Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Ο ελληνικός καπιταλισμός, η παγκόσμια οικονομία και η κρίση σήμερα




Χρεοκοπία άμεση ή παρατεταμένη “ελεγχόμενη”; Αυτό είναι το πραγματικό δίλημμα των διαχειριστών του ελληνικού καπιταλισμού στη σημερινή φάση της παγκόσμιας κρίσης, υποστηρίζει ο Πάνος Γκαργκάνας.

Πέρασε ένας χρόνος από τότε που η χρεοκοπία της μεγαλύτερης κρατικής εταιρίας στο Ντουμπάι εγκαινίασε μια νέα φάση της οικονομικής κρίσης διεθνώς και έκανε την Ελλάδα επίκεντρο αυτής της νέας φάσης. Πού βρισκόμαστε σήμερα;
Η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου επιμένει ότι τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας και ότι, πλέον, όσο πιο πιστά εφαρμόζεται το Μνημόνιο τόσο πιο γρήγορα θα απαλλαγούμε από δεσμεύσεις και επιτηρήσεις και μάλιστα θα αρχίσουν να αντιστρέφονται οι αδικίες σε βάρος των χαμηλόμισθων και των συνταξιούχων.
Για ένα διάστημα το κυβερνητικό επιτελείο χρησιμοποίησε σαν επιχείρημα το γεγονός ότι τα spread των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου είχαν πέσει από τα ύψη των 1000 μονάδων βάσης όπου είχαν φτάσει (δηλαδή 10% έξτρα επιτόκιο από αυτό που πληρώνει το γερμανικό δημόσιο) και βρίσκονταν κάτω από τις 700 μονάδες. Για μια στιγμή, η κυβερνητική προπαγάνδα πανηγύρισε ότι αυτό είναι αποτέλεσμα της πιστής τήρησης του Μνημονίου από τη μεριά της, γεγονός που έχει μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατακόρυφα και έτσι αποκαθίσταται σταδιακά η εμπιστοσύνη των αγορών στα ελληνικά ομόλογα.
Βέβαια, αυτό το «θαύμα» δεν κράτησε ούτε μέχρι τις εκλογές όπως θα έλπιζε ο Παπανδρέου, καθώς τα spread εκτινάχτηκαν ξανά πάνω από τις 800 μονάδες. Απτόητοι, όμως, οι διάφοροι Παπακωνσταντίνου συνέχισαν τα αισιόδοξα σενάρια. Στους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ήρθε να προστεθεί και η προοπτική της παράτασης του χρόνου για την αποπληρωμή του δανείου των 110 δις ευρώ που χορηγήθηκε από το ΔΝΤ και την ΕΕ. Παρόλο που όλες οι πλευρές ακόμα δηλώνουν ότι κάτι τέτοιο δεν έχει συμφωνηθεί, γίνεται σαφές ότι όλοι τους εργάζονται προς αυτή την κατεύθυνση και προεξοφλούν ότι με αυτόν τον τρόπο δεν πρόκειται να υπάρξει ελληνική χρεοκοπία, αρκεί να μην χαλαρώσει η αποφασιστικότητα με την οποία η κυβέρνηση επιβάλει τα μέτρα του Μνημονίου.
Υπάρχουν διαφωνίες ανάμεσά τους για το πόσα συμπληρωματικά μέτρα θα χρειαστεί να επιβληθούν, με την κυβέρνηση να λέει ότι δεν χρειάζονται άλλα μέτρα και την ΕΕ και το ΔΝΤ να προετοιμάζουν το έδαφος για νέο «πακέτο», αλλά όλοι τους συμφωνούν ότι χαράζουν το δρόμο για τη σωτηρία της Ελλάδας από την χρεοκοπία.
Πόσο ρεαλιστική είναι αυτή η προοπτική; Η απάντηση, όπως πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να πάρει υπόψη της τις εξελίξεις και μέσα στην Ελλάδα και στην παγκόσμια οικονομία. Οι υποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται αυτό το σενάριο είναι γεμάτες αντιφάσεις και εδώ και διεθνώς.

Αδυναμία ανάκαμψης

Ας δούμε πρώτα τις διεθνείς εξελίξεις.
Ο προηγούμενος διοικητής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, Άλαν Γκρίνσπαν, περιέγραφε ως εξής την κατάσταση της αμερικάνικης οικονομίας σε άρθρο του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της 7 Οκτώβρη:
«Παρόλο που αυξήθηκαν ελαφρά αυτή τη χρονιά, οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στις ΗΠΑ βρίσκονται πολύ πιο χαμηλά από το επίπεδο που θα έπρεπε ιστορικά να έχουν φτάσει μετά την πρόσφατη δραματική ανάκαμψη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των μη-ρευστών μακροπρόθεσμων επενδύσεων των νοικοκυριών, έχουν εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη. Αυτές οι αστοχίες, που οφείλονται στην πλατιά διαδεδομένη ανησυχία του ιδιωτικού τομέα για το μέλλον της Αμερικής, έχουν ακυρώσει το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι όλη την επίδραση των δημοσιονομικών μέτρων ενίσχυσης της κυβέρνησης. Επιπλέον, η [κυβερνητική] δραστηριότητα που εκδηλώνεται με αυτά τα μέτρα στήριξης επιτείνει το βαθμό ανησυχίας.
Η ενστικτώδης αντίδραση των επιχειρηματιών και των νοικοκυριών απέναντι στην αβεβαιότητα είναι να πάρουν αποστάσεις από οικονομικές δράσεις που απαιτούν σαφείς προβλέψεις σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις. Για τις επιχειρήσεις εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα (που συνεισφέρουν το μισό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος), αυτές οι αποστάσεις μπορούν να μετρηθούν καλύτερα με το μερίδιο της ροής ρευστών που διατίθεται για μακροπρόθεσμες πάγιες επενδύσεις. Αυτό το μερίδιο έπεσε το πρώτο εξάμηνο του 2010 στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που άρχισαν να καταγράφονται τα σχετικά στοιχεία πριν 58 χρόνια και συγκεκριμένα στο 79%….
Τα αμερικάνικα νοικοκυριά έχουν μετατοπίσει τις χρηματικές ροές τους από την αγορά ακινήτων και διαρκών καταναλωτικών αγαθών προς την απόσβεση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων τους. Οι εμπορικές τράπεζες επιδεικνύουν μια παρόμοια μειωμένη ανοχή απέναντι στους κινδύνους εκταμίευσης δανείων για έστω μερικώς πάγιες τοποθετήσεις. Ένα τρισεκατομμύριο αποθεματικά παραμένουν παρκαρισμένα στην Κεντρική Τράπεζα με απόδοση 0,25%, αλλά οι τράπεζες δεν δείχνουν καμιά διάθεση να αναζητήσουν υψηλότερες αποδόσεις επεκτείνοντας τον δανεισμό.»
Με απλά ελληνικά, οι αμερικάνικες επιχειρήσεις και τράπεζες κάθονται πάνω σε βουνά από κέρδη που αποκομίζουν χάρη στις ενισχύσεις που προσφέρει η κυβέρνηση Ομπάμα, αλλά αρνούνται να προχωρήσουν σε επενδύσεις που θα έφερναν την πολυπόθητη οικονομική ανάκαμψη. Αυτό είναι το κεντρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι διαχειριστές του καπιταλισμού μέσα στην ίδια την καρδιά του συστήματος. Πρόκειται για το κλασικό πρόβλημα που έχει περιγραφεί παραστατικά ως εξής: τα «κευνσιανά» κίνητρα των κυβερνήσεων μοιάζουν με κάποιον που προσπαθεί να βάλει σε κίνηση ένα τρένο σπρώχνοντας το με μια τριχιά. Μπορείς να τραβήξεις με μια τριχιά, αλλά δεν μπορείς να σπρώξεις. Τα κυβερνητικά πακέτα στήριξης ενισχύουν τα κέρδη των καπιταλιστών αλλά η «ώθηση» δεν μεταφέρεται στην οικονομία επειδή οι επιχειρήσεις αρνούνται να προχωρήσουν σε επενδύσεις.
Ο Γκρίνσπαν θεωρεί ότι το πρόβλημα είναι ψυχολογικό, δηλαδή οφείλεται στους φόβους και τις ανησυχίες των επενδυτών. Οι μαρξιστές έχουμε μια καλύτερη εξήγηση για αυτό το φαινόμενο, που έχει να κάνει με τα επίπεδα του μέσου ποσοστού κέρδους.
Η παγκόσμια οικονομία είχε βρεθεί ξανά σε συνθήκες τεράστιας υπερχρέωσης κρατών και κυβερνήσεων αμέσως μετά τη λήξη του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου. Οι οικονομίες των ηττημένων ήταν γεμάτες ερείπια και οι οικονομίες των νικητών κουβαλούσαν στις πλάτες τους τα πολεμικά δάνεια που σαν ποσοστό του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερα από τα σημερινά φαινόμενα υπερχρέωσης των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας ή της Ιαπωνίας. Κι όμως αυτό που ακολούθησε ήταν τρεις δεκαετίες με τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και μάλιστα χωρίς περικοπές σε μισθούς και κοινωνικές παροχές, αλλά αντίθετα με άνοδο του βιοτικού επιπέδου και με οικοδόμηση του λεγόμενου κράτους πρόνοιας.
Η διαφορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα δεν βρίσκεται ούτε στην ψυχολογία των καπιταλιστών, ούτε στα επίπεδα του δημόσιου χρέους. Η διαφορά είναι ότι τότε βρισκόμασταν σε μια φάση αποκατάστασης του μέσου ποσοστού κέρδους μετά τις γιγάντιες καταστροφές κεφαλαίων που είχε προκαλέσει ο πόλεμος, ενώ τώρα βρισκόμαστε μέσα στην κρίση και όχι στο τέλος της.

Διεθνείς ανταγωνισμοί

Η σημερινή αδυναμία να προκύψει οικονομική ανάκαμψη παρά τις τεράστιες κρατικές ενέσεις στήριξης, έχει οδηγήσει σε εντάσεις σε διεθνές επίπεδο. ΄Ολοι μιλούν πλέον ανοιχτά για νομισματικούς πολέμους ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα, με εμπλοκές και της ΕΕ και της Ιαπωνίας. Η Κίνα αρνείται να ανατιμήσει το νόμισμα της όπως απαιτούν ΗΠΑ και ΕΕ. Επικαλείται το αρνητικό παράδειγμα της Ιαπωνίας που έπαθε ζημιά όταν αποδέχθηκε την ανατίμηση του Γεν με την Συμφωνία της Plaza πριν 25 χρόνια. Ενώ ήταν ανερχόμενη εξαγωγική δύναμη μέχρι τότε, οδηγήθηκε αρχικά σε φούσκα κερδοσκοπίας ακινήτων και στη συνέχεια σε μακρόχρονη στασιμότητα όταν η φούσκα κατέρρευσε. Μια αντίστοιχη εξέλιξη στην περίπτωση της Κίνας σήμερα θα ήταν καταστροφική για την παγκόσμια οικονομία, ισχυρίζεται η κινεζική κυβέρνηση για να στηρίξει την πολιτική της διατήρησης του Γουάν σε χαμηλά επίπεδα.
Οι ΗΠΑ απαντούν με την πολιτική του QE (Quantitative Easying, Ποσοτική Χαλάρωση), δηλαδή τυπώνουν χρήμα και με αυτόν τον τρόπο ενισχύουν και τη ρευστότητα της οικονομίας τους αλλά και την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους καθώς το δολάριο διολισθαίνει.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση στριμώχνεται από αυτή την ένταση των ανταγωνισμών. Θέλει και αυτή να βάλει πίεση στην Κίνα για ανατίμηση του νομίσματος της. Φοβάται ότι οι κινέζικες επιχειρήσεις αποδεικνύονται πιο ανταγωνιστικές ακόμα και στην «πίσω αυλή» της που είναι οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Η Επιτροπή Οικονομικών Σχέσεων με την Ανατολική Ευρώπη που έχουν συγκροτήσει 140 κορυφαίες γερμανικές βιομηχανίες παρουσίασε πρόσφατα μια έκθεση στην οποία κατηγορεί την Κίνα ότι κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό για να κερδίσει συμβόλαια κατασκευής αυτοκινητόδρομων στην Πολωνία, γεφυρών στη Σερβία και αναχρηματοδότησης τραπεζών στο Καζακστάν. Γίνεται αμέσως κατανοητό ότι η ανάπτυξη των ελληνοκινεζικών οικονομικών σχέσεων με την εισβολή της COSCO δεν είναι απομονωμένο φαινόμενο ούτε καρπός της διπλωματίας του Καραμανλή χτες και του ΓΑΠ σήμερα. Άλλωστε, ο Κινέζος πρόεδρος δήλωσε σε επίσημη επίσκεψη στη Λισαβόνα ότι θα στηρίξει και τα πορτογαλικά ομόλογα όπως και τα ελληνικά. Δεν είναι μόνο η ανατολική «αυλή» της ΕΕ που πιέζεται από τον κινέζικο ανταγωνισμό.
Όμως, η ΕΕ δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες με τις ΗΠΑ για να χρησιμοποιήσει το κοινό νόμισμά της σαν όπλο σε αυτούς τους ανταγωνισμούς των ισοτιμιών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ακολουθεί μια πολιτική που κρατάει τα επιτόκια πάνω από τα αμερικανικά και αυτό δεν επιτρέπει τη διολίσθηση του Ευρώ. Επίσημα, η εξήγηση είναι ότι η ΕΚΤ προωθεί «στρατηγική εξόδου» από την πολιτική των πακέτων στήριξης. Σύμφωνα με τον Τρισέ, η τακτική της ΕΚΤ είναι να αποσύρει τα έκτακτα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν μετά τον πανικό της Λίμαν Μπράδερς, ανεβάζοντας σταδιακά τα επιτόκια καθώς η αγορά «ομαλοποιείται» με την ανάκαμψη της οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ ανησυχεί για την τύχη του Ευρώ σε συνθήκες ανταγωνιστικών υποτιμήσεων.
Το δολάριο παραμένει «ασφαλές καταφύγιο» για τους διεθνείς κερδοσκόπους-επενδυτές χάρη στην ισχύ του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, όσο κι αν υποτιμηθεί. Το δολάριο παραμένει διεθνές νόμισμα αποθεματικών μέσα από το ρόλο του στην αγορά πετρελαίου και άλλων πρώτων υλών και το ρόλο του στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και στους διεθνείς οργανισμούς. Για το Ευρώ δεν ισχύει το ίδιο. Η Μέρκελ και ο Σαρκοζί θα ήθελαν πολύ να είχαν το Ευρώ στη θέση του δολάριου, αλλά αυτό παραμένει στόχος που απέχει από την πραγματικότητα.
Το πρακτικό αποτέλεσμα αυτών των ανταγωνισμών είναι ότι η ΕΕ βρίσκεται στην πρωτοπορία των επιθέσεων λιτότητας και περικοπών των εργατικών κατακτήσεων. Καθώς η ισοτιμία του Ευρώ ανεβαίνει, η Μέρκελ και η ΕΚΤ απαιτούν μεγαλύτερη συμπίεση του εργατικού κόστους σε όλη την Ευρώπη για να διατηρηθεί η χαμένη ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα.
Ταυτόχρονα, το Ευρώ πιέζεται από την απειλή μιας υποτροπής της κρίσης των τραπεζών που δεν έχει ξεπεραστεί. Οι εξελίξεις στην Ιρλανδία είναι χαρακτηριστικές. Η εκεί κυβέρνηση χρειάστηκε να προχωρήσει σε νέα επιχείρηση διάσωσης της Anglo-Irish Bank, την οποία είχε στηρίξει στον προηγούμενο μεγάλο πανικό. Αποδείχθηκε πολύ απλά ότι η μαύρη τρύπα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που είχαν δοθεί τον καιρό της φούσκας των ακινήτων είναι βαρέλι δίχως πάτο. Τα μέτρα περικοπής των ελλειμμάτων που εφαρμόζει η ιρλανδική κυβέρνηση επιδεινώνουν την οικονομική ύφεση και εκεί (όπως και εδώ) και αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Φαύλος κύκλος που απειλεί όχι μόνο την Ιρλανδία αλλά και την Ισπανία και κατά προέκταση όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Ο ίδιος ο Τρισέ σε συνέντευξη του στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της 10 Σεπτέμβρη είχε δηλώσει:
«Και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, οι κυβερνήσεις αναγκάστηκαν να διαθέσουν κονδύλια των φορολογούμενων που αντιστοιχούν με το 27% του ΑΕΠ για πακέτα διάσωσης και εγγυήσεων [του τραπεζικού συστήματος]. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό για δεύτερη φορά. Οι λαοί των δημοκρατιών μας δεν θα το αποδέχονταν».

“Ελεγχόμενη” χρεοκοπία;

Αυτοί οι φόβοι είναι που οδηγούν στη συζήτηση περί παράτασης της αποπληρωμής του ελληνικού χρέους. Χωρίς κάποιες τέτοιες κινήσεις, η Ελλάδα οδηγείται σε χρεοκοπία. Αυτό πλέον το ομολογούν όλοι, ακόμα και αυτοί που ισχυρίζονταν ότι το Μνημόνιο έγινε για να σωθεί η Ελλάδα από τη χρεοκοπία. Η αλήθεια είναι ότι η επέμβαση από το ΔΝΤ και την ΕΕ στην Ελλάδα έγινε για να σωθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από το σοκ μιας μετατροπής των ελληνικών ομολόγων σε κουρελόχαρτα. Η απειλή αυτού του σοκ δεν εξαφανίστηκε, απλά μετατέθηκε χρονικά και τώρα έρχονται μόνοι τους να ομολογήσουν ότι χρειάζεται ένα νέο Μνημόνιο που θα αναδιαρθρώσει το ελληνικό δημόσιο χρέος, μετατρέποντας τα βραχυπρόθεσμα δάνεια σε μακροπρόθεσμα, με το αζημίωτο βέβαια.
Οι τραπεζίτες, έλληνες και διεθνείς, μπορούν να επιχαίρουν για μια τέτοια προοπτική. Τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους αποκτούν την προοπτική να νεκραναστηθούν και να εξασφαλίσουν όχι μόνο τη διατήρηση της αξίας τους αλλά και μια πλούσια ροή τόκων για τους κατόχους τους, ή τουλάχιστον έτσι ελπίζουν όλοι αυτοί. Ξεχνούν, όμως, μια μικρή «λεπτομέρεια»: τις αντοχές του ελληνικού προϋπολογισμού (και των άλλων υπερχρεωμένων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας) που καλείται να πληρώσει το λογαριασμό μιας τέτοιας αντιδραστικής αναδιάρθρωσης του χρέους.
Στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 28-29 Οκτώβρη, η Μέρκελ και ο Σαρκοζί έβαλαν πλώρη για τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού παρέμβασης της ΕΕ σε χώρες μέλη που απειλούνται με χρεοκοπία. Θεωρούν έναν τέτοιο μηχανισμό απαραίτητο για τη σταθερότητα του ευρώ και τον εξοπλίζουν με νέες εξουσίες επιτήρησης των χωρών που θα πέσουν στα νύχια του. Επειδή, όμως, αμφιβάλουν για τις δυνατότητες των κρατών μελών να ανταπεξέλθουν στα μεγέθη που απαιτούνται, οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας εισηγούνται τη συμμετοχή και των ιδιωτικών τραπεζών ανοιχτά στις διαδικασίες του μηχανισμού. Πρόκειται για προκλητική νομιμοποίηση του ρόλου που είχαν πάντοτε από τα παρασκήνια οι τραπεζίτες.
Παρόλα αυτά, η πρώτη αντίδραση του Τρισέ ήταν να προειδοποιήσει ότι αυτά τα σχέδια θα οδηγήσουν σε άνοδο των επιτοκίων με τα οποία επιβαρύνονται οι υπερχρεωμένες χώρες. Προφανώς ο Τρισέ ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον ότι οι τραπεζίτες θα συνυπολογίσουν το «ρίσκο» της αναχρηματοδότησης του χρέους της Ιρλανδίας ή της Πορτογαλίας και θα φορτώσουν τα βάρη στις χώρες που θα «διασωθούν» από τον μηχανισμό της ΕΕ. Αν το αρχικό Μνημόνιο έδωσε στην Ελλάδα 110 δις με 5%, το νέο Μνημόνιο που θα παρατείνει το χρέος θα κοστίζει ακόμα πιο ακριβά.
Το προσχέδιο προϋπολογισμού που κατάθεσε ο Παπακωνσταντίνου στη Βουλή για το 2011 προβλέπει ότι το κονδύλι των τόκων θα φτάσει κοντά στα 16 δις ευρώ. Για το 2010 οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι οι τόκοι εμφανίζουν άνοδο κατά 35 % από τα 10 στα 13,5 δις. Με τέτοιους ρυθμούς ανόδου, ο προϋπολογισμός θα κληθεί να σηκώσει ένα βάρος 20 δις ευρώ για τόκους για να στηρίξει την εξυπηρέτηση του «παρατεταμένου» δημόσιου χρέους με τα αυξημένα επιτόκια που θα συνοδεύουν την όποια παράταση.
Από πού θα βγουν αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά; Σίγουρα όχι από την αύξηση του ΑΕΠ, καθώς όλα τα σενάρια πλέον παραδέχονται ότι φέτος υπάρχει μείωση κατά 5% περίπου και οι προβλέψεις για τη συνέχεια είναι αρνητικές. Ακόμα και να μην προκύψει η διπλή ύφεση που πολλοί αναλυτές προβλέπουν για την παγκόσμια οικονομία, η ελληνική οικονομία πιέζεται προς τα κάτω και μόνο από τις θηριώδεις περικοπές των δημοσίων επενδύσεων. Ήδη, ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου μίλησε (σε συνέδριο στην Κύπρο!) για νέα πτώση του ΑΕΠ κατά 3% το 2011.
Με μια οικονομία πτωτική μέχρι στάσιμη στην καλύτερη περίπτωση τα επόμενα χρόνια, ο προϋπολογισμός δεν μπορεί να αλλάξει αισθητά τα σημερινά μεγέθη του που προβλέπουν έσοδα γύρω στα 50 δις ευρώ. Με άλλα λόγια, τα σενάρια της κυβέρνησης και της τρόικας για «αποφυγή της χρεοκοπίας με παράταση του χρέους» (και του Μνημόνιου) στηρίζονται στην προοπτική κυβερνήσεων που θα δίνουν το 40% του κρατικού προϋπολογισμού μόνο για τους τόκους.
Αυτή είναι μια παρανοϊκή προοπτική. Το κονδύλι για τη μισθοδοσία όλων των δημοσίων υπαλλήλων είναι γύρω στα 11 δις. Το κονδύλι για τις συντάξεις είναι λίγο πάνω από τα 6 δις. Ακόμα και μια κυβέρνηση που μπορεί να φαντασιώνεται ότι οι εργαζόμενοι στο δημόσιο θα δουλεύουν για ψίχουλα και οι συνταξιούχοι θα πεθαίνουν από το κρύο και την πείνα, δεν θα είναι σε θέση να καλύψει τους έξτρα τόκους με περικοπές μισθών και συντάξεων. Γι’ αυτό και η έμφαση μετατοπίζεται πια στις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» που μπορεί να εξασφαλίσουν έσοδα με το ξεπούλημα δημόσιων επιχειρήσεων και ακίνητης περιουσίας. Τα φαινόμενα «επενδύσεων» του τύπου εμίρηδες στο Ελληνικό, κλπ, είναι χαρακτηριστικά στοιχεία του τελευταίου στάδιου πριν από την ανοιχτή χρεοκοπία. Στην Αργεντινή, η τελευταία κυβέρνηση πριν από τη χρεοκοπία και την εξέγερση είχε φτάσει να αξιοποιεί τα… στρατόπεδα σαν φιλέτα real estate.

