Ξεχείλισε η υποκρισία τις τελευταίες μέρες, με την
κατακραυγή για την έκδοση της αυτοβιογραφίας του Κουφοντίνα. Οχι για το
περιεχόμενο του βιβλίου, που κανείς δεν είχε ακόμη προλάβει να διαβάσει, αλλά
για αυτό καθαυτό το γεγονός της κυκλοφορίας του, και δη από μεγάλο εκδοτικό
οίκο.
|
|
Του Τάσου Κωστόπουλου
Ακόμη και φιλελεύθεροι διανοητές διέρρηξαν τα ιμάτιά τους, αναζητώντας τον αποτελεσματικότερο δυνατό τρόπο λογοκρισίας κι ανακαλύπτοντας με φρίκη ότι κινητήρια δύναμη (και) της εκδοτικής επιχειρηματικότητας αποτελεί η επιδίωξη του κέρδους. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη για να διαπιστώσει κανείς πόσο έωλες είναι, για ακόμη μια φορά, οι κραυγές των επίδοξων λογοκριτών. Είναι ανεπίτρεπτο, υποστηρίζουν, ένας εκδοτικός οίκος να «νομιμοποιεί» τις αναμνήσεις ενός ανθρώπου τα χέρια του οποίου βάφτηκαν με αίμα. Αν ισχύει όμως κάτι τέτοιο, πρέπει να πεταχτούν στα σκουπίδια τα μισά ράφια ιστορίας των βιβλιοπωλείων: απομνημονεύματα και ημερολόγια επαγγελματιών στρατιωτικών, απλών φαντάρων, ανταρτών και καπεταναίων, γεμάτα με αφηγήσεις της συμμετοχής των (συνήθως «αμετανόητων») συγγραφέων τους σε φονικά απείρως μαζικότερα από τα αραιά χτυπήματα της 17Ν. Η βία δεν είναι εξ ορισμού καταδικαστέα από το κυρίαρχο αξιακό σύστημα· σε ουκ ολίγες περιπτώσεις, τόσο η άσκηση όσο και η εξιστόρησή της αξιολογούνται απεναντίας θετικά. Επιπλέον, κάθε τέτοια αξιολόγηση επιδέχεται αναθεωρήσεις στο πέρασμα του χρόνου. Το διαπιστώνουμε, μεταξύ άλλων, από το πώς τα σχετικά μνημονικά κενά αναπαράγονται ή καλύπτονται ανάλογα με τη συγκυρία της συγγραφής, ακόμη και σε κείμενα που αφορούν καθαγιασμένες -εθνικά ή πολιτικά- ένοπλες δραστηριότητες του παρελθόντος. Εξίσου προβληματική είναι η δεύτερη δέσμη επιχειρημάτων που επιστρατεύθηκε: ότι, εφόσον η δραστηριότητα που περιγράφει ο συγγραφέας έχει αμετάκλητα καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη ως εγκληματική, κάθε θετική αναπαράστασή της θα έπρεπε να εξοβελιστεί ή και να ποινικοποιηθεί. Στην ελληνική βιβλιαγορά κυκλοφορούν εδώ και καιρό βιβλία με τις αναμνήσεις ηγετικών στελεχών του αντίθετου «άκρου», όπως ο Παττακός, ο Μακαρέζος ή ο Λαδάς, καταδικασμένων για πολύ σοβαρότερα εγκλήματα από εκείνα της 17Ν (εσχάτη προδοσία, κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών, σφαγή του Πολυτεχνείου), δίχως κανείς να διανοηθεί -και πολύ σωστά- να καταδικάσει την έκδοσή τους. Για να μη θυμίσουμε τα βιβλία καθαρά ποινικών ισοβιτών, με τα οποία κανένα κόμμα και κανείς διανοούμενος δεν θεώρησε σκόπιμο να ασχοληθεί. |
Είναι προφανές ότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στον ενδόμυχο φόβο κάποιων ότι, στις συνθήκες της μνημονιακής λαίλαπας και της κατάρρευσης των υφιστάμενων σχέσεων πολιτικής εκπροσώπησης, η αυτοβιογραφία του Κουφοντίνα μπορεί να γεννήσει αισθήματα ταύτισης μάλλον παρά αποστροφής σε σημαντική μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Ακυρώνοντας αναδρομικά το ιδεολογικό σκέλος της αστυνομικής επιτυχίας του 2002, την κατασυκοφάντηση δηλαδή κάθε αντικαπιταλιστικής φωνής μέσα από την ηθική και πολιτική απαξίωση μιας πολλαπλά ηττημένης ένοπλης ομάδας -στόχευση που είχαν επισημάνει από τότε όσοι αντιτάχθηκαν στην καθεστωτική τρομολαγνεία (1). Ο,τι συνιστούσε περιθωριακή κραυγή επί «ισχυρής Ελλάδας», το 2002 (2) ή το 2004 (3), σήμερα αποτελεί κοινή παραδοχή· επιπλέον, μια ρημαγμένη κοινωνία που ονειρεύεται κρεμάλες στο Γουδή (4), μάλλον δεν νιώθει και τόση φρίκη για τα σαρανταπεντάρια της 17Ν. Με τις σπασμωδικές αντιδράσεις τους, οι «αντιτρομοκράτες» μας αναγνωρίζουν έτσι πανηγυρικά αυτό που αρνούνται πανηγυρικά εδώ και μια δωδεκαετία: τον πολιτικό χαρακτήρα των ποινικών αδικημάτων που σχετίζονται με την «ένοπλη προπαγάνδα» ή «τρομοκρατία».
Υγιών κοινωνικών φρονημάτων
Βάθεια Μάνης, Μάρτιος 1999. «Stop. Κουμουνιστή γύρνα
πίσω». Λίγο πριν το χωριό, το γαλάζιο σύνθημα διαλαλεί πως η πολιτικοϊδεολογική
εθνική καθαρότητα που κερδήθηκε manu militari το 1945-49 δεν είναι
διαπραγματεύσιμη –στο φαντασιακό βέβαια επίπεδο, αφού στα τοπικά μαγαζιά κανείς
δεν μας ζήτησε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων προτού μας σερβίρει. Πιο
άχρωμη, η επίσημη συμβολή της Ν.Δ. στο όλο σύμπλεγμα φέρνει στον νου το έμβλημα
της εμφυλιοπολεμικής «Χ», της οργάνωσης που πρωτοστάτησε το 1945-46 στη «λευκή
τρομοκρατία» κατά των εαμικών της περιοχής. Στην άκρη του καφενείου, ένα στέμμα
σκαλισμένο στην πέτρα, φιλοτεχνημένο την επαύριο του δημοψηφίσματος της 8ης
Δεκεμβρίου 1974, υπενθυμίζει διακριτικά πως η νομιμοφροσύνη του τόπου στον
έκπτωτο μονάρχη δεν είναι καθόλου εφήμερη. Ενδεχομένως και τις αρχικές
προσδοκίες του δημιουργού, ότι το «λάθος» της λαϊκής βούλησης δεν θ’ αργούσε να
«διορθωθεί» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.
Τάσος Κωστόπουλος
REDNotebook
Τάσος Κωστόπουλος
REDNotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου