Samuel Barclay Beckett
(13 Απριλίου 1906 – 22 Δεκεμβρίου 1989)
χρωστούμενο
Ο Ακατονόμαστοςχρωστούμενο
[...] Γιατί εκπροσωπήθηκα στον κόσμο, εν μέσω των ανθρώπων; Θαρρώ πως δεν ήταν δικό μου το λάθος. Τέλος πάντων, δε θ' ασχοληθούμε μ' αυτό τώρα. Αξέχαστοι θα μου 'χουν μείνει οι εκπρόσωποί μου. Και τί δε μου είπαν! Για τους ανθρώπους, για τον κόσμο. Αρνιόμουν να τους πιστέψω. Αλλά όλο και κάτι μου 'μενε. Πού όμως, πότε, μες από ποια κανάλια επικοινώνησα εγώ μ' αυτούς τους κυρίους; Μήπως ήρθαν να μ' ενοχλήσουν εδώ; Όχι, εδώ δε μ' ενόχλησε ποτέ κανείς. Αλλού τότε. Αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ αλλού. Όμως μόνο απ' αυτούς μπορεί να έμαθα όσα ξέρω για τους ανθρώπους και το πώς τα βολεύουν. Όχι σπουδαία πράγματα. Θα μπορούσα να κάνω και χωρίς. Όχι πως αποκλείεται να χρησιμέψουν ποτέ σε τίποτα. Θα τα χρησιμοποιήσω σίγουρα, αν αναγκαστώ να το κάνω. Και δε θα' ναι η πρώτη φορά. Αυτό που μ' αφήνει κατάπληκτο, είναι πως χρωστάω αυτές τις γνώσεις σε ανθρώπους με τους οποίους δεν ήταν ποτέ δυνατό να έρθω σ' επαφή. Εκτός κι αν πρόκειται για γνώσεις έμφυτες, όπως η γνώση τού καλού και του κακού. Μάλλον απίθανο. Έμφυτη γνώση τής μάνας μου, λόγουχάρη, είναι ποτέ δυνατό; Για μένα όχι. Αυτοί πάλι μού σφύριξαν το μυστικό για το Θεό. Μου είπαν, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως απ' αυτόν εκπορεύομαι. Το ξέραν από έγκυρη πηγή, απ' τους αντιπροσώπους του στο Μπάλλυ - τρέχα γύρευε, το περίφημο μέρος όπου, σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, έφαγα στη μούρη το ανεκτίμητο δώρο της ζωής. Αλλ' αυτό που λύσσαξαν να με κάνουν να χωνέψω ήταν οι συνάνθρωποί μου. Σ' αυτό ήσαν αμείλικτοι. Δε θυμάμαι τίποτα απ' αυτό το ψαλτήρι. Δεν πρέπει να κατάλαβα και πολλά πράματα. Φαίνεται όμως πως συγκράτησα μερικούς τύπους, άθελά μου. Μού 'καναν και μαθήματα αγάπης, και νοημοσύνης, πολυτιμότατα, πολυτιμότατα. Πρέπει να πέρασε πολύς καιρός από τότε. Μ' έμαθαν επίσης να μετράω, καθώς και πώς να σκέφτομαι σωστά και λογικά. Αυτές οι γελοιότητες αποδείχτηκαν χρήσιμες σ' ορισμένες περιπτώσεις, δεν τ' αρνιέμαι, περιπτώσεις που δε θά 'χαν υπάρξει ποτέ αν με είχαν αφήσει εξ αρχής στην ησυχία μου. Τις χρησιμοποιώ ακόμα, για να ξύνομαι. Σιχαμερά υποκείμενα, με τις τσέπεες γεμάτες δηλητήρια και αντίδοτα. Ίσως όλα τα μαθήματα νά 'γιναν δι' αλληλογραφίας. Κι όμως έχω την εντύπωση πως οι φάτσες τους μού είναι γνωστές. Από φωτογραφίες ίσως. Πότε σταμάτησε όλο αυτό το νταβαντούρι; Και σταμάτησε αλήθεια; Πάλι ερωτήσεις. Κάνα δυο μονάχα, οι τελευταίες. Μήπως πρόκειται μονάχα γι' ανάπαυλα; Ήταν τέσσερις-πέντε από δαύτους, που μου είχαν ριχτεί, κι αυτό το λέγαν ενημερωτική αναφορά. Ο ένας τους μάλιστα, Βασίλη νομίζω τον έλεγαν, μου προξενούσε φριχτή αποστροφή. Χωρίς ν' ανοίγει το στόμα του, μόνο καρφώνοντας πάνω μου τα ξεπλυμένα απ' τα πολλά που είχαν δει μάτια του, μ' έφερνε κάθε φορά και κοντύτερα σ' αυτό που ήθελε να είμαι. Κρυμμένος τώρα στο σκοτάδι, με κοιτάζει τάχα ακόμα; Ακόμα σφετερίζεται τ' όνομά μου; Εκείνο που μου φόρτωσαν εκεί πάνω στον κόσμο τους, αργά κι υπομονετικά, απ' τη μια εποχή στην άλλη; Όχι,όχι, εδώ είμαι ασφαλής, εδώ διασκεδάζω προσπαθώντας να βρώ ποιος μπορεί να μου κατάφερε αυτά τα ανώδυνα πλήγματα.[...]
[...] Το μέρος, αυτό πάντως θα το φτιάξω, θα το φτιάξω στο κεφάλι μου θα το ανασύρω απ' τη μνήμη μου, θα το τυλίξω γύρω μου, θα μου φτιάξω ένα κεφάλι, θα μου φτιάξω μια μνήμη, αρκεί μόνο να δώσω προσοχή, η φωνή θα μου τα πει, όλα όσα χρειάζονται, μου τα 'χει κιόλας πει, θα μου τα ξαναπεί, όλα όσα χρειάζομαι, λαχανιαστά, στάλα-στάλα, μοιάζει με εξομολόγηση, με τελευταία εξομολόγηση, νομίζεις πως τελειώνει, ξαναρχίζει πάλι, τα σφάλματα ήταν τόσα πολλά, η μνήμη είναι τόσο κακή, οι λέξεις δεν έρχονται, οι λέξεις λιγοστεύουν η ανάσα κόβεται, όχι, κάτι άλλο είναι, καταγγελία είναι, μια φωνή που ξεψυχάει καταγγέλοντας, καταγγέλοντάς με, πρέπει κάποιος να καταγγελθεί, πρέπει κάποιος να βρεθεί, χρειάζεται ένας ένοχος, λέει για τα σφάλματά μου, λέει για το κεφάλι μου, λέει πως είναι δική μου, λέει πως μετανοώ, πως θέλω να τιμωρηθώ, καλύτερα απ' όσο τιμωριέμαι, πως θέλω να πηγαίνω, πως θέλω να παραδοθώ, χρειάζεται ένα θύμα, αρκεί μόνο να δώσω προσοχή, θα μου δείξει αυτή την κρυψώνα μου, θα μου δείξει πώς είναι, πού είναι η πόρτα, αν υπάρχει πόρτα και πού περίπου είμαι εγώ, και πώς είναι ανάμεσά μας, τι είναι ανάμεσά μας, τι λογής έκταση, αν είναι θάλασσα, ή αν είναι βουνό, και το δρόμο που πρέπει να πάρω, για να μπορέσω να γλυτώσω, να παραδοθώ, να φτάσω εκεί όπου πέφτει τσεκούρι, χωρίς πολλά-πολλά, σ' όλους όσους έρχονται από δω, δεν είμαι ο πρώτος, δε θα 'μαι ο πρώτος, θα με κανονίσει, έχει κανονίσει και καλύτερους, θα μου πει αυτή τι να κάνω, για να σηκωθώ, για να κουνηθώ, για να φερθώ σαν ένα σώμα προικισμένο με απόγνωση, έτσι σκέφτομαι, έτσι μ' ακούω να σκέφτομαι, όλ' αυτά είναι ψέματα, δε φωνάζουν εμένα, δε μιλάνε για μένα, δεν είναι ακόμα η σειρά μου, είναι η σειρά κάποιου άλλου, γι' αυτό δεν μπορώ να σαλέψω, γι' αυτό δε νιώθω σώμα, δεν υποφέρω ακόμα αρκετά, δεν είναι ακόμα η σειρά μου, όχι αρκετά για να μπορώ να σαλέψω, για να μπορώ να 'χω σώμα, με κεφάλι στην κορφή, για να μπορώ να καταλάβω, για να 'χω μάτια να φωτίζω το δρόμο, εγώ μόνο ακούω, δίχως να καταλαβαίνω, δίχως να μπορώ να ωφεληθώ απ' ό,τι ακούω, για να κάνω τι, να σηκωθώ να φύγω και να πάψω ν΄ακούω, δεν τ' ακούω όλα, αυτό πρέπει να 'ναι, τα ουσιώδη μού διαφεύγουν, δεν είναι η σειρά μου, ιδιαίτερα οι τοπογραφικές και ανατομικές πληροφορίες δε φτάνουν ποτέ ως εμένα, όχι, όλα τ' ακούω, και τι μ' αυτό, τη στιγμή που δεν είναι η σειρά μου, η σειρά μου να καταλάβω, η σειρά μου να ζήσω, η σειρά μου να ζήσω μια ζωή τής σειράς, αυτό το λέει ζωή, το κομμάτι τού δρόμου από δω ως την πόρτα, εκεί μέσα είναι όλα, κάπου μέσα σ' αυτά που ακούω, αν ειπώθηκαν όλα, όλο αυτό τον καιρό, πρέπει να ειπώθηκαν όλα, αλλά δεν είναι η σειρά μου να ξέρω ποια, να ξέρω τι είμαι, πού είμαι, και τι κάνω για να μην είμαι αυτό που είμαι, για να μην είμαι εκεί που είμαι, αυτά είν' αλληλένδετα, για να 'μαι άλλος, όχι, ο ίδιος, δεν ξέρω, να κινήσω να βρω τη ζωή, να πάρω το δρόμο, να βρω την πόρτα, να βρω το τσεκούρι, ή τη χορδή, μπορεί να 'ναι χορδή, για το λαιμό, για το λαρύγγι, για τις χορδές, ή δάχτυλα, θα 'χω μάτια, θα βλέπω δάχτυλα, θα γίνει σιωπή, μπορεί και να 'ναι πτώση, να βρω την πόρτα, ν' ανοίξω την πόρτα, να πέσω, βαθειά στη σιωπή, δε θα είμαι εγώ, εγώ θα μείνω εδώ, ή εκεί, μάλλον εκεί, ποτέ δε θα 'μαι εγώ, μόνο αυτό ξέρω, όλ' αυτά έχουν ξαναγίνει, ειπωθεί και ξαναειπωθεί, η αναχώρηση, το σώμα που σηκώνεται, ο δρόμος, έγχρωμος, η άφιξη, η πόρτα που ανοίγει, που ξανακλείνει, ποτέ δεν ήμουν εγώ, εγώ δεν κούνησα ρούπι, εγώ άκουγα, πρέπει και να μίλησα, γιατί να επιμἐνω πως όχι, στο κάτω-κάτω, δεν επιμένω για τίποτα, εγώ λέω αυτό που ακούω, ακούω αυτό που λέω, δεν ξέρω, ή το ένα ή το άλλο, ή και τα δυο, κι έτσι έχουμε τρεις πιθανές εκδοχές, διαλέγετε και παίρνετε, όλες αυτές οι ιστορίες με ταξιδιώτες, οι ιστορίες με παράλυτους, είναι όλες δικές μου, πρέπει να 'μαι απίστευτα γέρος, ή με γελάει η μνήμη μου, αν τουλάχιστον ήξερα αν έζησα, αν ζω, αν θα ζήσω, τότε όλα θα 'ταν απλούστερα, δεν γίνεται να μάθω, εκεί την πατάς, δεν κούνησα ρούπι, μόνο αυτό ξέρω, όχι, κάτι άλλο ξέρω, δεν είμαι εγώ, όλο το ξεχνάω, ανακεφαλαιώνω, πρέπει να ανακεφαλαιώνεις, ποτέ δεν κούνησα ρούπι, ποτέ δεν έπαψα να λέω ιστορίες, μόνος μου, χωρίς να τις ακούω, ακούγοντας κάτι άλλο, στήνοντας αυτί για κάτι άλλο, απορώντας πότε-πότε πού τις ξέρω, πήγα ποτέ στον τόπο των ζωντανών, ή ήρθαν αυτοί στο δικό μου, και πού, πού τις έχω φυλαμένες, στο κεφάλι μου, δε νιώθω κανένα κεφάλι, και με τι τις λέω, με το στόμα μου, παρομοίως και γι' αυτό, και με τι τις ακούω, και πάμε λέγοντας, λέγοντας τις ίδιες μπαρούφες, δεν μπορεί να 'μαι εγώ, ή φταίει που δεν προσέχω, την έχω αυτή τη συνήθεια, το κάνω χωρίς να προσέχω, ή σα να 'μαι αλλού, νάμε πάλι μακριά, νάμε πάλι ο απών, τώρα είναι η σειρά του, αυτουνού που δε μιλάει ούτε ακούει, που δεν έχει ούτε σώμα ούτε ψυχή, κάτι άλλο έχει, κάτι πρέπει να 'χει, κάπου πρέπει να 'ναι, είναι φτιαγμένος από σιωπή, να μια ωραία ανάλυση, είναι μέσα στη σιωπή, αυτόν πρέπει να βρω, αυτός πρέπει να είμαι, γι' αυτόν να μιλάω, αυτός να μιλάει, αλλ' αυτός δεν μπορεί να μιλήσει, τότε θα μπορούσα να πάψω, θα ήμουν αυτός, θα ήμουν η σιωπή, θα ήμουν πίσω στη σιωπή, θα 'χαμε ξανασμίξει, τη δική του ιστορία πρέπει να πω, αλλ' αυτός δεν έχει ιστορία, αυτός δεν έχει μπει στην ιστορία, δεν είναι σίγουρο, έχει μπει στη δική του ιστορία, ασύλληπτος, άφατος, δεν πειράζει, η προσπάθεια πρέπει να γίνει, μέσα στις παλιές ιστορίες που δεν ξέρω γιατί είναι δικές μου, πρέπει να ψάξω να βρω τη δική του, πρέπει να 'ναι εκεί μέσα, πρέπει να 'ταν δική μου, πριν γίνει δική του, θα τη γνωρίσω, στο τέλος θα τη γνωρίσω, την ιστορία τής σιωπής που δεν άφησε ποτέ, που δεν έπρεπε ν' αφήσω ποτέ, που ίσως δε θα ξαναβρώ, που ίσως ξαναβρώ, τότε θα 'ναι αυτός, τότε θα 'μαι εγώ, τότε θα 'ναι το μέρος, η σιωπή, το τέλος, η αρχή, ξανά η αρχή, πώς να το πω, ολ' αυτά είναι λόγια, μόνο αυτά έχω, και δεν είναι πολλά, τα λόγια λιγοστεύουν, η φωνή χαμηλώνει, καλώς τα δεχτήκαμε, το ξέρω αυτό, θα γίνει σιωπή, από έλλειψη λέξεων, γεμάτη ψιθύρους, μακρινές κραυγές, η γνωστή σιωπή, όπου αφουγκράζεσαι, όπου περιμένεις, περιμένεις τη φωνή, οι κραυγές καταλαγιάζουν, όπως όλες οι κραυγές, δηλαδή σταματούν, οι ψίθυροι παύουν, εγκαταλείπουν, η φωνή ξαναρχίζει, ξαναρχίζει την προσπάθεια, γρήγορα πριν αποσωθεί, πριν αποσωθεί η φωνή, κι απομείνει μονάχα ο πυρήνας των ψιθύρων, των μακρινών κραυγών, βάλε μπρος γρήγορα, με τις λέξεις που απόμειναν, τι να βάλω μπρος, δεν ξέρω, το ξέχασα, δεν πειράζει, ποτέ δε το 'ξερα, να τις κάνω να με πάνε στη δική μου ιστορία, τις λέξεις που απόμειναν, στην παλιά μου ιστορία, αυτή που ξέχασα, μακριά από δω, μες απ' το θόρυβο, μες απ' την πόρτα, μέσα στη σιωπή, αυτό πρέπει να 'ναι, είναι πολύ αργά πια, ίσως είναι πολύ αργά πια, ίσως μ' έχουν κιόλας πάει, πού να ξέρω, μέσα στη σιωπή δεν ξέρεις, ίσως είναι η πόρτα, ίσως είμαι στην πόρτα, αυτό θα μ' εξέπληττε, ίσως είμαι εγώ, ίσως ήμουν εγώ, ίσως κάπου να ήμουν εγώ, μπορώ να πηγαίνω, τόσον καιρό ταξίδευα χωρίς να το ξέρω, τώρα είμαι εγώ στην πόρτα, ποια πόρτα, τι γυρεύει η πόρτα εδώ, είναι τα λόγια τα τελευταία, τα στ' αλήθεια τελευταία, ή είναι οι ψίθυροι, πλησιάζουν οι ψίθυροι, το ξέρω αυτό, αλλά όχι, ούτε αυτό, μιλάει κανείς για ψίθυρους, για μακρινές κραυγές, όσο μπορεί να μιλάει, μιλάει γι' αυτά πριν, μιλάει γι' αυτά μετά, πάλι ψέματα, είναι η σιωπή, θα γίνει σιωπή, αυτή που δεν κρατάει, αυτή που αφουγκράζεσαι, αυτή όπου περιμένεις, περιμένεις να σπάσει, περιμένεις τη φωνή να τη σπάσει, ίσως είναι η μόνη, δεν ξέρω, δεν αξίζει τον κόπο, μόνο αυτό ξέρω, δεν είμαι εγώ, μόνο αυτό ξέρω, δεν είναι δική μου, είναι η μόνη που είχα ποτέ, ψέματα, πρέπει να 'χα την άλλη, αυτή που κρατάει, αλλά δεν κράτησε, δεν καταλαβαίνω, δηλαδή κράτησε, ακόμα κρατάει, είμαι ακόμα μέσα της, μ' άφησα εκεί, με περιμένω εκεί, όχι, εκεί δεν περιμένεις, εκεί δεν αφουγκράζεσαι, δεν ξέρω, ίσως είναι όνειρο, όλο ένα όνειρο, αυτό θα μ' εξέπληττε, θα ξυπνήσω κάποτε, μέσα στη σιωπή, και δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ, θα είμαι εγώ, ή θα ονειρευτώ, θα ονειρευτώ ξανά, θα ονειρευτώ μια σιωπή, μια σιωπή ονειρική, γεμάτη ψιθύρους, δεν ξέρω, ολ' αυτά είναι λόγια, δε θα ξυπνήσω ποτέ, όλα λόγια, δεν υπάρχει τίποτ' άλλο, πρέπει να συνεχίζεις, μόνο αυτό ξέρω, όπου να 'ναι τελειώνουν, το ξέρω, το νιώθω, μ' εγκαταλείπουν, είναι η σιωπή, θα γίνει σιωπή, για μια στιγμή, για κάμποσες στιγμές, ή θα 'ναι η δική μου, αυτή που κρατάει, που δεν κράτησε, που κρατάει ακόμα, θα είμαι εγώ, πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, πρέπει να συνεχίζεις, θα συνεχίσω, πρέπει να λες λόγια, όσο ακόμα υπάρχουν, πρέπει να λέγονται, ώσπου να με βρουν, ώσπου να με πουν, παράξενη ποινή, παράξενο σφάλμα, πρέπει να συνεχίζεις, ίσως έχει κιόλας γίνει, ίσως μ' έχουν κιόλας φέρει στο κατώφλι, στο κατώφλι τής δικιάς μου ιστορίας, μπρος στην πόρτα, που ανοίγει στη δικιά μου ιστορία, αυτό θα μ' εξέπληττε, αν ανοίγει, θα είμαι εγώ, θα είναι η σιωπή, εκεί που είμαι, δεν ξέρω, δε θα μάθω ποτέ, μέσα στη σιωπή δεν ξέρεις, πρέπει να συνεχίζεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω.
από το βιβλίο του Σ.Μπέκετ Ο Ακατονόμαστος, μτφ. από τα γαλλικά Αλεξάνδρας Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ύψιλον
Από πνευματική άποψη μια χρονιά βαθιάς μελαγχολίας και ένδειας ώς εκείνη την αξέχαστη νύχτα του Μάρτη, στην άκρη της προβλήτας, με τον αέρα να σφυρίζει, τέτοιο πράγμα δεν ξεχνιέται, όταν ξαφνικά τα είδα όλα καθαρά. Επιτέλους το όραμα. Νομίζω πως αυτό κυρίως πρέπει να αναφέρω απόψε... Αυτό που είδα τότε ξαφνικά ήταν το εξής, πως η πίστη που με καθοδηγούσε μια ζωή, δηλαδή -[Ο Κραπ κλείνει ανυπόμονα το κουμπί, γυρίζει την ταινία μπροστά, το ξανανοίγει]- πανύψηλα γρανιτένια βράχια με τον αφρό να τινάζεται ώς πάνω στο φως του φάρου και τον ανεμοδείχτη να στροβιλίζεται σαν προπέλα, επιτέλους μου έγινε σαφές ότι το σκοτάδι που πάλευα συνέχεια να το διώξω στην πραγματικότητα είναι ο πιο -[Ο Κραπ βλαστημάει, κλείνει το κουμπί, τρέχει την ταινία μπροστά, το ξανανοίγει]- άρρηκτος σύνδεσμος ώσπου να διαλυθεί η θύελλα και η νύχτα με το φως της διαύγειας και τη φωτιά.
Το «όραμα, επιτέλους» του Κραπ έχει ευρέως θεωρηθεί ως μια πιστή αντανάκλαση της αποκάλυψης του ίδιου του Beckett. Ωστόσο, διαφέρουν και ως προς τις περιστάσεις και ως προς το είδος. «Το όραμα του Κραπ συμβαίνει στην αποβάθρα του Dún Laoghaire· το δικό μου ήταν στο δωμάτιο της μητέρας μου. Να το ξεκαθαρίσεις μια για πάντα αυτό», με παρότρυνε κάποτε ο Beckett. Η άγρια θυελλώδης νύχτα και το περιβάλλον τού λιμανιού κατά τη μυθοπλασιακή εμπειρία του Κραπ απηχούν, ώς ένα βαθμό εσκεμμένα, τη μυστικιστική εμπειρία του ρομαντικού, με τη φύση να συνταιριάζεται με την έξαψη του μύχιου μαρτυρίου του, αποκαλύπτοντας την αλήθεια σε έναν άνθρωπο που πασχίζει να βρει τον δικό του δρόμο. Μιλώντας για τη δική του αποκάλυψη, ο Beckett έτεινε να εστιάσει στην αναγνώριση της ίδιας του της ανοησίας («Ο Molloy και οι άλλοι μού δόθηκαν την ημέρα που συνειδητοποίησα την ίδια μου την ανοησία. Μονάχα τότε άρχισα να γράφω τα πράγματα που ένιωθα») και στο ενδιαφέρον του για την ανημπόρια και την άγνοια. Επαναδιατύπωσε αλλιώς το ίδιο πράγμα σ' εμένα, όταν επιχειρούσε να μου προσδιορίσει την οφειλή του στον James Joyce:
Συνειδητοποίησα ότι ο Joyce είχε προχωρήσει όσο πιο μακριά μπορούσε κανείς να προχωρήσει προς την κατεύθυνση του να ξέρεις όλο και περισσότερα, να ελέγχεις το υλικό σου. Πάντα πρόσθετε σ' αυτό· δεν είχες παρά να κοιτάξεις τα τυπογραφικά του δοκίμια για να το καταλάβεις αυτό. Συνειδητοποίησα ότι ο δικός μου δρόμος βρισκόταν στην εκπτώχευση, στην έλλειψη γνώσης και στην απογύμνωση, στο να αφαιρείς μάλλον παρά να προσθέτεις.
Ένα στοιχείο ιδιαίτερα, από το κείμενο του Κραπ, σχετίζεται πάντως άμεσα με την εμπειρία του ίδιου του Beckett: το σκότος ενός μύχιου κόσμου ήταν, πράγματι, μια εικόνα που ο Beckett αναμετέδωσε στους φίλους του όταν τους μίλησε για την αποκάλυψή του. Ο Beckett εξήγησε με ακρίβεια τι εννοούσε σε αυτό το σημείο του «οράματος» του Κραπ όταν έγραφε ότι το σκότος «"ήταν στην πραγματικότητα ο πιο-" Χάνεται: [δηλαδή όταν ο Κραπ κλείνει το μαγνητόφωνο και γυρίζει την ταινία μπροστά] "ο πιο πολύτιμος σύμμαχός μου" κτλ. εννοώντας το αληθινό του στοιχείο εντέλει και το ερμηνευτικό κλειδί για το opus magnum». Συνεπώς το φως απορρίπτεται υπέρ του σκότους. Και το σκότος αυτό μπορεί, το δίχως άλλο, να εκληφθεί ως κάτι που επεκτείνεται σε όλη τη ζώνη της ύπαρξης που περιλαμβάνει την ανοησία και την αποτυχία, την ανημπόρια και την άγνοια.
Το δεύτερο κοινό στοιχείο μείζονος σημασίας για το μελλοντικό έργο του Beckett ήταν ότι μπορούσε από τώρα και εις το εξής να αντλεί από τον δικό του εσωτερικό κόσμο τα θέματά του· η εξωτερική πραγματικότητα έμελλε να διαθλαστεί περνώντας από το φίλτρο της ίδιας του της φαντασίας· οι εσωτερικές επιθυμίες και ανάγκες θα απολάμβαναν μια μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης· θα επιτρέπονταν οι αντιφάσεις και θα επιτρεπόταν στη φαντασία να δημιουργήσει εναλλακτικούς κόσμους απέναντι σε εκείνους της συμβατικής πραγματικότητας. Αυτό που απέρριπτε πια ο Beckett ήταν η τζοϋσική αρχή σύμφωνα με την οποία το να ξέρεις όλο και περισσότερα ήταν ένας τρόπος δημιουργικής κατανόησης και ελέγχου του κόσμου. Αλλά επίσης έστρεφε τα νώτα σε τεχνικές γραφής που απέρρεαν άμεσα από την αρχή αυτή και τον έκαναν να ενσωματώνει,...,στην πεζογραφία και την ποίησή του κατά τη δεκαετία του 1930, παραθέσεις και λόγιους υπαινιγμούς προκειμένου να δομήσει διανοητικώς περίπλοκα μοτίβα ιδεών και εικόνων. Στο μέλλον, το έργο του θα εστιαζόταν στην φτώχεια, την αποτυχία, την εξορία και την απώλεια· όπως ο ίδιος το έθεσε, στον άνθρωπο ως «μη γνωρίζοντα» και ως «μη δυνάμενο»....
James Knowlson "Σάμουελ Μπέκετ· Η κατάρα της δόξας", (ΚΕΦ. IV, Μετά τον Πόλεμο 1945-46) μτφ. Γ.Ι. Μπαμπασάκης, εκδ. Scripta.
παρακαλώ να αντικαταστήσετε τον σύνδεσμο του blog μου αριστερολογία διότι παραπέμπει στην παλιά διεύθυνση...το νέο Link είναι http://www.aristerologia.blogspot.com/
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