Θεωρία

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι ούτε η λεγόμενη «ελληνική τραγωδία» ούτε η παγκόσμια κρίση δεν βρίσκονται σε «φάση εξόδου». Ωστόσο τα στοιχεία ποτέ δεν διαβάζονται αυτόματα. Για να ξέρει πού βρίσκεται, η Αριστερά έχει σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ανάγκη από θεωρία για το πώς δουλεύει ο καπιταλισμός σαν σύστημα.
Από τις στήλες αυτού του περιοδικού έχουμε προσπαθήσει συστηματικά να αντιμετωπίσουμε αυτή την ανάγκη. Καρπός αυτών των προσπαθειών ήταν η έκδοση του βιβλίου «Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση» που κυκλοφόρησε πριν από το καλοκαίρι από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων που δείχνει ότι σε βάθος χρόνου αυτή η ανάλυση έχει αντέξει τη δοκιμασία των εξελίξεων. Πού στηρίχτηκε αυτή η επιτυχημένη ανάγνωση των γεγονότων; Τι πρέπει να κρατήσουμε για τη συνέχεια;
Ένα πρώτο κρατούμενο είναι η αντιμετώπιση του καπιταλισμού σαν παγκόσμιο σύστημα. Αυτό μπορεί να μοιάζει αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Πολλοί και αξιόλογοι θεωρητικοί του Μαρξισμού έχασαν το δρόμο αναζητώντας απαντήσεις μέσα στις ιδιαιτερότητες του κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού. Όμως η παγκόσμια οικονομία δεν είναι απλά το άθροισμα των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δημιουργεί τη δική του παγκόσμια οικονομική δυναμική και την επιβάλλει αμείλικτα σε κάθε είδους κοινωνίες. Αυτό έχει συνέπειες για την οπτική γωνία της Αριστεράς.
Για να πάρουμε ένα παράδειγμα: τι είδους κοινωνία ήταν η ΕΣΣΔ όταν έφτανε στο χείλος της κατάρρευσης στη δεκαετία του 1980; Ήταν «μετακαπιταλιστική», «παραμορφωμένη σοσιαλιστική» ή μήπως κάτι άλλο; Και από τι εξαρτάται η απάντηση σε αυτό το ερώτημα; Είναι δυνατό να απαντηθεί αυτό το ερώτημα αγνοώντας το διεθνές περιβάλλον και τις επιδράσεις που ασκούσε; Η δική μας παράδοση απαντάει ότι ήταν μια χώρα του κρατικού καπιταλισμού γιατί από τη στιγμή που η εργατική εξουσία της Οκτωβριανής επανάστασης αντικαταστάθηκε από την εξουσία της γραφειοκρατίας, ο καπιταλιστικός νόμος της αξίας επέβαλλε τον χαρακτήρα της συσσώρευσης που επιδίωκε η νέα άρχουσα τάξη.
Ο τρόπος που απαντάει ο καθένας έχει συνέπειες. Αν η ΕΣΣΔ ήταν κάποιας μορφής «σοσιαλισμός» ακόμα και στα χρόνια του Γκορμπατσόφ, η κρίση και κατάρρευσή της ήταν μια ευκαιρία για τον καπιταλισμό. Αν, αντίθετα, ήταν μια χώρα κρατικοκαπιταλιστική, τότε η κρίση της ήταν απλά προανάκρουσμα της ευρύτερης κρίσης του συστήματος. Να ένα αγκωνάρι της θεωρίας που επέτρεψε στη Μαρία Στύλλου να γράφει για πέρασμα της κρίσης «από την Ανατολή στη Δύση» σε εποχές που κυριαρχούσαν οι απόψεις για το θρίαμβο του καπιταλισμού.
Προφανώς αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στους επιμέρους κοινωνικούς σχηματισμούς και το παγκόσμιο σύστημα αφορά και την Ελλάδα. Υπάρχουν απόψεις που προσπαθούν να μετρήσουν πόσο καπιταλιστική χώρα είναι η δική μας περίπτωση με κριτήρια αφηρημένα, σχηματικά και μηχανιστικά. Τι ποσοστό κατέχει η βαριά βιομηχανία, πόσο το ισοζύγιο εξαρτάται από το τουριστικό συνάλλαγμα κλπ κλπ. Για δεκαετίες αυτή η προσέγγιση ήταν κυρίαρχη και κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα έχει δρόμο μπροστά της για να γίνει μια χώρα καπιταλιστική. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις στρατηγικές της Αριστεράς.
Σήμερα είναι φανερό ότι αυτές οι προσεγγίσεις ήταν λαθεμένες. Είναι αδύνατο να τοποθετήσουμε τη σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού έξω από το πλαίσιο της παγκόσμιας κρίσης του συστήματος. Πολλές απόψεις προσαρμόζονται δια της διολισθήσεως, αποφεύγοντας να εξετάσουν τη συνέπεια ανάμεσα στις προηγούμενες και τις σημερινές θέσεις τους. Ευτυχώς, αυτό δεν ισχύει για τους συγγραφείς του βιβλίου «Ο Ελληνικός Καπιταλισμός, η Παγκόσμια Οικονομία και η Κρίση». Ας πάρουμε ξανά ένα παράδειγμα από τη Μαρία Στύλλου, η οποία γράφει τον Γενάρη του 1984:
«Το ξεχείλισμα των ευρωπαϊκών οικονομικών θαυμάτων προς την περιφέρειά τους και η διασταύρωσή τους στη Μεσόγειο με το ρεύμα που ερχόταν από την πέρα όχθη, δηλαδή με την άνδρωση των κρατικών καπιταλισμών του πετρέλαιου, [δημιούργησαν] τα κύματα που ξεκόλλησαν και την Ελλάδα και την Τουρκία από τα βαλτονέρια της αγροτικής συσσώρευσης [και έσπρωξαν τους δυο καπιταλισμούς] προς νέες πιο φιλόδοξες εξορμήσεις» (σελ.169). Το συγκεκριμένο άρθρο δίνει το καλύτερο πλαίσιο για να κατανοούμε την μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού χωρίς ακατανόητες μεταπτώσεις από τα βάθη της «υπανάπτυξης» στην τελευταία λέξη της καπιταλιστικής φούσκας αρχικά και της κρίσης στη συνέχεια.
Σήμερα, ο ρόλος των τραπεζών στην οικονομική κρίση είναι κοινός τόπος, σε βαθμό μάλιστα που να θεωρείται από πολλούς ως κρίση μάλλον του τραπεζικού συστήματος παρά του καπιταλισμού. Ωστόσο αυτό αφορά περισσότερο όσους ανακάλυψαν το ρόλο των τραπεζών με καθυστέρηση, μόνο τα τελευταία χρόνια. Μια πιο έγκαιρη επισκόπηση έδειχνε ότι αυτά τα προβλήματα είχαν κάνει την εμφάνισή τους ήδη από την εποχή της κρίσης χρέους που συγκλόνισε όχι μόνο τη Λατινική Αμερική αλλά και τον βορειοαμερικάνικο ιμπεριαλισμό πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια.
Αυτό ήταν άλλο ένα από τα πολύτιμα κρατούμενα που μας επέτρεψαν ήδη από τότε να γράφουμε:
«… όταν ο πόλεμος στο Βιετνάμ ριζοσπαστικοποιούσε το κίνημα της νεολαίας στην Αμερική, οι χίππις και οι γίππις έκαιγαν δολάρια μπροστά στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης δείχνοντας συμβολικά τη διάθεσή τους να καταστρέψουν τον καπιταλισμό. Σήμερα κάποιος πρέπει να καταστρέψει στα σοβαρά αυτό το βουνό από δολάρια που πλακώνει μια ολόκληρη ήπειρο. Οι εργάτες της Λατινικής Αμερικής κρατούν το δαυλό στα χέρια τους».
Η πορεία της κρίσης του συστήματος έχει φέρει το δαυλό τώρα στα χέρια των εργατών των PIGS και ανάμεσά τους και στους εργάτες στην Ελλάδα. Είναι χρέος μας να τον χρησιμοποιήσουμε σωστά για να βάλουμε φωτιά σε αυτό το βάρβαρο σύστημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου