Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

H «στροφή» των διανοουμένων


Αρθρο αναφοράς του Μπελαντή από το όχι και τόσο μακρινό 1997..Εποχές που κάποιοι αποθέωναν τον Σημίτη σε συνέδρια(1996) και έδιωχναν μακριά χιλιάδες αριστερούς..

Είναι σαφές πως σε ορισμένους 'κύκλους' που μάλιστα σιτίσθηκαν από το καθεστώς Σημίτη αυτά παραμένουν γοητευτικά και τα τρώμε κατά πρόσωπο και σήμερα ..

H «στροφή» των διανοουμένων: Για την αδιάκριτη γοητεία του «εκσυγχρονισμού» στους αριστερούς διανοούμενους  
 
του Δημήτρη Μπελαντή  

Οι σκέψεις αυτές αφιερώνονται σε πολλούς παλιούς συντρόφους/ισσες από το φοιτητικό κίνημα και τις οργανώσεις της Αριστεράς. 

1. «Κεντροαριστερά» και αριστεροί διανοούμενοι
Η συζήτηση, η οποία διεξάγεται το τελευταίο διάστημα για την «Κεντροαριστερά» και την προσέγγιση Αριστεράς και «Κεντροαριστεράς» γνώρισε μία σημαντική ανάπτυξη με το διάλογο από τις στήλες της Ελευθεροτυπίας των Κ. Τσουκαλά, Ν. Μουζέλη και Κ. Κριμπά για την «Κεντροαριστερά». 1 Οι παραπάνω διανοητές, προερχόμενοι από τον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς ή της ευρύτερης «προοδευτικής» διανόησης των δεκαετιών 1970 και 1980 έθεσαν το πρόβλημα των νέων όρων ύπαρξης της Αριστεράς σήμερα, κατά κύριο λόγο της σοσιαλδημοκρατικής αλλά και ευρύτερα όλης της Αριστεράς. Η προβληματική της «Κεντροαριστεράς» σημαδεύει μια τομή με την αριστερή («κομμουνιστική») παράδοση της «ρήξης» ή των «ρήξεων» και άρα ένα πλησίασμα στο «Κέντρο». Την ίδια στιγμή η προβληματική αυτή αποδέχεται την υπέρβαση μιας κεϋνσιανής σοσιαλδημοκρατίας και επαγγέλλεται ένα μετακεϋνσιανό μεταρρυθμιστικό πλαίσιο, το «κοινωνικό πρόσωπο», την «κοινωνική ευαισθησία». 2
Το πλαίσιο αυτής της συζήτησης ξεκινά από δύο αφετηριακές παραδοχές:
α) το αδύνατο της επαναστατικής υπόθεσης σήμερα, «προφανώς» μετά την κατάρρευση του 1989 και β) το ξεπέρασμα του «κεϋνσιανού» κράτους παροχών στο ορατό μέλλον, παρά το ότι αυτό δεν σημαίνει το τέλος του κοινωνικού κράτους, ούτε και καθιστά αδύνατη προοπτικά την επιστροφή του κεϋνσιανισμού. Η κεντροαριστερή τοποθέτηση ιδεολογικά αντίκειται στον νεοφιλελευθερισμό (ως θεωρητικό μοντέλο ή ως ρηγκανισμό/θατσερισμό), στην πράξη όμως αναγνωρίζει τα όρια που έθεσε η νεοφιλελεύθερη ηγεμονική πρόταση από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπως η ΟΝΕ στο πλαίσιο του Μάαστριχτ ή το μετακεϋνσιανό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, επιζητώντας να είναι η «προοδευτική» παραλλαγή τους. Καθώς όμως η «Κεντροαριστερά» αναφέρεται στην αποτροπή της κοινωνίας των 2/3 και στην εξάπλωση των δικαιωμάτων προς «τα κάτω», 3 αναφαίνεται ήδη μια σαφής αντίφαση: ο πραγματικός «εκσυγχρονισμός» και όχι ο ιδεατός («προοδευτικός») στηρίζεται στη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και σε ένα αυταρχικό θεσμικό πλαίσιο.
Δεν θα επιμείνουμε σε αυτήν την διάσταση, γιατί θα ξεφεύγαμε από το εξεταζόμενο πρόβλημα, αυτό της τοποθέτησης στη συγκυρία των αριστερών διανοουμένων.
 2. Η άλωση των επιτελείων από τους αριστερούς διανοούμενους
Με την επικράτηση του Κ. Σημίτη στην κυβέρνηση, το κυβερνητικό κόμμα και την ελληνική κοινωνία παρατηρήθηκε ένα καινοφανές πολιτικό φαινόμενο: η μαζική προσχώρηση της αριστερής διανόησης στο στρατόπεδο του Κ. Σημίτη και του «αριστερού εκσυγχρονισμού». Tα επιτελεία δεν βομβαρδίστηκαν -κατά την προσφιλή έκφραση του Μάο Τσε Τουνγκ- από τους αριστερούς διανοούμενους, αλλά αλώθηκαν μαζικά από αυτούς. Προέκυψε η συστηματική στελέχωση των υπουργείων με αριστερούς ειδικούς συμβούλους, ιδίως εκ της ανανεωτικής Αριστεράς και η δημιουργία ενός «αριστερού» think-tank γύρω από την «εκσυγχρονιστική» κρατική πολιτική.
Έχουμε έτσι μία μετατόπιση των αριστερών διανοουμένων από την περιφέρεια του κράτους, τους Ιδεολογικούς Μηχανισμούς και τους θεσμούς οργάνωσης της συναίνεσης και της κοινωνικής αναπαραγωγής, στον σκληρό πυρήνα του κρατικού σχεδιασμού και προγραμματισμού, στην «καρδιά» του κράτους. Θα υποστηρίξουμε την άποψη ότι η μετατόπιση αυτή δεν υπήρξε καιροσκοπική ή πελατειακή, δεν έχουμε ατομικές βασικά στρατηγικές αλλά ιδεολογική επιλογή και πολιτική τοποθέτηση αυτών των αριστερών ή πάντως «προοδευτικών» διανοουμένων στη συγκυρία. Όσοι αριστεροί διανοούμενοι στηρίζουν τον «εκσυγχρονισμό» προβάλλουν τον ιδιαίτερο ρόλο της διανόησης ως κατηγορίας που συμβάλλει στη συγκρότηση, σε διάλογο με την «κοινωνία», ενός νέου πλαισίου κοινωνικών σχέσεων. Στο πλαίσιο αυτό θα διευρυνόταν η προστασία «παλαιών» και θα γεννιόταν η προστασία «νέων» δικαιωμάτων.
Την ίδια στιγμή θα αναπτυσσόταν ένα καθεστώς ισότητας στην απόλαυση και άσκηση των δικαιωμάτων. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν τοποθετείται ουσιαστικά στο ζήτημα της συρρίκνωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων υπό το πλαίσιο της «σύγκλισης». Αντίθετα, απαντά ιδίως στο ζήτημα της ύπαρξης κλιμακωτών διεκδικήσεων εκ μέρους των εργαζομένων, ανισότητας στην άρθρωση των αιτημάτων, «ιεραρχιών» και «προνομίων».
Αυτή η προσέγγιση βεβαίως έχει ήδη εκφρασθεί αυθεντικότερα από τον ίδιο τον Κ. Σημίτη στο πλαίσιο της κριτικής του κατά του «λαϊκισμού», αλλά και παλαιότερα στον κρατικό λόγο περί «συντεχνιών». 4 Στο βαθμό που η προβληματική της ισότητας στις διεκδικήσεις δεν αμφισβητεί το συσχετισμό δύναμης μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου σήμερα, ούτε θέτει ζητήματα «εξισωτικών» αναδιαρθρώσεων  στη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος καταλήγει συχνά σε μία άποψη νομιμοποιητική της ισότητας στη συρρίκνωση των δικαιωμάτων. Η ρητορική περί «ισότητας» εντάσσεται ακόμη σε ένα «αντιεθνικιστικό» πλαίσιο, όπου, αναγκαστικά, όρος για την μη εθνική απομόνωση είναι η αποδοχή της ΟΝΕ και η κυρίαρχη οπτική για τον «ευρωπαϊσμό». Έτσι, η παλαιότερη θεώρηση του «διεθνισμού των κινημάτων» αντικαθίσταται από τη θεώρηση του «διεθνισμού των κρατών» και της «κρατικής» άρνησης του εθνικισμού.
Από πού όμως εκπορεύεται η τοποθέτηση μεγάλου μέρους των αριστερών διανοουμένων υπέρ του «εκσυγχρονισμού»; Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι πολλοί από αυτούς είχαν με τον ίδιο ενθουσιασμό τοποθετηθεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπέρ της «αλλαγής», υποστηρίζοντάς την ή και υπερακοντίζοντάς την από τα «αριστερά».
 3. Αριστεροί διανοούμενοι και «αλλαγή»
Οι αριστεροί διανοούμενοι υπήρξαν στην Ελλάδα ουσιαστικά οι μόνοι υπαρκτοί διανοούμενοι για μεγάλο χρονικό διάστημα. 5 Αυτή η πραγματικότητα μπορεί να κατανοηθεί βάσει της ιδιαίτερης ιστορικής οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας στην Ελλάδα. Η μετεμφυλιακή στήριξη της κυριαρχίας κυρίως στον καταναγκασμό και δευτερευόντως στη συναίνεση, η δυσπιστία και «απόσταση» των λαϊκών τάξεων από το κράτος, η απουσία δεσμών βαθύτερης κοινωνικής συναίνεσης σήμαναν ένα ρήγμα στη σχέση της διανόησης προς τον κυρίαρχο κοινωνικοπολιτικό συνασπισμό. 6
Αντίστοιχα, κάθε βήμα προς τον «εκσυγχρονισμό» των καπιταλιστικών σχέσεων σφραγίσθηκε από τον λόγο της «προοδευτικής» και αριστερής διανόησης.
 Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 δημιουργούνται δύο διαφορετικές κατηγορίες «νέων διανοουμένων»: μία νέα κατηγορία «ιδεολόγων» καθώς και μία νέα κατηγορία «επιστημονικοτεχνικών διανοουμένων». Και οι δύο συνδέονται με τη μαζικοποίηση της ανώτερης και ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τη φάση ταχύρυθμης καπιταλιστικής ανάπτυξης εκείνης της περιόδου. Και οι δύο αυτές κατηγορίες τοποθετούνται βασικά αρνητικά προς το αυταρχικό και «εξαρτημένο» κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της δεξιάς διακυβέρνησης, μετεμφυλιακής αλλά και μεταπολιτευτικής, στην Αριστερά και στην Κεντροαριστερά. Η αντιπρόταση που υιοθετούν οι διανοούμενοι, σε σύνδεση με τα αριστερά κόμματα στα οποία και προσχωρούν μαζικά, αναφέρεται σε παραλλαγές ενός αριστερού κεϋνσιανισμού: «μη εξαρτημένη» ανάπτυξη βασισμένη στο δημόσιο τομέα σε συνάρθρωση με την ικανοποίηση των λαϊκών συμφερόντων και αναγκών, η «αλλαγή» με λίγα λόγια ως το όραμα της δεκαετίας του 1970.
Η τοποθέτηση αυτή των αριστερών διανοουμένων εδράζεται σε ένα νέο, μετά το 1974, πλαίσιο άσκησης της αστικής ηγεμονίας, τον αστικό εκσυγχρονισμό. Οι νέοι ηγεμονικοί όροι εμπεριέχουν την επέκταση της δράσης των ΙΜΚ και της οργάνωσης της συναίνεσης πλέον σε «δικαιοκρατική» και «εθνική» βάση, και ιδίως την αναδιοργάνωση του  τύπου και της εκπαίδευσης. 7 Η μεταρρυθμιστική στρατηγική της εξουσίας σε εκείνη την φάση εντάσσει κατ' αρχήν τους διανοούμενους μαζικά στις κρατικές λειτουργίες και τους παρέχει επιτέλους ένα όραμα προσέγγισης στην κρατική εξουσία. όσον αφορά τους αριστερούς διανοούμενους όμως τα  πράγματα είναι συνθετότερα: η ένταξη στη μεταρρυθμιστική στρατηγική  είναι ευχερής, δεδομένης της κρίσης ανατρεπτικού οράματος και του εγγενούς μεταρρυθμιστικού τους ιδεολογικού πλαισίου, αλλά και της αμφιταλάντευσής τους προς τα κινήματα του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού (που αντανακλάται και στην ιδεολογική παραγωγή ενός «μαρξισμού» εκλεκτικού και σε συγχώνευση με τον θετικισμό (σε Μαυρή-Τσεκούρα, όπ. π..), όμως διατηρείται η κρίση εμπιστοσύνης των αριστερών διανοουμένων προς τη Δεξιά ως φορέα του εκσυγχρονισμού. Αυτή η κρίση εμπιστοσύνης ως απόρροια της μετεμφυλιακής συγκυρίας ενεργοποιεί τους αριστερούς διανοουμένους στους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς για  την επίτευξη της «αλλαγής». Οι αριστεροί διανοούμενοι παραμένουν πλειοψηφικοί εντός των διανοουμένων αλλά και διατηρούν κατ' αρχήν έναν αντιδεξιό μεταρρυθμιστικό λόγο.
 Όσον αφορά τους με στενή έννοια διανοούμενους -τους «ιδεολόγους»- αυτοί αντιμετωπίζουν τον «καθοδηγητικό» τους ρόλο αυτόνομα από το σοσιαλιστικό ή τα κομμουνιστικά κόμματα: αυτοί δεν θα διαμεσολαβούνταν από το κόμμα αλλά αντίθετα το κόμμα θα τους διαμεσολαβούσε πολιτικά.
Κατά τον τρόπο αυτόν εξηγείται και ο διπλός «ακολουθητισμός» των αριστερών διανοουμένων προς την «αλλαγή» και την ανανεωτική Αριστερά μεταξύ 1977 και 1985. Προς την «αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ γιατί έτσι θα υλοποιούνταν μία  (αριστερή-σοσιαλιστική ή «δεξιά-ευρωκομμουνιστική») στρατηγική προοδευτικής (καπιταλιστικής) ανάπτυξης βασισμένης στον δημόσιο τομέα. Η ανάπτυξη αυτή θα κατέληγε βαθμιαία με την επέκταση  των κοινωνικών δικαιωμάτων και τον εκδημοκρατισμό των θεσμών στον σοσιαλισμό. Παρ' όλα αυτά η σχέση των αριστερών διανοουμένων με το ΠΑΣΟΚ -όπως φάνηκε ήδη με την κρίση του ΠΑΣΟΚ του 1975-1976- στάθηκε δύσκολη. Ιδίως η αμεσότητα στην πολιτική επικοινωνία του Ανδρέα  Παπανδρέου με τις λαϊκές μάζες, η «αυταρχική» του πρακτική αλλά και ο θεσμικός του βολονταρισμός, ακόμη η κυριαρχία των «επιστημονοτεχνικών»  μερίδων της νέας μικροαστικής τάξης (μηχανικοί) έναντι των «ιδεολόγων», η υποβάθμιση της διανόησης στον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ τροφοδότησαν την κριτική του «λαϊκισμού», ο οποίος θα μπορούσε να έχει αυταρχικές απολήξεις. 8
Στην κριτική αυτή εμπεριεχόταν η θέση ότι η «αλλαγή» δεν θα προχωρούσε με την «αρχηγική» υπανάπτυξη των θεσμών αλλά δια της ανάπτυξης της «κοινωνίας των πολιτών», δια της αναβάθμισης δηλαδή των ίδιων των διανοουμένων στη διαμεσολάβηση των  λαϊκών τάξεων και της άρθρωσης του λόγου τους από αυτούς και όχι από «γραφειοκρατικούς» μηχανισμούς. Εφόσον το ΠΑΣΟΚ δεν ενοποιούσε ως κατηγορία τους υπάρχοντες διανοούμενους αλλά ούτε και παρήγαγε νέους, αλλά λειτούργησε ως ο «μη διανοούμενος» μαζικός καθοδηγητής, η απουσία της διανόησης στη σχέση κομματικού μηχανισμού και η άμεση επικοινωνία στη σχέση ηγέτη/μαζών, μηχανισμού/μαζών -όπου ο μηχανισμός, όπως αναφέρθηκε, αναπαρήγαγε μικροαστικές ταξικότητες διαφορετικές από  αυτές των «ιδεολόγων»- νοήθηκε ως «ολοκληρωτική» πρακτική, απειλητική  για τη δημοκρατία, το Σύνταγμα, το σύστημα πολιτικών θεσμών 9 Στην κριτική αυτή ενσωματώθηκε και το περίφημο «πολιτιστικό σχίσμα», η αντίθεση δηλαδή πολιτιστικής στάθμης μεταξύ των αμόρφωτων «μαζών» και «κομματικών γραφειοκρατών» του ΠΑΣΟΚ και του ευαίσθητου κόσμου των διανοουμένων της αριστερής ανανέωσης: ένας ισχυρός πολιτιστικός ρατσισμός, ένα «σχίσμα» δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο. 10
Σε αυτήν την πολιτική λογική της «προνομιακής διαμεσολάβησης» πρέπει να αποδοθεί και η ιδιόρρυθμη σχέση των αριστερών διανοουμένων με την ανανεωτική αριστερά και το βασικό μεταπολιτευτικό φορέα της, το ΚΚΕ Εσωτερικού. 11 Δεδομένου ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το αργότερο το ΚΚΕ Εσωτερικού (τουλάχιστον η ηγετική του ομάδα) αποσυνδέθηκε από την προοπτική της επαναστατικής ανανέωσης του μαρξισμού και της διάνοιξης μιας «αριστερής» πορείας για το κομμουνιστικό κίνημα, από τη στιγμή που αυτός ο σχηματισμός θεωρητικοποίησε δια της ηγεμονίας του «δεξιού ευρωκομμουνισμού» το «δημοκρατικό δρόμο», που το ΠΑΣΟΚ επαγγελόταν να πραγματοποιήσει, λειτούργησε μεταξύ άλλων και ως η «χαλαρή» οργανωτική μορφή διαπραγμάτευσης της θέσης των (αριστερών) «ιδεολόγων» διανοουμένων στο συνασπισμό της «αλλαγής»: οι θεσμοί, το «ήθος», ο αντιλαϊκισμός ήταν οι βασικές όψεις κριτικής αλλά και περιεχομένου «διαπραγμάτευσης» των διανοουμένων ως ιδιαίτερης κατηγορίας στο σοσιαλιστικό κομματικό μοντέλο και πρακτική. Η πολιτική για το κόμμα ΠΑΣΟΚ, η καθοδηγητική ιδεολογία για τους αριστερούς διανοούμενους. Οι όψεις αυτές έπλητταν όχι μόνο κρατιστικές όψεις (και αυτές όχι από την οπτική ενός κινήματος μαζών) αλλά και ριζοσπαστικές όψεις της πολιτικής ΠΑΣΟΚ -π.χ. η κριτική στη «δημαγωγία» και στο υπερβολικό των παροχών της πρώτης τετραετίας). Δεν είναι τυχαίο ότι αυτές οι όψεις ενεγράφησαν σταθερά στον πλειοψηφικό λόγο του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς.
Από την άλλη πλευρά αυτός ο πολιτικός σχηματισμός λειτούργησε («Η έρημη χώρα», όπ. π.) ως ιμάντας μεταβίβασης των ευαισθησιών και των ιδεολογικών ρευμάτων των διανοουμένων προς τα άλλα αριστερά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ), όχι δηλαδή ως συλλογικός διανοούμενος αλλά ως ατομικός διανοούμενος που παράγει θεωρία, την οποία άλλοι θα εφαρμόσουν πολιτικά.
 4. «Αναπτυξιολαγνεία» και θεσμοκρατία
Ο λόγος των βασικών αριστερών διανοουμένων της μεταπολίτευσης για την «ανάπτυξη» 12 δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση λόγος αμφισβήτησης ή  απόρριψης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υπήρξε αντίθετα λόγος βαθιά  ριζωμένος στη σοσιαλδημοκρατική και στη σταλινική παράδοση: μήτρα του ήταν ο οικονομισμός και ο παραγωγισμός, η λατρεία της «τεχνικής» και των «παραγωγικών δυνάμεων», η «επιστροφή της Β' Διεθνούς» στην κομμουνιστική θεωρία και πολιτική, κατά την γνωστή φράση του Αλτουσέρ. 13 Η πλειοψηφική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων ήταν μία τοποθέτηση αποδοχής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας ως τεχνικής αναγκαιότητας, της θέσης της νέας μικροαστικής τάξης και των διανοουμένων μέσα σε αυτόν και ειδικότερα της ανάληψης από αυτούς διευθυντικών ρόλων στην αναπαραγωγή των σχέσεων εξουσίας (ιδεολογική επιβολή, «επιστημονική» διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, λειτουργίες διεύθυνσης του κεφαλαίου).
Η αποδοχή αυτή της καπιταλιστικής ανάπτυξης έπαιρνε πάντως έναν «προοδευτικό» χαρακτήρα στη λογική της απεξάρτησης και της εθνικά ανεξάρτητης («αυτοδύναμης») ανάπτυξης ως απαραίτητου σταδίου, καθώς και της υπέρβασης των «στρεβλώσεων» του δήθεν τόσο «ιδιόρρυθμου» ελληνικού καπιταλισμού. Πολύ γρήγορα οι ανανεωτές αριστεροί διανοούμενοι αποδέχθηκαν το πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης ως αναγκαίο όρο για μία ανεξάρτητη ανάπτυξη και άρα συνομολόγησαν ότι ο «εκσυγχρονισμός» του ελληνικού καπιταλισμού θα διενεργούνταν σε αυτό το (δομικά προσδιορισμένο) πλαίσιο.
Παράλληλα, ο λόγος των διανοουμένων για τους θεσμούς, αν και συχνά εντόπιζε πραγματικά φαινόμενα αντιδημοκρατικής πρακτικής και παραθεσμικών διαδικασιών -και τέτοια ανέδειξε και η συζήτηση για τον «λαϊκισμό»-, δεν απαντούσε ποτέ στο επίπεδο της δραστηριοποίησης και ενεργοποίησης των κοινωνικών κινημάτων αλλά μόνο στο επίπεδο της αποτελεσματικής νομιμοποίησης των κρατικών θεσμών. Η λειτουργία των θεσμών της «κοινωνίας των πολιτών» (ΜΜΕ, εκπαίδευση, όπου τέθηκε το πρόβλημα της εκσυγχρονιστικής αστικής στρατηγικής, Τοπική Αυτοδιοίκηση) αλλά και των με την στενή έννοια πολιτικών μηχανισμών  και θεσμών (π.χ. κοινοβούλιο, δικαιοσύνη) παρουσιάσθηκε ως «ουδέτερη» και υποκείμενη μόνο σε θεσμικές παρεκβάσεις και παραμορφώσεις. Απεκρύβη έτσι η μετατόπιση της πραγματικής εξουσίας από το κοινοβούλιο προς την εκτελεστική εξουσία και την κρατική-κομματική γραφειοκρατία καθώς και οι νέες μορφές ηγεμονικής οργάνωσης και πολιτικής νομιμοποίησης. 14 Έτσι, για παράδειγμα, η κριτική στον πρωθυπουργοκεντρισμό του ελληνικού πολιτεύματος μετά την συνταγματική μεταρρύθμιση του 1986 κατά βάση δεν κινήθηκε προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της αντιπροσωπευτικής και άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής, αλλά προς αυτήν της επιστροφής στις ενισχυμένες αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας στο Σύνταγμα του 1975. 15
Συνοψίζοντας: Οι αριστεροί διανοούμενοι υπήρξαν, κατά κύριο λόγο στην δεκαετία του 1980 κρατικοί διανοούμενοι, συνέβαλαν στη συγκρότηση μιας στρατηγικής της «αλλαγής», μιας στρατηγικής δηλαδή σταθεροποίησης και αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, εντεταγμένης όμως σε μια κεϋνσιανή στρατηγική που θα συμβίβαζε την καπιταλιστική ανάπτυξη με τα άμεσα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων. Εντυπωσιακό όμως παραμένει το ότι η σχέση διαμεσολάβησης των διανοουμένων στην οργάνωση της συναίνεσης γύρω από την κρατική στρατηγική υπήρξε για τους ίδιους σημαντικότερη από το ίδιο το «αναδιανεμητικό» περιεχόμενο αυτής της στρατηγικής.
Η συζήτηση για τους «θεσμούς» και τον αρχηγισμό-λαϊκισμό είναι στο επίκεντρο αυτού του αγώνα για την διαμεσολάβηση με τις ομάδες-στηρίγματα του κομματικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ. Αποτέλεσμα αυτής της στάσης των διανοουμένων είναι και το «φαινόμενο» ότι μετά την νεοφιλελεύθερη στροφή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στα 1985-1986 η κριτική των αριστερών διανοουμένων -πλην των προαναφερόμενων μειοψηφικών στάσεων- δεν επικεντρώνεται στο  κοινωνικό/ταξικό περιεχόμενο της κρατικής πολιτικής αλλά στην ένταση του αρχηγισμού και των αντιθεσμικών-παραθεσμικών του πρακτικών. 16 Η κριτική αυτή κορυφώνεται στην περίοδο του «σκανδάλου Κοσκωτά» κατά του «ανδρεϊσμού/κουτσογιωργισμού» (θυμίζουμε ενδεικτικά την συγκέντρωση υπογραφών κατά του «κλίματος της διαφθοράς» και της μη λειτουργίας των «θεσμών») και αποτελεί την ιδεολογική βάση της «κάθαρσης» και των πολιτικών του «τζανετακισμού». Οι διανοούμενοι προτείνουν ένα πολιτικό συμβόλαιο στο πλαίσιο του οποίου οι «σύγχρονες» πολιτικές δυνάμεις θα εκτοπίσουν τους «ενδιάμεσους» λαϊκιστές και παραθεσμικούς. Το «συμβόλαιο» αυτό, αν και υποστηρίζεται και από τα «αριστερά», είναι ουσιαστικά προοίμιο της προσπάθειας ηγεμονίας των νεοφιλελεύθερων στη Ελλάδα αλλά και η πρώτη σοβαρή διαπλοκή των αριστερών διανοουμένων στην υπηρεσία του σοσιαλφιλελεύθερου («ήπιου» νεοφιλελεύθερου) εκσυγχρονισμού.
Η έμφαση όμως στην «χαμένη τιμή» της αστικής πολιτικής και στην αξιοπιστία των κρατικών θεσμών καταδεικνύει την «υποβάθμιση» και ουσιαστικά την αποδοχή του νέου στρατηγικού πλαισίου. Στο σημείο αυτό -»θεσμικότητα» και ρητή αποδοχή του νέου στρατηγικού πλαισίου (ήπιος νεοφιλελευθερισμός)- οι αριστεροί διανοούμενοι συναντούν το υπό διαμόρφωση από το 1990 εκσυγχρονιστικό ρεύμα υπό τον Κ.Σημίτη και επιτυγχάνεται η όσμωση με αυτό.
Όμως η εγκατάλειψη της «αλλαγής» στο όνομα του «εκσυγχρονισμού» έχει στρατηγικά χαρακτηριστικά: πρόκειται για μορφή μεταμορφισμού κατά την γκραμσιανή έννοια, 17 για μετάβαση από μία «φιλολαϊκή» σε μία «αντιλαϊκή» κρατική στρατηγική, στην ιδεολογική στήριξη της τελευταίας. Αλλά και για ένα «ξεκαθάρισμα»: η αντίφαση ανάμεσα στον ρόλο των διανοουμένων ως «λαϊκών» διανοουμένων με μία δευτερεύουσα (έναντι των κομμάτων της «αλλαγής») λειτουργία πολιτικής συγκρότησης του λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού και στον ρόλο τους ως οργανικών διανοουμένων του αστικού κράτους και απολογητών της στρατηγικής του επιλύεται σε αυτή τη φάση υπέρ της δεύτερης κατεύθυνσης. Αυτό που αλλάζει είναι η ταξική τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων (από την «αλλαγή» ως μεταρρυθμιστική ανάπτυξη στον «εκσυγχρονισμό» και την «αναπτυξιακή» αντιμεταρρύθμιση) και η αιτία για αυτό είναι η έκβαση της ταξικής πάλης στην ελληνική κοινωνία αλλά και διεθνώς.
 5. Αριστεροί διανοούμενοι και «εκσυγχρονισμός»: η φύση του  μεταμορφισμού
  5.1. Η συγκυρία  
Η αρχή της δεκαετίας του 1990 σηματοδοτεί μία συγκυρία διπλής «ήττας» του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής υπόθεσης, ήττα όχι μεν αμετάκλητη αλλά πάντως στρατηγική για μεγάλο διάστημα. Αφ' ενός μεν η στρατηγική καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης έχει επιφέρει σημαντικά πλήγματα στα συνδικάτα και στις θέσεις μάχης και αντίστασης της εργατικής τάξης. 18 Έχει προηγηθεί η σύγκρουση με τους παραδοσιακούς κλάδους στην Βρετανία (ανθρακωρύχοι κ.ά.), η μάχη της ΦΙΑΤ στην Ιταλία, η μεγάλη απεργία της IG Metall στην Γερμανία, οι αναδιαρθρώσεις της βιομηχανίας στην Γαλλία κλπ.
 Παράλληλα η «κατάρρευση» των καθεστώτων της Ανατολής βιώνεται ως ήττα του «κομμουνισμού» και συμβάλλει στην ιδεολογική επικυριαρχία του αστικού στρατοπέδου και του νεοφιλελευθερισμού. Στο πλαίσιο αυτό οι καθολικές χειραφετητικές ιδεολογίες και επιστημονικές προσεγγίσεις (όπως ο μαρξισμός) επικρίνονται ως αναπόφευκτα «κρυπτοολοκληρωτικές». Οι αριστεροί διανοούμενοι κατά μεγάλο τμήμα τους εγκαταλείπουν τη «ρήξη» με τον καπιταλισμό και ανακαλύπτουν την γοητεία των «μερικών» αλλαγών, των «επικοινωνιακών» μοντέλων ή της ηθικοποίησης της πολιτικής.
 Όμως, ο όρος «προδοσία των διανοουμένων», 19 που συχνά  χρησιμοποιήθηκε, είναι απόλυτα σχηματικός και λαθεμένος. Και αυτό επειδή οι διανοούμενοι δεν αποτελούν τάξη με ενιαία και συνεκτική τοποθέτηση διαχρονικά και ανεξάρτητα από την συγκυρία. Στον βαθμό που ο δομικός τους προσδιορισμός απορρέει αλλά και αναπαράγει την αντίθεση χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας, η λειτουργία τους κατ' αρχήν είναι λειτουργία αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. 20 Όμως αντίστοιχα η ταξική τοποθέτηση των διανοουμένων ή τμημάτων τους παραλλάσσει ανάλογα με τις καμπές και τη συγκυρία της ταξικής πάλης και σπανίως είναι σταθερή για μεγάλο διάστημα υπέρ των επαναστατικών και ανατρεπτικών ιδεολογιών. 21
 Σε συνθήκες ανόδου των κοινωνικών αγώνων ένα τμήμα τους κερδίζεται ταξικά υπέρ της επαναστατικής υπόθεσης, όμως αυτή η «κατάκτηση» ούτε τροποποιεί ριζικά τον δομικό προσδιορισμό των διανοουμένων ως «ιδεολόγων» ή ως «τεχνικών» της νέας μικροαστικής τάξης ούτε είναι μονιμότερη και ανεξάρτητη από τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων. Άρα η μετατόπιση διεθνώς των αριστερών διανοουμένων απορρέει από τη στρατηγική ήττα του αριστερού και εργατικού κινήματος. Πολύ περισσότερο όμως: η ήττα αυτή δεν είναι άμοιρη της προγενέστερης τοποθέτησης των «αριστερών διανοουμένων». Θα πρέπει να διερευνηθεί αν η αδυναμία των «αριστερών διανοουμένων» να αρθρώσουν επαναστατικό λόγο -σε συνδυασμό και με την κρίση θεωρίας και στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος- συμβάλλει ως αυτόνομος παράγοντας στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, υπό την έννοια της θεωρητικά «ανεπαρκούς» οικοδόμησης του συλλογικού διανοούμενου.
Στην προκειμένη περίπτωση η «στροφή των διανοουμένων» στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες στις αρχές της δεκαετίας του 1990 παίρνει κυρίως την μορφή της ριζικής μεταβολής των ιδεολογικών παραστάσεων σχετικά με την έννοια του «γενικού» ή του «κοινωνικού» συμφέροντος. Η μεταβολή αυτή είναι απόρροια της στρατηγικής ηγεμονίας  του νεοφιλελευθερισμού στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες και της εγκατάλειψης των νεοκεϋνσιανών στρατηγικών, κάτω από την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και ως απάντηση στην κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου.
Η αντίληψη για το «γενικό συμφέρον» αποσυνδέεται πλέον από την υποστήριξη των άμεσων συμφερόντων των λαϊκών τάξεων και εγγράφεται μονοδιάστατα στην ιδεολογία του «εκσυγχρονισμού» και της (καπιταλιστικής) σταθεροποίησης και ανάπτυξης σε βάρος των λαϊκών τάξεων. Ως «γενικό συμφέρον» νοείται η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, η διαρκής αντιπληθωριστική πολιτική, η μείωση του εργατικού εισοδήματος, η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, η επίτευξη των στόχων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) στο πλαίσιο της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της Διακυβερνητικής Διάσκεψης.
Αντίθετα, οι θέσεις μάχης των εργαζόμενων τάξεων και της μισθωτής εργασίας εμφανίζονται κατά τρόπο πρωτοφανή ως θεσμοί αντικοινωνικοί και ως φρένα/εμπόδια για την «ανάπτυξη». Βασικά, γίνεται αποδεκτή η θέση ότι μόνο δια της ριζικής μείωσης του κόστους εργασίας θα υπάρξουν επενδύσεις και επίταση των ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης. 22 Η «σχετική» κυριαρχία του κεφαλαίου επί της εργασίας, αποδεχόμενη κάτω από την πίεση των αγώνων, ιδίως αυτών της φάσης 1965-1975, ένα επίπεδο κοινωνικών κατακτήσεων -με αποκορύφωμα ίσως την Ιταλία των αρχών του 1970 ή τη σουηδική εμπειρία-, παραχωρεί τη θέση της στην επιδίωξη απόλυτης κυριαρχίας. Η κατηγορία των διανοουμένων και ιδίως οι πρώην αριστεροί διανοούμενοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την διαδικασία.
 Στην Ελλάδα η «στροφή» των διανοουμένων παρουσιάζει έντονα τα στοιχεία της «συνέχειας». Πιστεύουμε ότι κλειδί αυτής της τομής μέσα στην συνέχεια υπήρξε η τοποθέτηση των αριστερών διανοουμένων στο ζήτημα των θεσμών και της «αναπτυξιακής» τους λειτουργίας. Αν στην προγενέστερη φάση οι αριστεροί διανοούμενοι διαφορίζονται από το ΠΑΣΟΚ στη βάση του αρχηγισμού/λαϊκισμού -υποτιθέμενη αντιθεσμική πρακτική του Ανδρέα Παπανδρέου- και εκεί εδράζεται και η συμπάθεια τμήματός τους προς τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη, στη φάση της επικράτησης των «εκσυγχρονιστών» στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και της αποτυχίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, ανακαλύπτουν στο «νέο ΠΑΣΟΚ» το ιδανικό τους «κόμμα»: όχι μόνο αναδεικνύονται στους συμμάχους μιας θεσμικά και θεσμοκρατικά προσανατολισμένης εξουσίας, αλλά ακόμη περισσότερο επιζητούν την ανάδειξη αυτού του κόμματος σε οργανωτή ενός κοινωνικού μπλοκ προνομιακά διαμεσολαβούμενου από τους «ιδεολόγους», (αλλά και τα νέα τεχνοκρατικά στρώματα, τα οποία αναβαθμίζονται κοινωνικά μέσα από την ταξική πόλωση ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών).
 Θα επιμείνουμε στο ότι η θέση περί «αναβάθμισης των αντιπροσωπευτικών θεσμών» είναι βαθύτατα ιδεολογική και παραπλανητική. Η θέση αυτή υπαινίσσεται είτε την καλύτερη λειτουργία των κοινοβουλευτικών θεσμών στο πλαίσιο του «εκσυγχρονισμού», πράγμα που κατ' αρχήν μεταφράζεται και σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις όπως π.χ. η συχνότερη και αρτιότερη λειτουργία της «ώρας του Πρωθυπουργού» στη Βουλή ή καλύτερη λειτουργία των κοινοβουλευτικών επιτροπών, είτε την καλύτερη λειτουργία της εσωκομματικής δημοκρατίας διά της παράκαμψης του αρχηγισμού και της συλλογικής λειτουργίας των οργάνων. Χωρίς να αρνούμαστε την επιμέρους αξία αυτών των μεταρρυθμίσεων υποστηρίζουμε ότι έχουν κατ' εξοχήν ιδεολογική διάσταση. Σε μία περίοδο κατά την οποία η πραγματική εξουσία δεν ανακατανέμεται υπέρ των αντιπροσωπευτικών θεσμών αλλά μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών εκτελεστικών εξουσιών στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εικόνα ενός Κοινοβουλίου που μετατρέπεται σε κέντρο διαφανούς παραγωγής πολιτικής και μάλιστα αποτελεσματικής πολιτικής είναι αναντίστοιχη προς την πραγματικότητα.
Το ίδιο αναντίστοιχη είναι και η εικόνα ενός κόμματος, το οποίο εν κενώ και ανεξάρτητα από κοινωνικά περιεχόμενα αποκτά τις χαμένες συλλογικές δημοκρατικές του διαδικασίες. Το ότι ενδεχομένως εν μέρει τις επαναποκτά δεν είναι λαθεμένο. Απλώς δεν είναι αυτό το πραγματικά διακυβευόμενο. Σε σχέση όμως με τα πραγματικά διακυβευόμενα στις μεταβολές των σχέσεων εκπροσώπησης, η διάσταση «ενίσχυση της δημοκρατίας» απέναντι σε «οργανωμένα συμφέροντα και παραδοσιακές δομές εξουσίας» συμβάλλει καθοριστικά στη νομιμοποίηση  των νέων σχέσεων εκπροσώπησης.
Ενδιαφέρουσα είναι η διάσταση της αντιστροφής του κοινωνικού περιεχομένου του όρου «ενίσχυση της δημοκρατίας». Ενώ κατά την προηγούμενη δεκαετία ο όρος αναφερόταν κυρίως σε μία μαζική κινητοποίηση, στην ενίσχυση των συνδικάτων ως προς την αναδιανεμητική τους λειτουργία και στα δικαιώματα με συλλογική/κοινωνική διάσταση, τώρα ο όρος αποκτά μία «αντικρατιστική» και αντιπελατειακή διάσταση που δίνει έμφαση στο αντισυγκεντρωτικό αλλά όχι στο διεκδικητικό σκέλος. «Δημοκρατία» δεν σημαίνει κυρίως την διεκδίκηση συλλογικών δικαιωμάτων αλλά την αποδόμηση γραφειοκρατικών  μηχανισμών, σχετικών με «ανισοκατανεμημένες» κοινωνικές παροχές.
 Σημαίνει προφανώς μια κάποια ρήξη με τον κάθετο/συγκεντρωτικό χαρακτήρα των μεταπολιτευτικών κομμάτων, όχι όμως με τη λογική συνεπαγωγή της μαζικής κινητοποίησης και δράσης. Αντίθετα, η μαζική κινητοποίηση και δράση συναρτώνται κατά κάποιο τρόπο με την  γραφειοκρατική/πελατειακή δομή και λειτουργία των μηχανισμών αναδιανομής, κομμάτων και συνδικάτων: συστατικό στοιχείο του λαϊκισμού θεωρείται η κάτω από συνθηματολογικές διατυπώσεις και «τεχνητές διαχωριστικές γραμμές» μαζική κινητοποίηση, η οποία υπερφορτώνει το  κράτος με αιτήματα (inputs) και το ωθεί σε «παραθεσμική» διαδικασία ικανοποίησής τους. Άρα, τόσο το «μαζικό» στοιχείο όσο και το φορτισμένα «κοινωνικό» αποδίδονται στο λαϊκιστικό ρεύμα με τρόπο που θυμίζει έντονα την συσχέτιση «μαζικότητας», «κινητοποίησης» και αντιδημοκρατικής πρακτικής στις θεωρίες περί «ολοκληρωτισμού». 23
Αυτό που καλείται να αντικαταστήσει το λαϊκιστικό μοντέλο είναι ένα μοντέλο «τεχνοκρατικής» επιλεκτικής -αυστηρά θεσμοθετημένης- αφομοίωσης των κοινωνικών αιτημάτων, όχι πλέον στην βάση των διαχωριστικών γραμμών και του «κομματικού» κράτους αλλά στην βάση των «αναπτυξιακών» αναγκών και της «αξιοκρατίας «. Στο πλαίσιο αυτού του μοντέλου αναπτύσσεται η αντίθεση κράτος/κοινωνία, συγκρουσιακός/συναινετικός λόγος και επιζητείται η υπέρβαση του γραφειοκρατικού μεταπολιτευτικού κόμματος. Στο κόμμα αυτό επιρρίπτεται η οργάνωση των πελατειακών σχέσεων και η αντιδημοκρατική -με την έννοια της «ανισότητας»- πρακτική των παροχών.
 Σ' αυτή την επιχειρηματολογία βρίσκεται η συμβολή των αριστερών διανοουμένων στον «εκσυγχρονισμό» των κομμάτων, δηλαδή στη συντηρητική μεταλλαγή του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: ποιο θεσμικό αντιστάθμισμα προβάλλεται έναντι του «γραφειοκρατικού» κόμματος; Ποιες είναι οι δομές της «κοινωνίας των πολιτών», οι δομές του διαλόγου που αντιστοιχούν στο νέο «σύγχρονο» πρότυπο;
5.2. Εκσυγχρονιστές διανοούμενοι της «Αριστεράς» και «μεταλλαγή»
 της αστικής πολιτικής  
Ήδη από την περίοδο διακυβέρνησης της Ν.Δ. (1990-1993) και πολύ εντονότερα κατά τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1993-1995) ενισχύεται ο λόγος περί «παρακμής του κομματικού συστήματος», περί «δεινοσαύρων» και «ανικανότητας» των κομμάτων να εκφράσουν την κοινωνία. Τα μεταπολιτευτικά κόμματα εμφανίζονται ως δυσκίνητα, πελατειακά και αντιλειτουργικά για τον «εκσυγχρονισμό» της ελληνικής κοινωνίας. Οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι της «Κεντροαριστεράς» (π.χ. Μουζέλης) πρωταγωνιστούν σε αυτήν την κριτική. Όπως έχουμε υποστηρίξει αλλού, αυτή η κριτική στα κόμματα δεν στηρίζεται στην προγραμματική τους ενότητα ως προεκτάσεων του κοινοβουλευτικούιδεολογικού μηχανισμού του κράτος και νομιμοποιητικών οργανώσεων της οργανωμένης από την εκτελεστική βασικά εξουσία αστικής ηγεμονίας, αλλά αντίθετα στον «διχαστικό»-»δημαγωγικό» χαρακτήρα της πολιτικής τους, ο οποίος οδηγεί σε μία «μη ορθολογική», «άνιση» και «κομματική» αναδιανομή των κοινωνικών παροχών. 24 Εδώ μάλιστα υιοθετείται μεθοδολογικά η διάκριση μεταξύ «κράτους παροχών» και «κοινωνικού
 κράτους», υπό την έννοια ότι το «κοινωνικό κράτος» έρχεται να αποκαταστήσει μηχανισμούς ισότητας στην κοινωνική αναδιανομή και να την απεξαρτήσει από τους γραφειοκρατικούς κομματικούς μηχανισμούς. 25
Το αντικειμενικό υπόβαθρο της «αριστερής-εκσυγχρονιστικής» κριτικής στο κομματικό σύστημα ξεκινά από μία υπαρκτή αναντιστοιχία. Ενώ δηλαδή στο κοινωνικό επίπεδο επιχειρείται ριζική αλλαγή του στρατηγικού συσχετισμού δύναμης σε βάρος της εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου, τα παραδοσιακά κόμματα και ιδίως η σοσιαλδημοκρατία συντηρούν στο εσωτερικό τους δομές που αντιστοιχούν στο «σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο» της προγενέστερης φάσης. Οι δομές αυτές αφορούν κατ' αρχήν την ανταγωνιστική εκφορά του πολιτικού λόγου, τη «διαχωριστική γραμμή δεξιά-αντιδεξιά «. 26 Η γραμμή αυτή, στην οποία αποδίδονται τα δεινά του κομματικού κράτους και η διχαστική πρακτική των κομματικών πελατειακών σχέσεων, είναι η γραμμή επί της οποίας οικοδομήθηκε ιδεολογικά ο «προοδευτικός»/λαϊκός κοινωνικός συνασπισμός στην Ελλάδα (το μπλοκ της «αλλαγής») έναντι του δεξιού/αστικού. Η διαχείριση αυτής της γραμμής από τα κόμματα της «αλλαγής» σήμανε μία ανταγωνιστική οργάνωση της πολιτικής ζωής, μία έστω ελεγχόμενη μαζική κινητοποίηση (εκλογές των «μπαλκονιών» και όχι του «καναπέ»), μία δυνατότητα σχετικά άμεσης πολιτικής συμμετοχής (κομματικές διαδικασίες), μία ενίσχυση των δημόσιων μηχανισμών κοινωνικής αναδιανομής.
Σε ένα πρώτο επίπεδο η άρση των διαχωριστικών γραμμών αντιστοιχεί στην πραγματική ενότητα των ασκούμενων πολιτικών σήμερα, σε αποχρώσεις δηλαδή ανάμεσα σε «ήπιες» και «ακραίες» νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Η ενότητα των πολιτικών προηγείται από τη συμβολική τους ιδεολογική ομογενοποίηση. Όμως η συγκρουσιακότητα, ανεξάρτητα από τη σύγκλιση των πολιτικών, αντιστοιχεί σε σχέσεις εκπροσώπησης που εγείρουν προσδοκίες ικανοποίησης των άμεσων συμφερόντων των λαϊκών τάξεων, κοινωνικής δηλαδή αναδιανομής σε καθολική κλίμακα. Το τέλος του «κεϋνσιανού» συμβολαίου σηματοδοτεί την ανάγκη για ένα πολιτικό σύστημα με πιο ευέλικτες πολιτικές εκπροσωπήσεις, αποσυνδεδεμένες από αιτήματα γενικευμένης αναδιανομής -και σε κάθε περίπτωση αποσυνδεδεμένο από ιστορικές οριοθετήσεις που παραπέμπουν στην ταξική σύγκρουση.
Το αίτημα για «ομοιόμορφη» σκέψη προβάλλεται κατά της δημαγωγίας και του «λαϊκισμού», εκείνων δηλαδή των επικοινωνιακών πρακτικών που λειτουργούν διχαστικά. Η εξειδίκευση από τους «κεντροαριστερούς» διανοούμενους της «ομοιομορφοποίησης» είναι ο λόγος περί «Κεντροαριστεράς» που συνεπάγεται το τέλος της «επαγγελίας» αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων και τη μετατόπιση της Αριστεράς προς το «Κέντρο» του πολιτικού συστήματος.
Όμως η επιχείρηση αυτή συχνά λειτουργεί με ανάστροφα αποτελέσματα:
 ενώ ο «λαϊκισμός», δηλαδή η πολωτική πολιτική πρακτική κατά την  ιδεολογική της παρουσίαση («η σύγκρουση των δύο κόσμων») λειτουργούσε  για μεγάλο διάστημα σταθεροποιητικά για το πολιτικό σύστημα, η ομογενοποίηση του πολιτικού λόγου οξύνει την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο το αίτημα που τίθεται είναι η αλλαγή του προτύπου πολιτικής επικοινωνίας. Η οργάνωση της ηγεμονικής συναίνεσης προϋποθέτει άλλου τύπου μηχανισμούς τώρα: από τα κόμματα μαζικούς οργανωτές στη βάση ενός πολλαπλά διασπώμενου και ερειζόμενου «γενικού συμφέροντος» στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όπου ακούγεται πλέον όχι ο πολωτικός και διχαστικός λόγος των κομμάτων αλλά ο λόγος της «ανάπτυξης», της «τάξης» και του «πανεθνικού» συμφέροντος, ο λόγος της «κοινής γνώμης» και των «δημοσκοπήσεων». Η νέα αυτή τάση στην οργάνωση της συναίνεσης προϋποθέτει άλλου τύπου διανοούμενους, μία «μαζική» πολιτική κουλτούρα ριζικά διαφορετική από αυτήν της «κομματικής» πολιτικοποίησης των δεκαετιών 1970 και 1980. Ως οργανωτές πολιτικοί διανοούμενοι δεν νοούνται πλέον οι παραδοσιακοί κομματικοί διανοούμενοι ή οι κομματικοί μηχανισμοί αλλά οι μικρομεσαίοι ιδεολόγοι των ΜΕDIA.
Στο πλαίσιο αυτό οι «ιδεολόγοι» διανοούμενοι υποβαθμίζονται. Παρά την αντίθεσή τους στους κομματικούς «γραφειοκράτες» του μηχανισμού, δεν διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της «μαζικής» συναίνεσης ή ο ρόλος τους «διασώζεται» μόνο στο βαθμό που ανταποκρίνονται στα κριτήρια και στις απόψεις των «ιδεολόγων» των ΜΜΕ.
Η ειδικότερη όμως σημασία των «ιδεολόγων» που προωθούν τον «εκσυγχρονισμό» παραμένει σημαντική σε ένα άλλο επίπεδο: ενισχύεται η στεγανότητα ανάμεσα σε ένα «μαζικό» δίκτυο οργάνωσης της συναίνεσης με πρωταγωνιστικό ρόλο των «κατώτερων ιδεολόγων» των ΜΜΕ και σε ένα πιο «εκλεπτυσμένο» δίκτυο οργάνωσης της συναίνεσης των «μορφωμένων» στρωμάτων της νέας μικροαστικής τάξης, των «τεχνικών» ενδιάμεσων στελεχών αλλά και διαμόρφωσης του ίδιου του πολιτικού προσωπικού. Αυτό το δίκτυο διαμεσολαβείται κυρίως από τις «εφημερίδες γνώμης» και συμβάλλει στην εμπέδωση μιας μέσης συνείδησης της «μεσαίας» στελέχωσης υπέρ της αναγκαιότητας της αναδιάρθρωσης (του «εκσυγχρονισμού») και υπέρ των στρατηγικών του νεοφιλελευθερισμού ως στρατηγικών μονόδρομων. Η σημασία του λόγου των «εκσυγχρονιστών διανοουμένων» και ιδιαίτερα των «αριστερών εκσυγχρονιστών» βρίσκεται στο ότι βοηθούν να ξεπεραστούν οι ιδεολογικές και πολιτικές «προκαταλήψεις» της προηγούμενης φάσης (ιδεολογικές αντιστάσεις απορρέουσες από τα κινήματα του μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού αλλά  και πραγματικά «οπισθοδομικά» ιδεολογικά φαινόμενα), ενοποιούν τους κομματικούς λόγους υπέρ της «ανάπτυξης», της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και του εκσυγχρονισμού και συμβάλλουν να αποκτήσει ένα «κοινωνικό» πρόσωπο η σχετικά ήπια νεοφιλελεύθερη πολιτική που προωθεί ο «κεντροαριστερός» συνασπισμός εξουσίας.
Πιο μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τροποποίηση των μηχανισμών αναδιανομής στο πλαίσιο της προσπάθειας παγίωσης ενός νέου συσχετισμού δύναμης (υπέρ του κεφαλαίου) και η σχετική επιχειρηματολογία των «αριστερών εκσυγχρονιστών». 27 Η κρίσιμη πτυχή αυτής της προβληματικής ξεκινά από τη διαπίστωση ότι το ζήτημα της κοινωνικής αναδιανομής στην  Ελλάδα δεν επιλύεται με το διάλογο των κοινωνικών ομάδων και την αναζήτηση θεσμικών/ορθολογικών διαδικασιών αλλά μέσα από την πάλη για κρατικά προνόμια και πόρους που διαμοιράζονται από το κράτος με την επιβολή κάποιων ομάδων πάνω σε άλλες στο πλαίσιο αυτού του αγώνα έναντι του κράτους.
Με βάση μία θεωρητική διάκριση μεταξύ του κοινωνικού κράτους και του κράτους παροχών γράφεται ότι το τελευταίο στηρίζεται στην συγκέντρωση εξουσίας (Σημίτης, όπ. π. σελ. 19), και στην άνιση κατανομή παροχών από τους κυβερνητικούς/κομματικούς μηχανισμούς εξουσίας. Το κράτος παροχών διαπαιδαγωγεί τις κοινωνικές ομάδες έτσι ώστε να διεκδικούν άνιση πρόσβαση στους κρατικούς πόρους: αυτή η πρακτική σηματοδοτείται ως «συντεχνιασμός». Έτσι, το «μερικό» συμφέρον υπερκαλύπτει το «γενικό» και η διεκδίκηση στρέφεται σε βάρος της κοινωνίας και άλλων κοινωνικών ομάδων. Αποτέλεσμα της υπερφόρτωσης του κράτους με συντεχνιακά και «μερικά» αιτήματα που δεν προκύπτουν από τον διάλογο και τον εναρμονισμό των συμφερόντων είναι η οικονομική κρίση, η «διαφθορά»/ανομία και η αδυναμία λειτουργίας σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Ο αρχηγισμός και η λαϊκιστική ρητορεία -με κύρια ιστορική έκφανση τον «ανδρεϊσμό»- αποτελούν τα μέσα για τη συντήρηση των πελατειακών σχέσεων. 28 Καθώς δεν υπάρχουν θεσμικά μέσα χάραξης της στρατηγικής αναδιανομής τα αντιφατικά συμφέροντα συντίθενται διά του «ντεσιζιονισμού» του αρχηγού. Η ανορθολογική και πελατειακή αναδιανομή πόρων και η «εξωθεσμική» συναίνεση συντηρήθηκε -πάντα κατά τους «εκσυγχρονιστές»- με τις εξίσου «ανορθολογικές» διαχωριστικές γραμμές του «φωτός» και του «σκότους», που οδήγησαν και τα δύο κόμματα εξουσίας στην αναπαραγωγή αυτού του  προτύπου «εξωθεσμικής» διασφάλισης της κοινωνικής συναίνεσης. Όμως το πρότυπο αυτό οδηγεί, κατά τους παραπάνω, τα κόμματα σε κρίση καθώς αποτρέπεται ο κοινωνικός διάλογος, καλλιεργούνται «κάθετες» μόνο επικοινωνιακές σχέσεις και το σύστημα υπερφορτώνεται από αιτήματα, οδηγούμενο σε αδιέξοδο.
Η απάντηση των «εκσυγχρονιστών» διανοουμένων της Αριστεράς αντιστοιχεί στην «αποφασιστική ενίσχυση της κοινωνίας», στη διαμόρφωση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» στη βάση θεσμικών/ορθολογικών διαδικασιών. 29 Στο νέο αυτό πλαίσιο καθοριστικοί δεν θα ήσαν ούτε οι γραφειοκρατικοί κρατικοί και κομματικοί μηχανισμοί ούτε ο ρόλος του χαρισματικού ηγέτη αλλά οι θεσμοί της «κοινωνίας των πολιτών». 30 Μέσα από θεσμοποιημένες διαδικασίες θα αποφάσιζαν οι ενδιαφερόμενες  κοινωνικές ομάδες λαμβάνοντας υπ' όψη το γενικό συμφέρον και τα όρια «αντοχής της οικονομίας». Τα κόμματα και τα συνδικάτα δεν θα πριμοδοτούσαν διεκδικήσεις που να «σπάνε» τα όρια του συμβολαίου και θα σέβονταν την θεσμική του υλικότητα μη ενθαρρύνοντας ανορθολογικές πρακτικές τμημάτων της κοινωνίας. Έτσι, ο θεσμοποιημένος διάλογος θα ενίσχυε όχι την επιβολή του «ισχυροτέρου» αλλά την στάθμιση του ποια συμφέροντα θα είχαν μεγαλύτερη ανάγκη ικανοποίησης και ποια όχι. Τέλος δεν θα ετίθετο μόνο ζήτημα διανομής πόρων αλλά ένα ολόκληρο προγραμματικό πλαίσιο, το οποίο θα απαντούσε στις αιτίες της άνισης κοινωνικής διανομής και όχι στα αποτελέσματά της, μακρόπνοο και παραγωγικό με επίπτωση στην παραγωγική και όχι μόνο στην καταναλωτική πρακτική των ανθρώπων.
Η σημαντικότερη, νομίζουμε, όψη της κριτικής στον λαϊκισμό/πελατειασμό εκ μέρους των «εκσυγχρονιστών» εδράζεται στο ότι κατά τις δεκαετίες 1970/1980 λειτούργησε ένα σύστημα κοινωνικής αναδιανομής που «οδήγησε» στην «υπερφόρτωση» και στην κρίση. Αυτό το σύστημα συνδύασε στην ίδια νομιμοποιητική στρατηγική πλευρές της «δημοκρατίας των ομάδων» (κλασική σοσιαλδημοκρατική στρατηγική) με παραδοσιακές ή σύγχρονες μορφές πελατειακών σχέσεων.
Χωρίς να αμφισβητούμε την ύπαρξη ή την σημασία των πελατειακών σχέσεων στην ηγεμονική οργάνωση, θεωρούμε ότι ο ρόλος τους μεταπολιτευτικά υπήρξε υποτελής σε σχέση με την τάση συγκρότησης μιας ιδιότυπης «σοσιαλδημοκρατικής» συναίνεσης. Ιδιότυπης γιατί βασίσθηκε στην απουσία παράδοσης και θεσμών κοινωνικού κράτους, και στην ανυπαρξία σημαντικών κοινωνικών κατακτήσεων. Η επαγγελία συλλογικής αναβάθμισης των όρων διαβίωσης των λαϊκών τάξεων και η πολιτικοποίηση των κοινωνικών διεκδικήσεων υπήρξαν βασικά γνωρίσματα της πολιτικής των «μεταπολιτευτικών κομμάτων» και ιδίως των κομμάτων της «Αλλαγής». Το ποιοτικό στοιχείο ιδίως της «Αλλαγής» του 1981 έγκειται στο ότι εκπροσωπήθηκαν σε έναν συνασπισμό εξουσίας αιτήματα ικανοποίησης των άμεσων συμφερόντων των εργαζομένων, ενεγράφησαν στην πολιτική του αστικού κράτους.
Το στοιχείο αυτό εισήγαγε στην διαχείριση (ταξικές) συλλογικές προσδοκίες και ανάγκες, οι οποίες ήσαν διακριτές από τις παραδοσιακές πελατειακές σχέσεις και κατ' αρχήν ήσαν ευρύτερες από τις επιμέρους κλαδικές παροχές ενός «κορπορατίστικου» μοντέλου. Η σύγκρουση των κόσμων αναφερόταν ακριβώς στο ότι ο «ένας κόσμος» διαχειρίσθηκε συλλογικές ανάγκες, γεγονός που τροποποίησε τη δυναμική και των ίδιων των πελατειακών σχέσεων αλλάζοντας το εύρος και την μορφή τους. 31 Όμως ενώ η επιχείρηση πραγματικής αναδιανομής (στην α'
 τετραετία του ΠΑΣΟΚ) και ιδίως η επαγγελία μιας μονιμότερης στρατηγικής αναδιανομής απετέλεσε ποιοτική μεταβολή, που κατέγραψε έναν συσχετισμό δύναμης υπέρ των λαϊκών τάξεων, οι «εκσυγχρονιστές» διανοούμενοι αρκούνται να δουν την μεταβολή αυτήν ως διόγκωση του προβλήματος του «πελατειασμού». 32 Αναδεικνύεται έτσι μονομερώς η δυναμική της εμπλοκής και των λαϊκών τάξεων στα πελατειακά δίκτυα και όχι η όλη μεταβολή των σχέσεων εκπροσώπησης, η οποία εντός και εκτός των θεσμικών παραμέτρων κατέγραψε μία ορισμένη νέα συμβολαιακή ρύθμιση.
Την ίδια στιγμή επικρίνονται θεσμικές και πολιτικές παράμετροι που συνδέονται με την «στρεβλή» εκπροσώπηση των λαϊκών συμφερόντων στο μπλοκ εξουσίας δια του μεταπολιτευτικού ΠΑΣΟΚ: η ανάδειξη της διαχωριστικής γραμμής με μία «νεοφιλελεύθερη» αλλά και ιστορικά αντιλαϊκή Δεξιά το 1985 μεταμορφώνεται σε «θεσμικό βολονταρισμό» και δημαγωγικό λαϊκισμό. Ως «λαϊκισμός» δεν εννοείται αυτό που πραγματικά υπήρξε, δηλαδή η μη διασαφήνιση των διαχωριστικών γραμμών και ταξικών φραγμάτων στο συνασπισμό εξουσίας του ΠΑΣΟΚ και η ιδεολογική επικυριαρχία της νέας μικροαστικής τάξης στις λαϊκές τάξεις, αλλά αυτή καθ' εαυτή η πρόταξη διαχωριστικών γραμμών μέσα στην κοινωνία, ενώ θα «έπρεπε» να προτάσσονται η «αξιοκρατία» και οι σαφείς κανόνες της λειτουργίας των θεσμών.
 Ούτε όμως ο «αρχηγισμός» μπορεί να θεωρηθεί σημείο κριτικής άμοιρο της «αναδιανεμητικής» λειτουργίας και ιδεολογίας των μεταπολιτευτικών κομμάτων. Αυτό πρέπει να συνδεθεί με το ότι η «δημοκρατία των ομάδων» (διεκδίκηση/διαπραγμάτευση/σοσιαλδημοκρατικό κοινωνικό συμβόλαιο) του ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε εν πολλοίς στον ανδρεϊσμό, ως ιδιότυπο «καισαρισμό»: έναν «καισαρισμό» που ανέκοψε την μεταπολιτευτική ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά αλλά ταυτόχρονα ενέγραψε στο συμβόλαιο ένα ελάχιστο οικοδόμησης κοινωνικού κράτους. Αυτός ο «καισαρισμός» υπήρξε αποτέλεσμα οικοδόμησης του «σοσιαλδημοκρατικού» συνασπισμού χωρίς  και ενάντια στους αριστερούς διανοούμενους και με μία «δεύτερης τάξης» συλλογική ηγεσία. Σημασία έχει ότι ο «καισαρισμός» αυτός συμπύκνωσε και εξέφρασε τη στρατηγική κοινωνικής αναδιανομής και όχι βεβαίως τον εντεινόμενο πελατειασμό. Ταυτόχρονα, ο πραγματικός «κρατισμός» του ηγεμονικού μοντέλου της δεκαετίας του 1980 είναι, υπό διαφορετικές συνθήκες, ο ενύπαρκτος σε κάθε παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική διαχείριση κρατισμός.
Ανακεφαλαιώνοντας: αυτό που θεωρείται «σύμπτωμα» λαϊκιστικής πρακτικής των μεταπολιτευτικών κομμάτων είναι ο «διχαστικός» τους λόγος, η ένταση της «αναδιανεμητικής» λειτουργίας και ιδεολογίας τους αλλά και τα θεσμικά χαρακτηριστικά τους που αντικειμενικά συνδέθηκαν με τις στρατηγικές αναδιανομής. Η κριτική αυτή δεν είναι άσχετη με το «μετακεϋνσιανό» (και εν πολλοίς αντικεϋνσιανό) σημείο αναφοράς των «αριστερών εκσυγχρονιστών» (βλ. και συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία
 Οκτώβριος 1996, όπ. π.).
Αντίθετα, το μοντέλο «αναδιανομής» που επαγγέλλονται οι «αριστεροί εκσυγχρονιστές» δεν αφορά στην ουσία του την «κοινωνία» αλλά ένα διαφορετικό τύπο κρατικής διαχείρισης της ταξικής αντίθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, τη θέση του παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού κορπορατισμού (του Κράτους Προνοίας) καταλαμβάνει ένας νέος  κορπορατισμός νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης. Προφανώς, δεν είναι σοβαρή -αν και είναι αποκαλυπτική - η θέση ότι το κοινωνικό κράτος δεν αποσκοπεί βασικά στην διανομή πόρων αλλά στην πρόληψη των ανισοτήτων (Σημίτης, όπ. π.. σελ. 35), αφού αυτές είναι σύμφυτες με την καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση. Aν η βασική κατεύθυνση του προηγούμενου προτύπου (του παρεμβατικού κράτους χαρακτηριζόμενου ως «κράτους παροχών») βρισκόταν στην κρατικά κατευθυνόμενη διαπραγμάτευση σε ένα πλαίσιο που άνισα επηρέαζε όλους τους εργαζόμενους με έναν κεντρικοποιημένο όμως και σχετικά ενιαίο τρόπο, αν ακόμη τα κόμματα παρενέβαιναν πολιτικοποιώντας το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης, αν το κράτος των κομμάτων αναλάμβανε μέρος του κόστους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, τώρα τα δεδομένα αλλάζουν. Αφ' ενός ενισχύεται η τάση ιδιωτικοποίησης της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και  της κοινωνικής ασφάλειας και η ανάπτυξη ιδιωτικών δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Η κριτική στο υπερδιογκωμένο πελατειακό Δημόσιο ενισχύει αυτήν την κριτική και της δίνει ηθικό έρεισμα. Από την άλλη πλευρά το κεντρικό κρατικά διευθυνόμενο δίκτυο διαπραγμάτευσης αντικαθίσταται από πιο ευέλικτα και αποκεντρωμένα δίκτυα (π.χ. διαπραγμάτευση ανά επιχείρηση, ενίσχυση της «αυτονομίας» των διαπραγματευτών από κόμματα, κράτος και πολιτική).
Η κριτική των «εκσυγχρονιστών» διανοουμένων περί ανισοτήτων του (παρεμβατικού) κράτους παροχών αποσιωπά το ότι η αποκέντρωση της διαπραγμάτευσης ενισχύει ακόμη μεγαλύτερες (κραυγαλέες) ανισότητες. Αφ' ενός γιατί αυξάνονται οι κατηγορίες εργαζομένων που δεν  εκπροσωπούνται στα δίκτυα διαπραγμάτευσης και τους οποίους η κεντρική διαπραγμάτευση θα ευνοούσε (ξένοι εργαζόμενοι). Αφ' ετέρου γιατί η «μερική» διαπραγμάτευση ευνοεί μία όλο και μεγαλύτερη διαβάθμιση των status, ιεράρχηση των εργαζομένων και απορύθμιση των θεσμικών καθεστώτων. Τέλος, η τάση «ενίσχυσης» των κοινωνικών εταίρων, παρά το  ότι σε διαφορετικές συγκυρίες μπορεί ανάλογα προς το συσχετισμό δύναμης να παράγει διαφορετικά αποτελέσματα, συνδέεται σαφώς με τάσεις περιορισμού της σχετικής αυτονομίας του αστικού κράτους και πιο πολιτικοποιημένης παρέμβασης συχνά των ίδιων των εκπροσώπων του κεφαλαίου στην κοινωνική διαπραγμάτευση.
Τα κόμματα πρέπει λοιπόν εκσυγχρονιζόμενα να αποδεχθούν την αποκέντρωση, αποπολιτικοποίηση και επιλεκτικότητα της κοινωνικής διαπραγμάτευσης, την «απορρύθμιση» της κοινωνικής προστασίας και της κοινωνικής διαπραγμάτευσης από την ασφυκτική κρατική ρύθμιση, να αποδεχθούν την ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής ασφάλειας και τέλος μία λειτουργία της δημόσιας διοίκησης «αξιοκρατικότερη». Το τελευταίο σημείο αναφέρεται στην εγκατάλειψη από τους «εκσυγχρονιστές» διανοούμενους του κριτηρίου των κοινωνικών αναγκών και στην αποδοχή κριτηρίων όσων έχουν τη δυνατότητα να εκφεύγουν από την κοινωνική περιθωριοποίηση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης.
Τελική παρατήρηση: το «εκσυγχρονιστικό» πρόγραμμα κοινωνικής συναίνεσης κατά πάσα πιθανότητα θα συντηρήσει και τις δευτερεύουσες μορφές των «ατομικών» ή «συλλογικών» πελατειακών σχέσεων. Όμως δεν είναι αυτό το κρίσιμο. Το κρίσιμο είναι ότι αυτό το πρόγραμμα στοχεύει στην αποδόμηση της «παρεμβατικής» φάσης του αστικού κράτους, υποκατάστατο των ελλείψεων του οποίου υπήρξαν και οι πελατειακές σχέσεις ως μορφές κοινωνικού ελέγχου και κοινωνικής συναίνεσης.
5.3. Η «αξιακά δεσμευμένη» επιχειρηματολογία του μεταμορφισμού: η ένταξη των «αξιών» σε νέες προβληματικές
Οι «αριστεροί εκσυγχρονιστές» διανοούμενοι θεμελιώνουν τη σταδιακή «μεταλλαγή» των απόψεών τους από την υποστήριξη του προγράμματος της «αλλαγής» στην υποστήριξη του προγράμματος του «εκσυγχρονισμού» -και για να είμαστε δίκαιοι στο εγχείρημα αυτό μετέχουν σήμερα και αριστεροί διανοούμενοι τοποθετημένοι στην δεκαετία του 1970 και του 1980 στα αριστερά του «μπλοκ της αλλαγής», στην «επαναστατική αριστερά»- στη συγκρότηση μιας Αριστεράς με ηθικό-αξιακό περιεχόμενο και καθολικές αξίες και στην υπέρβαση ενός δημοκρατικού σχετικισμού και φορμαλισμού (1).
Στο πλαίσιο αυτής της προβληματικής περί ηθικοποίησης της αριστερής πολιτικής, αξίες και ιδέες, οι οποίες προβάλλονταν και στην δεκαετία του 1980 (ισότητα, δημοκρατία, κοινωνική αλλαγή, ανάπτυξη, διεθνισμός), αποκτούν τώρα νέο περιεχόμενο εντασσόμενες σε ποιοτικά διαφορετικές προβληματικές (2).
1. Οι εκσυγχρονιστές διανοούμενοι της «Αριστεράς» και της «Κεντροαριστεράς» προτάσσουν μία επιταγή ηθικοποίησης της πολιτικής της Αριστεράς και θεμελίωσης του «σοσιαλισμού» σε οικουμενικώς αποδεκτές αξίες, οι οποίες και ουσιαστικοποιούν την δημοκρατία, μη εξαντλούμενη σε ένα σχετικιστικό-φορμαλιστικό πλαίσιο. 33 Ταυτόχρονα, θέτουν το πρόβλημα της ύπαρξης δεσμευτικών θεσμών και διαδικασιών για όλα τα μέλη της κοινωνίας, έτσι ώστε να λειτουργεί ενιαία για όλους και δεσμευτικά η ισχύουσα «συμβολαιακή» ρύθμιση.
1.1. Το κατ' αρχήν πρόβλημα με τις οικουμενικά και καθολικά αποδεκτές αξίες -ανεξάρτητα από τη θεωρητική συζήτηση για το «αξιολογικό» περιεχόμενο της δημοκρατίας και την επιστροφή φυσικοδικαιικών προβληματικών- αναφέρεται στην σχέση των «ιδεωδών» με το υπάρχον καθεστώς και τη νομιμοποίησή του. Μέσα από μία σύγχυση των ορίων ανάμεσα στο αφηρημένο και το συγκεκριμένο, οι οικουμενικά αποδεκτές αξίες ταυτίζονται με το συνταγματικό θεσμικό πλαίσιο των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών (τον «κοινό νομικό τους πολιτισμό») και με την υπαρκτή λειτουργία της αντιπροσωπευτικής (αστικής) δημοκρατίας ως του μόνου δυνατού δημοκρατικού πολιτεύματος.
Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος τους για την δημοκρατία ταυτίζεται -κατ' αναλογία προς τον λόγο των συμβολαιακών θεωριών στον χώρο της πολιτικής φιλοσοφίας- με τους θεσμούς της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας ως αξεπέραστο όριο, θεωρώντας εκτός συζήτησης και  «ολοκληρωτικών κατευθύνσεων» την άμεση δημοκρατία. Ομοίως ο λόγος τους για τις ελευθερίες θεωρεί αναπόσπαστο μέρος τους τα δικαιώματα ατομικής ιδιοκτησίας, ο λόγος για την κοινωνική ειρήνευση θεωρεί δεδομένους τους μηχανισμούς κρατικής βίας και αποσιωπά την συμβολή τους στο σχηματισμό της κοινωνικής συναίνεσης. 34
1.2. Εκτός όμως από το ζήτημα των οικουμενικών αξιών τίθεται με έμφαση το ζήτημα ενός δεσμευτικού για όλους («συμβολαιακού») προτύπου παραγωγής έλλογων αποφάσεων, ταυτιζόμενου και πάλι εν πολλοίς με το υπαρκτό ή έστω το αναγκαίο να υπάρξει συνταγματικό και νομικό θεσμικό πλαίσιο. Και πάλι γίνεται δεκτή η συμμετοχή των συμβαλλομένων στην σύναψη της συμβολαιακής ρύθμισης ως ελλόγων ατόμων έξω από κοινωνικούς καθορισμούς, τα οποία αγνοώντας την κοινωνική- ταξική θέση που θα καταλάβουν και τα συμφέροντά τους αποφασίζουν μόνο στην βάση του ορθού λόγου και του γενικού συμφέροντος. 35 Από την στιγμή όμως που η κοινωνία δεν αποτελεί ενιαίο σύνολο και τα μέλη της δεν συμπεριφέρονται ως ουδέτερα άτομα αλλά ως φορείς ταξικών σχέσεων, η ύπαρξη αντιτιθέμενων συμφερόντων ακυρώνει την δυνατότητα συναπόφασης με ορθολογικά κριτήρια για το «κοινό συμφέρον» και εισάγει το κρίσιμο στοιχείο του συσχετισμού δύναμης.
1.3. Ο «αριστερός» χαρακτήρας του εκσυγχρονιστικού λόγου αυτών των διανοουμένων επιτάσσει την υιοθέτηση ενός κριτηρίου «κοινωνικής αναδιανομής» και «διανεμητικής δικαιοσύνης» για τη διόρθωση των κοινωνικών ανισοτήτων και των δυσλειτουργιών κοινωνικά μηχανισμών της αγοράς, για να αποφευχθεί η περιθωριοποίηση και ο «κοινωνικός αποκλεισμός». 36 Αυτή η διάσταση τους εντάσσει κατά μία έννοια στα «κεντρώα» και «κοινωνικά ευαίσθητα» νεοσυμβολαιακά ρεύματα. 37 Όμως το κριτήριο αυτό δεν πρέπει να το δούμε τυπολατρικά. Η έννοια της «αναδιανομής» αποκτά διαφορετική σημασία στο σημερινό ιστορικό πλαίσιο από ό,τι στην δεκαετία του 1970, χάνει τον «καθολικό» της χαρακτήρα («άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων» ως βασικό αίτημα των αριστερών οργανώσεων και διανοουμένων) και γίνεται επιλεκτικότερη, συνδεόμενη με βαθείς κοινωνικούς και οργανωτικούς κερματισμούς στη  μισθωτή εργασία. Αυτό φαίνεται και από την οξεία επίθεση των «εκσυγχρονιστών» στις «συντεχνιακές» όψεις της λειτουργίας των συνδικάτων και στον 199>διεκδικητισμό» τους. Αρκούμαστε να επισημάνουμε ότι η «αναδιανομή» νοείται στενά, στα όρια του νεοφιλελεύθερου υπαρκτού προτύπου καπιταλιστικής ανάπτυξης που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις και αποσκοπεί βασικά όχι στην βελτίωση των εισοδημάτων των λαϊκών τάξεων αλλά στην αποτροπή της πλήρους περιθωριοποίησης τμήματος του πληθυσμού.
1.4. Τέλος, η ηθικοποίηση της αριστερής πολιτικής ενέχει μία διάσταση πλήρους αλλαγής οπτικής για τον στρατηγικό στόχο με την πλήρη υιοθέτηση μιας διεκδίκησης στη «μερικότητα». Με την «κατάρρευση» του 1989 ολοκληρώνεται και τυπικά πλέον για τμήμα της αριστερής διανόησης των «αναπτυγμένων» κοινωνιών η εγκατάλειψη της αναφοράς σε ένα ποιοτικά διαφορετικό κοινωνικό σχηματισμό (το «σοσιαλισμό» ή το  «κομμουνισμό») και υιοθετείται η ενίσχυση των αξιών της αλληλεγγύης και της «κοινωνίας των πολιτών» απέναντι στις οργανωμένες δομές της δύναμης και του χρήματος. 38 Γίνεται δηλαδή αποδεκτό ένα σχήμα, στο οποίο το συνταγματικό κράτος δικαίου απορροφά την ένταση ανάμεσα στα αιτήματα εκδημοκρατισμού και κοινωνικής προστασίας και στη λογική του συστήματος εξουσίας, επιτρέποντας την ανάπτυξη των πρώτων για να μην απολέσει την νομιμοποίησή του. Για τον λόγο αυτόν όμως και εν όψει των περιπετειών του Λόγου μέσα από τα αποτυχημένα «καθολικά» πειράματα, το αιτούμενο πλέον δεν είναι μία «άλλη» κοινωνία ελευθερίας αλλά η ενίσχυση των «χώρων ελευθερίας» στην υπαρκτή κεφαλαιοκρατική κοινωνία.
2. Με τα παραπάνω γίνεται φανερή η μετατόπιση του λόγου των αριστερών διανοουμένων από ένα «ευρωκομμουνιστικό» ιδεολογικό φάσμα σε ένα φάσμα φιλελεύθερης (μη «κρατικιστικής» πλέον) σοσιαλδημοκρατίας. Αξίζει όμως να κάνουμε μία αναλυτικότερη αναφορά στην μετατροπή των σημερινών «αξιών» της αριστερής πολιτικής, με αποτέλεσμα οι «ίδιες» έννοιες να διαφέρουν ποιοτικά από τις χρήσεις τους σε προγενέστερες φάσεις.
 2.1. Η αναφορά στην ισότητα αποκτά τώρα διαφορετικά χαρακτηριστικά από την περίοδο του κοινωνικού συμβολαίου της «αλλαγής». Κατά την περίοδο εκείνη το αίτημα για ισότητα στρέφεται κατά του «μονοπωλιακού κεφαλαίου» και συνδέεται με τα αιτήματα παραχωρήσεων μισθολογικών και κοινωνικών προς τους εργαζόμενους. Η ισότητα νοείται στο πλαίσιο της κατάργησης ή πάντως της επαναδιαπραγμάτευσης της αντίθεσης κεφάλαιο-εργασία. Το κανονιστικό της ηθικοπολιτικό περιεχόμενο στρέφεται εναντίον των σχέσεων εκμετάλλευσης της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας ή έστω των υπερβάσεών της («αναδιανομή του κοινωνικού προϊόντος σε βάρος του κεφαλαίου»). Παρά το ότι το κοινωνικό μοντέλο που πρότειναν τότε οι αριστεροί διανοούμενοι δεν αμφισβητούσε σε βάθος τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εξουσίας, το αίτημα για ισότητα ανταποκρινόταν σε έναν «καπιταλισμό χωρίς τους καπιταλιστές» ή πάντως με σαφώς αποδυναμωμένη την εξουσία τους. Συνεπώς, αφού δεν ετίθετο υπό αμφισβήτηση ο πυρήνας του καπιταλιστικού κοινωνικού καταμερισμού εργασίας, το αίτημα για ισότητα δεν αμφισβητούσε τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις στις λαϊκές τάξεις, τις σχέσεις ιεραρχίας ανάμεσα στη  νέα μικροαστική και στην εργατική τάξη, την αντίθεση χειρωνακτικής-διανοητικής εργασίας, την γνώση ως «εξουσία» 39 κλπ.
Τώρα το αίτημα της «ισότητας» προβάλλεται με αντιστροφή αξιών και κοινωνικών σταθμίσεων. Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική θεωρία της «αναδιανομής της πίττας» 40 δεν προσδιορίζει την «ισότητα» του «εκσυγχρονισμού». Αντίθετα, με την αναλογία επί της «πίττας» να μετακινείται σε βάρος της εργασίας, το ζήτημα της ισότητας τίθεται στο εσωτερικό της διανομής μεταξύ των φορέων της μισθωτής εργασίας.
 Επισημαίνονται κυρίως οι ανισορροπίες και οι ανισότητες των κλαδικών αιτημάτων, ο «συντεχνιασμός» των ισχυρών συνδικάτων του δημόσιουτομέα, η έλλειψη προγραμματικού πλαισίου ένταξης των διεκδικήσεων, η ύπαρξη γραφειοκρατικών δομών σε διαπλοκή με τους κομματικούς μηχανισμούς, η λειτουργία των συνδικάτων ως μακριού χεριού του κράτους-πάτρωνα και των κομματικών πολιτικών. 41 Αν λοιπόν παλαιότερα η «ισότητα» νοούνταν ως στόχος επιτεύξιμος με την διαπλοκή «αντιδεξιών»
 κομμάτων και κοινωνικών οργανώσεων, τώρα θεωρείται επιτεύξιμη διά της αποδέσμευσης των κοινωνικών οργανώσεων από τον εναγκαλισμό κομμάτων- κράτους. Το κράτος-κόμμα εγκαθιδρύει διά των ισχυρών συνδικάτων του δημόσιου τομέα ένα καθεστώς ιεραρχικών διακρίσεων εντός των  εργαζομένων και επιβάλλει έναν κορπορατισμό επιβολής των «προνομιούχων» επί των μη «προνομιούχων» εργαζομένων. Πρόκειται για μία «σύγχρονη» μορφή πελατειασμού, όπου τα «προνόμια» είναι συλλογικά και όχι ατομικά.
Η αδύνατη πλευρά αυτής της επιχειρηματολογίας βρίσκεται κατ' αρχήν στο ότι δεν ερμηνεύει σωστά την σχέση κράτους-συνδικάτων αλλά και θέτει ως όριο απαράβατο το σημερινό συσχετισμό δύναμης εργασίας και κεφαλαίου. Θεωρεί ότι τα συνδικάτα είναι «γραφειοκρατικά» και «κρατιστικά» μόνο στον βαθμό που: α) υπάρχει κρατική διαιτητική παρέμβαση στην κοινωνική διαπραγμάτευση και ανταγωνισμό, β) υπάρχει μία μόνο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια οργάνωση, 42 γ) αντανακλάται ένας άνισος συσχετισμός μεταξύ κλάδων και κατηγοριών των εργαζομένων στην κοινωνική διαπραγμάτευση.
Όμως τα συνδικάτα, στον βαθμό που δεν έχουν μία ανατρεπτική στρατηγική, ούτως ή άλλως είναι «κρατικά» (είναι κρατικοί μηχανισμοί) με την έννοια ότι συμβάλλουν στην οργάνωση της  κοινωνικής συναίνεσης αλλά και στην ρύθμιση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Όσον αφορά δε τη «διαβάθμιση», αυτή μπορεί να αντιστοιχεί είτε σε «κρατικές κορπορατιστικές στρατηγικές» (όχι «πελατειασμού» αλλά αποδόμησης της ταξικής ενότητας) είτε στην απορρόφηση των αποτελεσμάτων της ταξικής πάλης μέσα στην αστική στρατηγική (αποδοχή των «δυνατών» σημείων κατάκτησης του εργατικού κινήματος -π.χ. δημόσιος τομέας- και αξιοποίησή τους στην κοινωνική ειρήνευση). Το πρόβλημα όμως των «εκσυγχρονιστών» διανοουμένων δεν έγκειται στην λειτουργία της «ανισότητας» υπέρ της κοινωνικής ειρήνης ούτε βεβαίως στην κρατική παρέμβαση υπέρ της μη όξυνσης από ένα σημείο και πέρα του ταξικού αγώνα, αφού οι διανοούμενοι αυτοί δεν αμφισβητούν πλέον «ολικά» την καπιταλιστική κοινωνία.
 Το πρόβλημά τους έγκειται στο ότι οι «ισχυρότερες» θέσεις κάποιων τομέων του κινήματος, όπως έχουν κατακτηθεί, συνιστούν ένα όριο στην «ανάπτυξη», δηλαδή στην καπιταλιστική αναδιάρθρωση, που πρέπει να ξεπεραστεί. Ακόμη, στο ότι η υπέρβαση της «κρατικής» παρέμβασης στα συνδικάτα υπέρ μιας άμεσης διαπραγμάτευσης και ρύθμισης μεταξύ των «κοινωνικών εταίρων»-την οποία και προτείνουν- ενισχύει ένα πιο «ευέλικτο» και «απορρυθμισμένο» πρότυπο διαχείρισης της εργατικής δύναμης αλλά και των ταξικών αντιθέσεων, όπου και η «μερικότερη» ρύθμιση είναι δυνατή -συγκυριακά σίγουρα ευνοϊκότερη για το κεφάλαιο - και η συγκέντρωση δυνάμεων του κινήματος στα ισχυρά του σημεία καθίσταται αδύνατη, ενώ αναβαθμίζονται στη διαπραγμάτευση άλλα δίκτυα της «κοινωνίας των πολιτών» (π.χ. τα ΜΜΕ).
Τέλος, η επιχειρηματολογία  των «αριστερών εκσυγχρονιστών» υπέρ της ισότητας έχει και μία άλλη  όψη: από την στιγμή που το τοπίο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και  η συνακόλουθη «ευελιξία» μιας αντιλαϊκής διαχείρισης γίνεται αποδεκτή,  η συνέπεια της κοινωνικής περιθωριοποίησης είναι αυτονόητη. Το αίτημα  της «ισότητας» αποκτά έτσι, πέρα από την καταγγελία της ύπαρξης  «άνισων» θέσεων στις κατακτήσεις του κινήματος και της λειτουργίας  μιας κεντρικά ρυθμιστικής γραφειοκρατίας στο κεϋνσιανό παρεμβατικό  κράτος, και τη διάσταση μιας «φιλάνθρωπης» και «ελεήμονος» πολιτικής  απέναντι στον «αποκλεισμό» και στην «περιθωριοποίηση» με σκοπό τον  έλεγχο της διαδικασίας περιθωριοποίησης, ώστε να αποτραπούν βίαιες  κοινωνικές αναταραχές. 43
 Στο σημείο αυτό δεν είναι δυνατό να εξετασθεί σε βάθος το πραγματικό πρόβλημα της παραβίασης της «ισότητας» στο «παρεμβατικό» αστικό κράτος της προηγούμενης φάσης. 44 Μπορεί όμως να επισημανθεί ότι όσοι επικρίνουν την κορπορατιστική ανισότητα του «συγκεντρωτικού» παρεμβατικού κράτους δεν επικρίνουν τις πολύ βαθύτερες ανισότητες της σημερινής φάσης «ανάπτυξης» και του οράματος του «Μάαστριχτ» αλλά και δεν επικρίνουν το ίδιο έντονα την κανονιστική συρρίκνωση του περιεχομένου των κοινωνικών δικαιωμάτων και τη σταδιακή νομικοπολιτική τους «εγκατάλειψη».
 2.2. Η αναφορά στη δημοκρατία αποκτά και πάλι επιλεκτικό περιεχόμενο. Ως «δημοκρατία» νοείται η «συμβολαιοποίηση» των κανόνων του παιχνιδιού, η αντιστοίχιση των κανόνων των μελών της κοινωνίας στο συναπτόμενο θεσμικό «συμβόλαιο», η δεσμευτικότητα των καθορισμένων από τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας θεσμικών διαδικασιών παραγωγής «ελλόγων» αποφάσεων. Όμως και ενώ κατ' αρχήν αυτό το θεσμικό πλαίσιο θα μπορούσε να είναι «ανοιχτό» προς πάσα κατεύθυνση, η εμμονή στην υπαρκτή «ευρωπαϊκή ενοποίηση» υπό την ιδεολογική τρομοκρατία της περιθωριοποίησης της Ελλάδας- δείχνει ακριβώς ότι αυτό το «συμβόλαιο» δεν αντιστοιχεί απλώς σε κοινά δεσμευτικούς κανόνες αλλά και σε κανόνες στην βάση της αποδοχής συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού περιεχομένου (της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης). Η δεσμευτικότητα και ο «ορθολογισμός» δεν στρέφονται μόνο κατά των «πελατειακών» παραθεσμικών διαδικασιών αλλά και κατά των «αντιθεσμικών» πρακτικών, οι οποίες αντιστοιχούν σε κοινωνικές αντιστάσεις που στην ρήξη τους με τα ταξικά περιεχόμενα της αναδιάρθρωσης δεν βρίσκουν έρεισμα στην θεσμική υλικότητα του κράτους και έρχονται σε σύγκρουση με αυτήν. 45 Η δήθεν αγνόηση αυτού του  ενδεχομένου συχνά συμβαδίζει με την παραδοχή ότι ο «εκσυγχρονισμός» απαντά ως στρατηγική σε μία «σύγχρονη» εργατική τάξη χωρίς καμία συμμετοχή σε αγωνιστικές πρακτικές. 46
Όμως και ανεξάρτητα από το «κοινωνικοοικονομικό» περιεχόμενο του συμβολαίου η έννοια της δεσμευτικότητας παραπέμπει σε μία διάσταση αντιλήψεων για την δημοκρατία, όπου η άποψη των «αριστερών εκσυγχρονιστών» διανοουμένων αποτελεί περισσότερο συνέχεια παρά «τομή» με παλαιότερες αντιλήψεις τους. Παρά το ότι παλαιότερα οι αριστεροί διανοούμενοι ήταν «ανοιχτοί» σε αντιλήψεις ριζοσπαστικής δημοκρατίας και αποδέχονταν τη μαζική κινητοποίηση και συλλογική διεκδίκηση, μη θεωρώντας ως αποκλειστική μορφή έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, σαφώς αντιμετώπιζαν ανέκαθεν με δέος και καχυποψία μορφές μαζικής δράσης, μη ελεγχόμενες από τα κόμματα και τα επίσημα συνδικάτα, είτε υπό την έννοια ότι αυτές οι κινητοποιήσεις θα μπορούσαν να υπερβούν τα όρια των θεσμών της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και να οδηγήσουν σε κάποια μυθική «εκτροπή» είτε (κυρίως) υπό την έννοια ότι χωρίς την «καθοδήγηση» των διανοουμένων ως «φωτισμένης πρωτοπορίας» η κινητοποίηση θα κατέληγε στο «συντεχνιασμό», στην τυφλή εξέγερση ή στον χωρίς αρχές συμβιβασμό. Ωστόσο δεν υπήρχε αντίθεση αρχής στην μαζική κινητοποίηση και στην άμεση δημοκρατία.
 Η σημερινή αντίθεση των αριστερών διανοουμένων στην άμεση και μαζική κοινωνική κινητοποίηση γίνεται θεμελιακότερη. Αν δεχθούμε ότι οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί στην ομαλή λειτουργία τους εκφράζουν έγκυρα την τάση «ορθολογισμού» και συμβολαιακής ρύθμισης, η οποία λείπει ως τώρα στην ελληνική κοινωνία, η μαζική κινητοποίηση, η οποία αντιβαίνει στις «έλλογα» ειλημμένες αποφάσεις εντός των θεσμών, διαρρηγνύει την δεσμευτικότητα του «συμβολαίου», προσβάλλει τη λειτουργία των θεσμών και οδηγεί σε πολιτική κρίση. Ενώ δηλαδή οι «εκσυγχρονιστές» εκκινούν από μία κριτική των μεταπολιτευτικών κομμάτων ως γραφειοκρατικών και αποκομμένων από την «κοινωνία των πολιτών», στην πραγματικότητα δεν αναγνωρίζουν τη μαζική κινητοποίηση ως «έκφραση της κοινωνίας των πολιτών» αλλά συνήθως ως κατάλοιπο της συντεχνιακής-κρατιστικής λογικής. Επιπλέον η μαζική κινητοποίηση θεωρείται περιττή καθώς η διαμόρφωση ενός δικτύου επικοινωνιακών δομών αυθεντικότερου από την κομματική δημοκρατία (διά των ΜΜΕ όπου οι κυρίαρχοι διανοούμενοι έχουν ευχερή πρόσβαση) δημιουργεί την «αυταπάτη» ότι δεν υφίσταται κενό εκπροσώπησης: οι κοινωνικές ομάδες μπορούν να «εκπροσωπηθούν» από τους κυρίαρχους διανοούμενους και το προσωπικό των ΜΜΕ.
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η επιχειρηματολογία που αφορά την σύγκρουση των δικαιωμάτων των κινητοποιούμενων προς δικαιώματα «τρίτων». Αυτή ανακύπτει στα «μπλόκα των αγροτών», στις «απεργίες του διακόπτη», στις απεργίες των ναυτεργατών σε περιόδους αιχμής των μεταφορών κλπ. Η κυρίαρχη τάση στους αριστερούς διανοούμενους (η «εκσυγχρονιστική») αρνείται κάθε συλλογική διαμαρτυρία ή κινητοποίηση, η οποία αντεπιδρά αρνητικά σε άλλες ομάδες πολιτών και γενικότερα στο «κοινωνικό σύνολο». Η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται στο παραδοσιακό φιλελεύθερο επιχείρημα ότι όριο στην άσκηση του δικαιώματος του καθενός είναι τα δικαιώματα των άλλων. 47
Ανεξάρτητα από το ζήτημα ότι πραγματικά από την σκοπιά των κινημάτων η επιλογή των μορφών αγώνα μπορεί να οικοδομεί σχέσεις αλληλεγγύης των αγωνιζομένων με άλλες κοινωνικές ομάδες ή όχι, από την προαναφερόμενη οπτική γωνία ουσιαστικά απορρίπτεται το κοινωνικό κόστος από την  ανάπτυξη των κοινωνικών αγώνων. Γίνεται δεκτή μία αντίληψη «αρμονίας», κατά την οποία τα συμφέροντα όλων των τάξεων εντάσσονται σε ένα ενοποιητικό «αναπτυξιακό» συμφέρον, αλλά και ειδικότερα οι δευτερεύουσες αντιθέσεις ανάμεσα στα λαϊκά στρώματα (π.χ. ως παραγωγούς και καταναλωτές) δεν επιτρέπεται να ανακύπτουν ή να εκφράζονται. Υπερασπίζοντας τους «θιγόμενους» από τις μορφές πάλης πολίτες οι «εκσυγχρονιστές» διανοούμενοι συντάσσονται ιδεολογικά με ένα μέτωπο της κρατικής εξουσίας με τις θιγόμενες «κατηγορίες» κατάτων αγώνων, συμβάλλουν στην πολιτική του σύμπτυξη. Από την άλλη πλευρά η επιχειρηματολογία του «κόστους» προκρίνει τη σύναψη συμφώνων «ειρήνης» ως αποτρεπτικών του κοινωνικού κόστους. Μη επιτρέποντας όμως ηθικοπολιτικά στην ασθενέστερη πλευρά (αυτήν της εργασίας) να χρησιμοποιεί μέσα πάλης κατά την διαπραγμάτευση, η επιχειρηματολογία αυτή, ενώ δήθεν στρέφεται κατά των συμφερόντων των ισχυρών «συντεχνιών», στην ουσία επικυρώνει και νομιμοποιεί την ισχύ του κράτους και του κεφαλαίου στη «ρύθμιση» της ταξικής πάλης.
Συνολικότερα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι θέσεις των «εκσυγχρονιστών» για την δημοκρατία συνιστούν ένα πλέγμα τοποθετήσεων υπέρ μιας «πειθαρχημένης» κοινωνικά κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας με παραλλασσόμενης έντασης νεοφιλελεύθερο κοινωνικό/ταξικό περιεχόμενο και με κάποια πάντως ευαισθησία προς τα δικαιώματα των «περιθωριοποιούμενων» ως αντιστάθμισμα. Το «νέο κοινωνικό συμβόλαιο» επικυρώνει τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης σε βάρος της εργασίας αλλά και τους σε βάρος όχι μόνο της άμεσης δημοκρατίας αλλά και της ίδιας της αντιπροσώπευσης μετασχηματισμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
2.3. Η αναφορά στο «διεθνισμό» και η αντίθεση στον εθνικισμό τροποποιεί καίρια την κλασική αριστερή αντιεθνικιστική τοποθέτηση. Από τη στιγμή που αυτή η τοποθέτηση αναφερόταν στην αλληλεγγύη της εργατικής τάξης «πάνω από τα σύνορα», η έννοια της αλληλεγγύης αφ' ενός στηριζόταν σε ένα σχέδιο ανατρεπτικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων (υπέρβαση του εθνικού αστικού κράτους) αφ' ετέρου δεν ταυτιζόταν με τον οικουμενισμό ενός (αστικού) πολυεθνικού υπερκράτους στη θέση του σύγχρονου εθνικού. Αντίθετα, η θέση των «εκσυγχρονιστών» -με τους οποίους πάντως δεν είναι αδύνατα τακτικής φύσης αντιεθνικιστικά μέτωπα- αντιστοιχεί σε έναν κοσμοπολιτισμό 48 αλληλεγγύης και σύγκλισης των κυρίαρχων τάξεων (υποστήριξη π.χ. της «υπαρκτής» ευρωπαϊκής σύγκλισης), ο οποίος νομιμοποιεί τις αντιλαϊκές πολιτικές των «εθνικών» κυβερνήσεων και αστικών τάξεων.
Παρά τον «αντιεθνικισμό» της, η «κοσμοπολιτική» θέση των «εκσυγχρονιστών» είναι συνεπής με τα επιχειρήματα της αναδιάρθρωσης και της «πλήρους» και «απρόσκοπτης» ανάπτυξης, τα οποία χρησιμοποιούσαν σε «εθνική» βάση οι ίδιοι οι αριστεροί διανοούμενοι στην δεκαετία του 1980. Αλλάζει βεβαίως το πλαίσιο αναφοράς: τότε «αυτοδύναμη» ανάπτυξη κατά της «εξάρτησης», τώρα ανάπτυξη εναρμονισμένη με το πλαίσιο σύγκλισης. Όμως οι κοινωνικές σχέσεις, όπου στηρίζεται αυτή η (κεφαλαιοκρατική) ανάπτυξη δεν τέθηκαν  ποτέ υπό αμφισβήτηση.
 Συμπέρασμα: Το πλαίσιο «αξιών» στις οποίες αναφέρονται οι «κεντροαριστεροί» διανοούμενοι σήμερα αποδεικνύει τη μετάβαση από την νομιμοποίηση μιας «εθνικής» πολιτικής αναδιανομής υπέρ της εργασίας και ενός «παραδοσιακού»-νεοκεϋνσιανού κοινωνικού συμβολαίου στην ιδεολογική υποστήριξη μιας «διεθνούς» πολιτικής αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου με κοινωνικά αντισταθμίσματα. Πρόκειται για διαφορετικού τύπου κρατικές ιδεολογίες και για την ιδεολογική υποστήριξη/αποδοχή διαφορετικών συσχετισμών δύναμης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές κοινωνίες.
Η μετάβαση (ως μία μορφή «μεταμορφισμού») αντιστοιχεί και στην αποδόμηση του «λαϊκού κοινωνικού συνασπισμού» της Μεταπολίτευσης, στην τάση διαμόρφωσης νέων όρων άσκησης της αστικής πολιτικής σε αντίθεση προς μαζικές πρακτικές Σε αυτή τη μετάβαση αναφαίνονται και ορισμένες σταθερές της σκέψης των «αριστερών διανοουμένων» από την Μεταπολίτευση ως σήμερα: η αντίληψη για τον σοσιαλισμό και την ισότητα ως «αναδιανομή» και όχι ως ποιοτική αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων, η αντίληψη για τη δημοκρατία περιορισμένη πάντοτε στον ορίζοντα των αντιπροσωπευτικών κοινοβουλευτικών θεσμών και επιφυλακτική έως εχθρική προς την μαζική κινητοποίηση και διεκδίκηση, με σταθερό τον φόβο «προσβολής» των υπαρκτών (καπιταλιστικών) θεσμών, η αντίληψη για την «ανάπτυξη», την «τεχνική» και την παραγωγικότητα. Οι εξαιρέσεις, η άρθρωση ενός αντικαπιταλιστικού λόγου από ορισμένους αριστερούς διανοούμενους, επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

1. Ελευθεροτυπία της 21 και 22-10-1996, συζήτηση που συντόνισε ο Π. Καφετζής.
2. Για την απομάκρυνση από την παράδοση των «ρήξεων» βλ. την τοποθέτηση ιδίως του Κ.Τσουκαλά σε φ. της 21/10/1996. Για την απομάκρυνση από ένα συγκεκριμένο προγραμματικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων στο όνομα της αφηρημένης επίκλησης του «κοινωνικού προσώπου» βλ. τον ίδιο στο φ. της 22/10/1996: «Τι σημαίνει κοινωνική  ευαισθησία, εκτός από την ανάγκη να εκφέρει κανείς ρητορικά ένα λόγο, ο οποίος δεν μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί με πράγματα τα οποία συνεπιφέρουν πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις, όπως ανακατανομή, όπως κοινωνικό κράτος». Η συζήτηση για την «Κεντροαριστερά» ξεκίνησε στα τέλη του 1994 (Οκτώβριος) με σχετική έρευνα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία<.
3. Βλ. και την τοποθέτηση του Ν. Μουζέλη στην Ελευθεροτυπία<   της  22.11.1994 με τίτλο «Πελατειακές σχέσεις, λαϊκισμός υπονομεύουν τον εκσυγχρονισμό» καθώς και την κριτική του Τ. Φωτόπουλου «Εκσυγχρονισμός σοσιαλφιλελεύθερος» σε Ε της 3/12/1994 και «Εκσυγχρονισμός και άμεση δημοκρατία» σε Ε της 17/12/1994. Επίσης το άρθρο του Θ. Γιαλκέτση με τίτλο «Μοντέρνοι καιροί -η έννοια του εκσυγχρονισμού στην κοινωνική θεωρία και την πολιτική πράξη» σε Ε της 18/12/1994.
 4. Βλ. σε Κ. Σημίτη: Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός στην ελληνική κοινωνία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989. Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης θα  συγκαταλέξουμε τον νυν πρωθυπουργό στους «κεντροαριστερούς» διανοούμενους, εκτιμώντας ότι αυτή του η ουσιώδης ιδιότητα αποτελεί  σημαντικό πόλο έλξης των αριστερών διανοουμένων γύρω του.
5. Εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο «διανοούμενοι» με την στενή έννοια των «τεχνικών της ιδεολογίας» ή των «κριτικών της ιδεολογίας», όσων δηλαδή συμβάλλουν στην αναπαραγωγή (ή αρνητικά στην αποδόμηση) της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αυτή η έννοια αντιστοιχεί σε ένα υποσύνολο των «οργανικών διανοουμένων» με την γκραμσιανή έννοια (Οι διανοούμενοι, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1972 σελ. 53 επ.), καθώς δίνει ιδιαίτερη έμφαση και στα επιστημονικά-τεχνικά διανοούμενα στρώματα, στην χρήση της τεχνικής γνώσης για την οργάνωση των μαζών, εντάσσοντας και αυτές τις κατηγορίες στους οργανικούς διανοούμενους. Επίσης, είναι σαφές ότι ενώ οι διανοούμενοι από δομική θέση μπορεί να είναι «τεχνικοί της ιδεολογίας» (π.χ. πανεπιστημιακοί) η ταξική τους τοποθέτηση μπορεί να μεταστρέφει μέρος τους -συγκυριακά- από οργανικούς διανοούμενους της αστικής τάξης σε οργανικούς διανοούμενους των λαϊκών τάξεων. Για την διάκριση των «ιδεολόγων» διανοουμένων σε «κέρβερους της ιδεολογίας» και «υπαλλήλους» (κατώτερους στην ιεραρχία διανοούμενους)
 βλ. Λ. Αλτουσέρ, «Ιδεολογία και Ιδεολογικοί Μηχανισμοί του Κράτους» στο Θέσεις, Αθήνα 1983, Θεμέλιο. Σχετικά και σε Γ. Μαυρή-Θ. Τσεκούρα: «Οι απέναντι-Για τους διανοούμενους και το κράτος» σε Θέσεις, τ. 1, σελ. 61 επ.
6. Βλ. τη συνέντευξη του Ν. Πουλαντζά, «Η κρίση εξουσίας στην Ελλάδα» σε Αντί τ. 21/1975. Βλ. ακόμη για την διαμόρφωση των διανοουμένων στις δεκαετίες 1960 και 1970, Λ. Αξελού: Η κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα, Αθήνα 1984, Στοχαστής.
 7. Σε Μαυρή-Τσεκούρα όπ. π.. σελ.65-66.
 8. Βλ. ήδη από το 1977 το άρθρο των Α. Ελεφάντη/Μ. Καβουριάρη: «Σοσιαλισμός και λαϊκισμός» στον τόμο ΠΑΣΟΚ και εξουσία, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 159 επ και την κριτική του Β. ΚαπετανΓιαννη, «Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ» στον ίδιο τόμο σελ. 295 επ. Για την κριτική των διανοουμένων στο ΠΑΣΟΚ και την δύσκολη σχέση με αυτό και σε Θ. Τσεκούρα, «Η έρημη χώρα-Το παρελθόν και  το παρόν του ΚΚΕ εσ.», Θέσεις, τ. 15/1986, σελ. 85 επ.
9. Θυμίζουμε το κείμενο κριτικής των 116 αριστερών διανοουμένων την άνοιξη του 1985 στην μεθόδευση απομάκρυνσης του Κ. Καραμανλή από το ΠΑΣΟΚ. Η αντίθεση ΠΑΣΟΚ-ανανεωτικής Αριστεράς γύρω από αυτό το ζήτημα δεν μπορεί -ανεξάρτητα από την θεσμική «ορθότητα» των επιχειρημάτων- να αποσυσχετισθεί από την αντίθεση των «διανοουμένων» της  σοσιαλδημοκρατικής κομματικής γραφειοκρατίας με τους «ιδεολόγους» διανοούμενους και ιδίως την αντίθεση των πολιτιστικών τους πρακτικών.
 10. Στο πολιτιστικό σχίσμα έχω επανειλημμένα αναφερθεί σε άρθρα μου στην εφημερίδα Εποχή.
 11. Βλ. και Θ. Τσεκούρα, όπ. π..
 12. Βλ. ενδεικτικά για την «προοδευτική» λογική μιας «εξαρτημένης» και  μη ιδεατής καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα σε Ν. Μουζέλη: Όψεις Υπανάπτυξης, Αθήνα 1979, Θεμέλιο, Γ. Δερτιλή: Κοινωνικός μετασχηματισμός και στρατιωτική επέμβαση, Αθήνα 1985, Εξάντας. Όμως η λογική του στρεβλού μοντέλου ανάπτυξης και της μη ολοκλήρωσης ενός «ιδεατού» καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης στην Ελλάδα προτάθηκε και από πολύ εγκυρότερους αριστερούς διανοούμενους όπως ο Κ.
 Τσουκαλάς (Εξάρτηση και αναπαραγωγή. Ο κοινωνικός ρόλος των εκπαιδευτικών μηχανισμών στην Ελλάδα, Αθήνα 1977, Κοινωνική Ανάπτυξη και Κράτος. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα, Αθήνα 1981, Θεμέλιο). Βλ. την κριτική του Γ. Μηλιού, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Αθήνα 1988, Εξάντας.
13. Με εξαίρεση μειοψηφικές ομάδες αριστερών διανοουμένων συσπειρωμένων γύρω από έντυπα όπως οι «Θέσεις», «ο Πολίτης» κλπ., επηρεασμένων κυρίως από το έργο των Αλτουσέρ και Πουλαντζά. Η επιχειρηματολογία των αριστερών διανοουμένων γύρω από τον «Πολίτη» ήταν πάντως ιδιόμορφη καθώς συνδύασε αντιφατικά την προσπάθεια  άρθρωσης ενός κριτικού-αντικαπιταλιστικού λόγου με την αποδοχή της βασικής «ανανεωτικής» επιχειρηματολογίας για τον αρχηγισμό-λαϊκισμό. Βλ. σχετικά και την εύστοχη κριτική του Δ. Δημούλη στο βιβλίο του Α. Ελεφάντη: Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Αθήνα 1991 σε Θέσεις, τ. 38.
14. Βλ. και Λ. Φεραγιόλι, «Υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία;», σε: Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής, Αθήνα 1985 σελ. 23 επ.
15. Υπήρξαν πάντως και εξαιρέσεις. Για μια ισορροπημένη κριτική στην αναθεώρηση του 1986 βλ. Αρ. Μάνεση: Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986, Αθήνα 1989.
16. Πρβλ. ορισμένες εισηγήσεις στον τόμο Εκλογές και κόμματα στην δεκαετία του '80. Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Αθήνα 1990, ιδίως Χρ. Λυριντζή: «Εννοια και πρακτικές του λαϊκισμού» με θεωρητικές αναφορές στον Ε. Laclau ( Πολιτική και ιδεολογία στη Μαρξιστική Θεωρία, Αθήνα 1983), Π. Καζάκου:
  Οικονομική πολιτική και εκλογές -ο πολιτικός έλεγχος της οικονομίας στην Ελλάδα 1979-1989, σελ. 129 επ. Για την υιοθέτηση στην ίδια περίοδο μιας τοποθέτησης, η οποία καθιστούσε λιγότερο διακριτή την ταξική διαχωριστική γραμμή και τις ταξικές αντιθέσεις στην Ελλάδα βλ. Κ. Τσουκαλά: Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Αθήνα 1986.
17.. Στον Γκράμσι (Τετράδια της Φυλακής, ήδη από το Τετράδιο 1) η έννοια αυτή («trasformismo») αναφέρεται στην «απορρόφηση» των ριζοσπαστικών/ανατρεπτικών διανοουμένων ή των αντίστοιχων πολιτικών δυνάμεων κατά τμήματά τους από την συντήρηση και στην αποστέρηση των μαζών από την καθοδήγησή τους. Βλ. Κρ. Μπυσί-Γκλυκσμάν: Ο Γκράμσι και το κράτος, Αθήνα 1984, σελ. 70 και σελ. 140 υποσ. 101.
18..Βλ. και Η. Ιωακείμογλου σε «Θέσεις» τ. 46-49.
19.. Σχετικά με την «προδοσία των διανοουμένων» αναπτύχθηκε μία σημαντική συζήτηση στην ευρωπαϊκή Αριστερά με πολλές όμως απλουστεύσεις και σχηματοποιήσεις.
20.. Βλ. σε Ν. Πουλαντζά: Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, ελλ. μετ. Αθήνα 1981, Θεμέλιο σελ. 16 επ. για τη διάκριση «δομικού ταξικού προσδιορισμού» και «ταξικής τοποθέτησης».
21..Βλ. Λ. Αλτουσέρ, Θέσεις, όπ. π..: «Για να γίνουν 'ιδεολόγοι της εργατικής τάξης' (Λένιν), 'οργανικοί διανοούμενοι του προλεταριάτου' (Γκράμσι) οι διανοούμενοι, πρέπει να κάνουν ριζική  επανάσταση στο σύστημα των ιδεών που έχουν μακρόχρονη επιμονή και δύσκολη επανεκπαίδευση. Ένας αγώνας εξωτερικός και εσωτερικός χωρίς τέλος. Το ταξικό ένστικτο των προλεταρίων έχει ανάγκη να εκπαιδευτεί  μόνο για να μετατραπεί σε προλεταριακή ταξική τοποθέτηση. Αντίθετα, το ταξικό ένστικτο των μικροαστών και των διανοουμένων επομένως πρέπει να επαναστατικοποιηθεί... Μόνο μερικοί διανοούμενοι μπορούν να περάσουν στις ταξικές θέσεις του προλεταριάτου».
22.. Βλ. κριτικά για την άποψη αυτή Γ. Μηλιού: «Οικονομική κρίση και μερίδιο των μισθών. Ανάπτυξη μέσω λιτότητας;», Θέσεις, τ 52.
23.. Βλ. Χ. Άρεντ: Το ολοκληρωτικό φαινόμενο, Αθήνα 1988.
24.. Μία αρκετά αντιπροσωπευτική ανάλυση του «λαϊκισμού» ως κύριου χαρακτηριστικού του πολιτικού συστήματος και ως «διαρκούς» και «συνεχούς» κρισιογόνας ηγεμονικής στρατηγικής είναι αυτή του Δ. Χαραλάμπη: Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, Αθήνα 1991, Εξάντας.
 25. Βλ. για αντίστοιχες κριτικές από «σύγχρονες» θέσεις στα παραδοσιακά κόμματα, ιδίως τα εργατικά, και την κριτική ορισμένων αριστερών διανοουμένων στη Βρετανία στο Εργατικό Κόμμα της δεκαετίας του 1980 σε L. Panitch: The Impasse of Social Democratic
 Policies in: Working Class Politics in Crisis, Verso 1986 σελ. 1 επ.
26.. Για την σημασία της διαχωριστικής γραμμής «δεξιά- αντιδεξιά» βλ. και σε Γ. Μοσχονά: «Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Μεταπολίτευση (1974-1990)» στο Ν. Δεμερτζή (επιμέλεια), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Αθήνα 1994.
 27. Βλ. για την πιο «πολιτική» συμπύκνωση αυτών των απόψεων Κ. Σημίτη: Πρόταση για την στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, Αθήνα 1990, Γνώση. Βλ. στην ίδια κατεύθυνση ανάλυσης για την σχέση κοινωνίας και κράτους στην μεταπολίτευση αναλύσεις συγγραφέων αριστερής κατεύθυνσης όπως ο Δ. Χαραλάμπης, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός, όπ .π., σελ. 303-321, ο ίδιος στο «Ανορθολογικά περιεχόμενα ενός τυπικά ορθολογικού συστήματος» στον τόμο: Κοινωνία και πολιτική-όψεις της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-1994, σελ. 289 επ.
28.. Σε Δ.Χαραλάμπη, Πελατειακές σχέσεις..., όπ. π., σελ. 306. Από άλλη οπτική γωνία με αντικαπιταλιστική οπτική η κριτική στον αρχηγισμό αναζητά τις ρίζες του επίσης στην σύνθεση αντιφατικών πελατειακών συμφερόντων (βλ. Α.Ελεφάντη : Στον αστερισμό..., όπ. π.., σελ. 105, 107 κ.α.).
 29. Βλ. αυθεντικότερα Κ. Σημίτη, Πρόταση..., όπ. π., σελ. 36 επ.
 30. Για το ότι οι θεσμοί της «κοινωνίας των πολιτών» θεωρούνται «ασθενείς» στην ελληνική πραγματικότητα λόγω του «λαϊκισμού-πελατειασμού» βλ. Ν. Μουζέλη: Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημιπεριφέρεια: Ελλάδα - Βαλκάνια - Λατινική Αμερική, Αθήνα 1987, Θεμέλιο, σελ. 137 επ., Γ. Μαυρογορδάτου: Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι επαγγελματικές οργανώσεις στη σημερινή Ελλάδα, Αθήνα 1988, Δ. Σωτηρόπουλου: «Η εγγαστρίμυθη εξουσία-κοινωνία πολιτών και κεντρικό κράτος στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία», στο Κοινωνία και Πολιτική..., όπ. π., σελ. 119 επ. κ.α.
 31. Πρόκειται για αυτό που ο Κ. Σημίτης σεμνά προσδιορίζει ως «επέκταση των πελατειακών σχέσεων προς τα κάτω» («Πρόταση...», όπ. π. σελ. 15). Βλ. και Δ. Χαραλάμπη, Πελατειακές σχέσεις..., σελ. 306: «Το ΠΑΣΟΚ το 1981 διευρύνει τον κύκλο όσων αποκτούν προνόμια-διευκολύνσεις μέσω του κράτους». Μόνο βεβαίως που η αναδιανεμητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ μετά το 1981 και έως το 1985 δεν εξαντλήθηκε στην  απόκτηση «προνομίων».
 32. Βλ. Δ. Χαραλάμπη, Πελατειακές σχέσεις..., όπ. π.: «Η ένταση  της διανεμητικής λειτουργίας ενισχύει την εξωσυμβολαιακή ρύθμιση». Βλ. και σε Ν. Μουζέλη (συνέντευξη 11.1994) όπου αναφέρεται ότι η μαζικοποίηση των κομμάτων και ιδίως του ΠΑΣΟΚ δεν οδήγησε στον εκδημοκρατισμό και στον εκσυγχρονισμό τους.
 33.Βλ. Δ. Χαραλάμπη, «Ανορθολογικά περιεχόμενα...», όπ. π., σελ. 294 επ., 297 επ.
 34. Για τη γενικότερη σχέση «αξιών» και νομιμοποίησης του καθεστώτος στις νεοσυμβολαιακές θεωρίες βλ. Δ. Δημούλη, «Συνιστώσες και δομή της πολιτικής αντιπαράθεσης (β) το πρόβλημα του κοινωνικού συμβολαίου», Θέσεις, τ. 53 σελ. 15 επ., 22 επ.
 35.Βλ. και Δ. Δημούλη, όπ. π. κριτικά για την γνωστή θέση του J. Rawls ότι οι συμβαλλόμενοι προσέρχονται στην σύναψη της συμφωνίας υπό συνθήκες ενός «πέπλου αγνοίας» (Α Theory of Justice, Οxford 1971). Ο Δ. Δημούλης ορθά εστιάζει την κριτική του στον μεθοδολογικό ατομικισμό αυτών των απόψεων, οι οποίες θεωρούν τους φορείς των κοινωνικών σχέσεων ως «γυμνά» έλλογα άτομα.
36.. Βλ. και Ν. Μουζέλη, όπ. π.: «Δεν δέχομαι αυτό που λένε οι Νεοφιλελεύθεροι, πως το μόνο που χρειάζεται είναι να μικρύνει το κράτος και να αφήσεις τις αγορές να δουλεύουν μόνες τους. Δεν δουλεύουν μόνες τους».
 37. Για την έννοια της «διανεμητικής δικαιοσύνης» στο έργο του Rawls ως ανακατανομής των ωφελημάτων που απολαμβάνουν τα άτομα από την κατοχή ανόμοιων φυσικών χαρισμάτων βλ. Κ. Σταμάτη: Αστική κοινωνία, δικαιοσύνη και κοινωνική κριτική, Αθήνα 1995, Ίδρυμα Σάκη Καραγιωργα, σελ. 204-211, για τον διάλογο του Rawls με τους libertarian συγγραφείς και ιδίως με τον Nozick.
 38. Βλ. ιδίως την ανάπτυξη του Γ. Χάμπερμας: «Τι σημαίνει σοσιαλισμός σήμερα;», στον τόμο: Η επόμενη ημέρα - μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, Θεσσαλονίκη 1992, Παρατηρητής, με εισαγωγή Γ. Βούλγαρη. Κατά τον συγγραφέα μετά την κατάρρευση των «ολιστικών» λογικών (σταλινικών, λενινιστικών και φιλελεύθερων κομμουνιστικών) ο σοσιαλισμός έχει κυρίως την έννοια της αντίθεσης ανάμεσα στα κινήματα που εκφράζουν αυτόνομες σφαίρες της δημοσιότητας (τους «βιόκοσμους») και στη λογική του συστήματος, τον κόσμο της κεντρικής δημόσιας διοίκησης και του κέρδους. Στον βαθμό που η «αλληλεγγύη» αποτελεί βασική νομιμοποιητική αρχή του κράτους δικαίου και αναγκαστικά λαμβάνεται υπ' όψη ως αίτημα από το πολιτικό σύστημα, τα κινήματα μπορούν να ενισχύσουν την ύπαρξη χώρων ελευθερίας και αλληλεγγύης απέναντι στο σύστημα και την προάσπιση των δικαιωμάτων των πληττόμενων μειοψηφιών. Η λογική αυτή αποδέχεται το συνταγματικό πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας ως το καλύτερο δυνατό και το μόνο όπου το αίτημα της αλληλεγγύης μπορεί να εκφρασθεί και να ενισχυθεί έναντι των εξουσιαστικών λογικών.
39.. Με εξαίρεση τις αντικαπιταλιστικές αλλά ενδεχομένως και τις «αριστερές αντιλαϊκιστικές» τοποθετήσεις όπως των Ελεφάντη-Καβουριάρη όπ. π, κ.ά.
40.. Β. Μύλλερ / Κ. Νουζυς: «Σχετικά με τη θεωρία του κράτους κοινωνικής προνοίας», Θέσεις, τ. 1 σελ. 75 επ.
 41. Βλ. Δ. ωΣωτηρόπουλο: «Η εγγαστρίμυθη εξουσία...», όπ. π.
 42. Όπ. π.
 43. Βλ. και Κ. Σημίτη: Πρόταση..., όπ. π., σελ. 55 επ. Η κριτική στην Ν.Δ. εστιάζεται στο ότι επιδιώκει τον «εκσυγχρονισμό» με ταυτόχρονη κοινωνική περιθωριοποίηση. Η επιχειρηματολογία είναι αντιφατική γιατί μέχρι στιγμής δεν έχει εφαρμοσθεί καμία στρατηγική «εκσυγχρονισμού» χωρίς την αποδυνάμωση της εργατικής τάξης, άρα χωρίς έναν βαθμό κοινωνικής περιθωριοποίησης. Για μία κριτική στην «φιλάνθρωπη» Αριστερά βλ. και σε Δ. Μπελαντή: «Από τις μειοψηφίες σε μία νέα λαϊκή πλειοψηφία», Θέσεις τ. 57.
44.. Για το ότι η θέση ότι το «παρεμβατικό»-κεϋνσιανό κράτος γεννά από την φύση του την «μεροληπτικότητα» απευθυνόμενο σε «ομάδες» και όχι σε «ίσους και ελεύθερους πολίτες» υποστηρίχθηκε θεμελιακά από νεοφιλελεύθερους στοχαστές όπως ο Νοzick βλ. Δ. Σαραφιανού, «Θεωρητική θεμελίωση του νομικού νεοφιλελευθερισμού», στον τόμο (επιμέλεια Θ. Παπαχρήστου) Νεοφιλελευθερισμός και Δίκαιο, Σάκκουλας 1991. Επίσης βλ. τις θέσεις του F.Hayek κατά τις οποίες οι γραφειοκρατίες του «κοινωνικού κράτους» και η συντεχνιακή του δομή παραβιάζουν την «αυθόρμητη τάξη» ισότητας και ελευθερίας των πολιτών, όπως αυτή προσδιορίζεται από την αγορά, στο Law, legislation and liberty, Routledge and Kegan Paul 1982. Ανάλυση αυτών των θέσεων και σε Γ. Βούλγαρη, Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και κοινωνικό κράτος, Αθήνα 1994, σελ. 112 επ. Η συζήτηση αυτή είχε διεξαχθεί σε νομικό επίπεδο στη δεκαετία του 1960 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ως προς τη σχέση αρχής της ισότητας και απόλαυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων.
 45. Ας σκεφθούμε ότι η κριτική των αριστερών διανοουμένων του «εκσυγχρονισμού» στον «καισαρικό» λόγο του Α. Παπανδρέου «μόνος θεσμός ο λαός» (1989) δεν αφορούσε μόνο την κάλυψη των παραθεσμικών δραστηριοτήτων της εξουσίας ή έναν αντιθεσμικό «ντεσιζιονισμό» της  κομματικής εξουσίας αλλά και την ιδιόμορφη παραδοχή του  μεταπολιτευτικού «διαχαστικού» λόγου των αριστερών κομμάτων (και του  ΠΑΣΟΚ) ότι οι κοινωνικοί αγώνες, ακόμη και όταν μπορούν να βρουν  έρεισμα στους θεσμούς, δυνάμει τους υπερβαίνουν. Την αντίθεση της άμεσης δημοκρατίας των κοινωνικών κινημάτων στην λειτουργία των κρατικών θεσμών είχαν επισημάνει ήδη από την δεκαετία του 1960, 1970 νεοσυντηρητικοί αναλυτές, όπως οι Huntington, M. Crozier κ.α. Βλ. σε Γ.Βούλγαρη: Φιλελευθερισμός... όπ. π.. σελ. 37 επ. («Οι θεωρίες της ακυβερνησίας»).
 46. Για την απολογητική λειτουργία αντίστοιχων επιχειρημάτων υπέρ της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης βλ. L. Panitch, The Impasse..., όπ. π., σελ. 19 και 27 επ. Και στην Βρετανία οι θεωρητικοί του New Social Contract επιχειρηματολόγησαν κατά του «οικονομισμού» και της  ξεπερασμένης «μαχητικότητας» των συνδικάτων ως αναντίστοιχων με την «νέα ταξική δομή».
47.. Για το ότι η νεοφιλελεύθερη συναίνεση στηρίζεται στον κοινωνικό κατακερματισμό και στην πυροδότηση αντιθέσεων μεταξύ διαφορετικών  κοινωνικών κατηγοριών ως «εχθρών» του συνόλου βλ. Δ. Μπελαντή:   «Η μαχητικότητα της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας» Μέρος Β', Θέσεις, τ. 54.
48.. Για μία ανάλυση ενδεικτικά που συνδυάζει τον αντιεθνικισμό με την κριτική στον λαϊκιστικό πελατειασμό βλ. Κ. Δοξιάδη: «Στην ιδεολογία δεν έχει γίνει ακόμη το δημοψήφισμα του 1974», στον τόμο Κοινωνία και πολιτική, όπ. π.., σελ. 362 επ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου