσύνη, την ευαισθησία, την έμπνευση, τη μαχητικότητα, ό,τι και
όσο καλό τέλος πάντων κατάφερα να έχω πολιτικά, το οφείλω εν πολλοίς
στον Γιαννόπουλο. Και ξέρω ότι αυτό ισχύει και για αρκετούς άλλους.
Πρέπει να τα
πούμε όλα αυτά, όχι μόνο χάριν της ηθικής, αλλά και της αλήθειας. Και
ταυτόχρονα μπορούμε να διαφωνούμε, ακόμα και στο έπακρον, με τον Ν.
Γιαννόπουλο στην άποψή του για τους «συντρόφους που κάνουν λάθος». Δεν
βλάπτει η διαφωνία, αντιθέτως. Πολιτική διαδικασία κάνουμε, όχι
μνημόσυνο· σύντροφος και φίλος είναι, όχι μουσείο ή σεβάσμιος γέρων που
του φιλάμε σεβαστικά το χέρι. Αλλά η διαφωνία και η συμφωνία ας
διατυπώνεται στη βάση των αξιών μας και της πραγματικότητας· όχι υπό το
κράτος του φόβου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου