Πάνω απ’ όλα, ό,τι και αν μας προέκυψε, ό,τι και αν συμβαίνει, ιδίως το τελευταίο διάστημα, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε στην καρδιά της μάχης. Tην ιστορικότητα των στιγμών λόγω των διακυβευμάτων που έχουν τεθεί για το μέλλον των εργαζομένων, των νέων και ευρύτερα της ελληνικής κοινωνίας. Το μέγα έργο που έχει επιτευχθεί ως τώρα, τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν στο λαό από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά, όλα, είναι η ικανή κοινή βάση στο κόμμα, που επιτρέπει και επιβάλλει άμεσα την πολιτική συνεννόηση. Μια συνεννόηση, βέβαια, με το αντίστοιχο περιεχόμενο, όσον αφορά τη δράση μας, το οποίο μπορεί να κωδικοποιηθεί στη φράση ολική επαναφορά στην κοινωνία. Δεν μπορούμε να πάμε ως τη νίκη αλλιώς. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Τρία–τέσσερα, κατά τη γνώμη μου, είναι τα συμπεράσματα από τις αναταράξεις της τελευταίας περιόδου στο εσωτερικό του κόμματος, που καταγράφηκαν, προς στιγμήν, ελπίζω, και στην πολιτική επιρροή μας.
Το πρώτο, είναι ότι επείγει η δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, η αποκατάσταση του ρόλου του μέλους, της οργάνωσης, των καθοδηγητικών οργάνων. Ιδιαίτερα της λειτουργίας της Πολιτικής Γραμματείας, η οποία πρέπει να επανακατακτήσει τον θεσμικά ορισμένο ρόλο της. Να πάψει να είναι ο αποδέκτης – επικυρωτής «προτάσεων» που έχουν εκκολαφθεί ή προδιαγραφεί - συχνά μέσω του Τύπου - έξω ή πλάι απ’ αυτή ή δήθεν εν ονόματί της. Αν αυτό είχε λειτουργήσει, είτε θα είχαν έγκαιρα και χωρίς πολιτικό κόστος αποτραπεί λανθασμένες αποφάσεις και επιλογές ή θα είχαν γίνει αποδεκτές πλειοψηφικά μεν, αλλά ομαλά και επομένως πειστικά. Γενικώς δε, θα καταλήγαμε σε πιο ενδιαφέρουσες επιλογές.
Συναφές με το ζήτημα της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος είναι και αυτό της σχέσης του με τις αυτοδιοικητικές κινήσεις. Η αυτονομία της δημοτικών κινήσεων πρέπει να προφυλαχτεί σε κάθε περίπτωση ως φυσιογνωμικό στοιχείο μας. Συχνά όμως δεν προφυλάχθηκε.
Το δεύτερο, είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξει η λειτουργία των τάσεων. Η ως τώρα πρακτική τους τείνει να εξουδετερώσει τη σωστή θεσμοθέτησή τους. Οι μόνιμες μειοψηφίες και πλειοψηφίες, η τακτική που αποβλέπει στην «κατάκτηση» όλο και περισσότερου εδάφους από τη μειοψηφία με στόχο όχι την αποτροπή λανθασμένων αποφάσεων ή βελτίωση, με προτάσεις, των τελικών αποφάσεων αλλά, την ευνοϊκότερη θέση για «περαιτέρω πίεση», τα ώτα μη ακουόντων της πλειοψηφίας, οι προσωπικές ή «τασικές» δημόσιες παραθέσεις κρίσιμων συνεδριακών θέσεων παραλλαγμένων, οδηγούν σε λάθος αποφάσεις. Στον κόσμο του κόμματος και των φίλων του διαχέεται ένα αντιπαραθετικό ή δυσάρεστο κλίμα.
Το τρίτο είναι η αποκατάσταση της ετοιμότητάς μας να είμαστε έγκαιρα, με προτάσεις και μαχητικότητα μέσα στην κοινωνία, εκεί όπου αναδεικνύονται ή αναδεικνύουμε προβλήματα. Συχνά παρουσιάζουμε κενά στο ρυθμό μας, στην επαφή μας με τον κόσμο που υποφέρει. Αυτή η «αμέλεια» έχει διάφορες αιτίες, πάντως επείγει να καταπολεμηθεί. Και είναι από τα πιο εύκολα.
Το τέταρτο είναι ότι οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρέπει επειγόντως στη μάχη που δίνουμε, στο περιεχόμενό της, να μειωθεί η υπέρ-πολιτικοποίησή και να αυξηθεί η κινηματική – προγραμματική διάστασή τους. Ο δεύτερος γύρος, όπως φαίνεται από την πληθώρα των συνδυασμών που κατεβαίνουν, θα είναι ο καθοριστικός. Τα ψηφοδέλτια που στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει επομένως να αποδείξουν την ικανότητά τους να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας. Ότι, δηλαδή, μπορούν να διοικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες, απέναντι στις συνασπισμένες κυβερνητικές μνημονιακές – συντηρητικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας την υλοποίηση όχι μόνο ενός σταθερού αντιμνημονιακού τοπικού προγράμματος, αλλά και ταυτόχρονα εξουδετερώνοντας φθαρμένους θεσμούς, νοοτροπίες και πρακτικές του παρελθόντος, που υπήρχαν πριν το μνημόνιο.
Είναι όλος ο χρόνος μπροστά μας. Μπορούμε να καθίσουμε, η Γραμματεία, η Κεντρική Επιτροπή, όλοι, να βρούμε την απαραίτητη συνεννόηση, το περιεχόμενό της, καθώς και την πρακτική της υλοποίησής της. Επιβάλλεται αυτό να επιχειρηθεί, να γίνει πράξη και μάλιστα επειγόντως. Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αλλιώς, μάχη δεν δίνεται.
Τρία–τέσσερα, κατά τη γνώμη μου, είναι τα συμπεράσματα από τις αναταράξεις της τελευταίας περιόδου στο εσωτερικό του κόμματος, που καταγράφηκαν, προς στιγμήν, ελπίζω, και στην πολιτική επιρροή μας.
Το πρώτο, είναι ότι επείγει η δημοκρατική λειτουργία του κόμματος, η αποκατάσταση του ρόλου του μέλους, της οργάνωσης, των καθοδηγητικών οργάνων. Ιδιαίτερα της λειτουργίας της Πολιτικής Γραμματείας, η οποία πρέπει να επανακατακτήσει τον θεσμικά ορισμένο ρόλο της. Να πάψει να είναι ο αποδέκτης – επικυρωτής «προτάσεων» που έχουν εκκολαφθεί ή προδιαγραφεί - συχνά μέσω του Τύπου - έξω ή πλάι απ’ αυτή ή δήθεν εν ονόματί της. Αν αυτό είχε λειτουργήσει, είτε θα είχαν έγκαιρα και χωρίς πολιτικό κόστος αποτραπεί λανθασμένες αποφάσεις και επιλογές ή θα είχαν γίνει αποδεκτές πλειοψηφικά μεν, αλλά ομαλά και επομένως πειστικά. Γενικώς δε, θα καταλήγαμε σε πιο ενδιαφέρουσες επιλογές.
Συναφές με το ζήτημα της δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος είναι και αυτό της σχέσης του με τις αυτοδιοικητικές κινήσεις. Η αυτονομία της δημοτικών κινήσεων πρέπει να προφυλαχτεί σε κάθε περίπτωση ως φυσιογνωμικό στοιχείο μας. Συχνά όμως δεν προφυλάχθηκε.
Το δεύτερο, είναι ότι πρέπει ν’ αλλάξει η λειτουργία των τάσεων. Η ως τώρα πρακτική τους τείνει να εξουδετερώσει τη σωστή θεσμοθέτησή τους. Οι μόνιμες μειοψηφίες και πλειοψηφίες, η τακτική που αποβλέπει στην «κατάκτηση» όλο και περισσότερου εδάφους από τη μειοψηφία με στόχο όχι την αποτροπή λανθασμένων αποφάσεων ή βελτίωση, με προτάσεις, των τελικών αποφάσεων αλλά, την ευνοϊκότερη θέση για «περαιτέρω πίεση», τα ώτα μη ακουόντων της πλειοψηφίας, οι προσωπικές ή «τασικές» δημόσιες παραθέσεις κρίσιμων συνεδριακών θέσεων παραλλαγμένων, οδηγούν σε λάθος αποφάσεις. Στον κόσμο του κόμματος και των φίλων του διαχέεται ένα αντιπαραθετικό ή δυσάρεστο κλίμα.
Το τρίτο είναι η αποκατάσταση της ετοιμότητάς μας να είμαστε έγκαιρα, με προτάσεις και μαχητικότητα μέσα στην κοινωνία, εκεί όπου αναδεικνύονται ή αναδεικνύουμε προβλήματα. Συχνά παρουσιάζουμε κενά στο ρυθμό μας, στην επαφή μας με τον κόσμο που υποφέρει. Αυτή η «αμέλεια» έχει διάφορες αιτίες, πάντως επείγει να καταπολεμηθεί. Και είναι από τα πιο εύκολα.
Το τέταρτο είναι ότι οι δημοτικές και περιφερειακές εκλογές έχουν τα δικά τους, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρέπει επειγόντως στη μάχη που δίνουμε, στο περιεχόμενό της, να μειωθεί η υπέρ-πολιτικοποίησή και να αυξηθεί η κινηματική – προγραμματική διάστασή τους. Ο δεύτερος γύρος, όπως φαίνεται από την πληθώρα των συνδυασμών που κατεβαίνουν, θα είναι ο καθοριστικός. Τα ψηφοδέλτια που στηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει επομένως να αποδείξουν την ικανότητά τους να κερδίσουν την εμπιστοσύνη της μεγάλης πλειοψηφίας. Ότι, δηλαδή, μπορούν να διοικήσουν τους δήμους και τις περιφέρειες, απέναντι στις συνασπισμένες κυβερνητικές μνημονιακές – συντηρητικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας την υλοποίηση όχι μόνο ενός σταθερού αντιμνημονιακού τοπικού προγράμματος, αλλά και ταυτόχρονα εξουδετερώνοντας φθαρμένους θεσμούς, νοοτροπίες και πρακτικές του παρελθόντος, που υπήρχαν πριν το μνημόνιο.
Είναι όλος ο χρόνος μπροστά μας. Μπορούμε να καθίσουμε, η Γραμματεία, η Κεντρική Επιτροπή, όλοι, να βρούμε την απαραίτητη συνεννόηση, το περιεχόμενό της, καθώς και την πρακτική της υλοποίησής της. Επιβάλλεται αυτό να επιχειρηθεί, να γίνει πράξη και μάλιστα επειγόντως. Δεν είναι καθόλου δύσκολο. Αλλιώς, μάχη δεν δίνεται.
Παύλος Κλαυδιανός
Πηγη: Εποχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου