Των Παναγιώτη Δήμα και Γιάννη Μάργαρη
|
|
Σίγουρα, η αναμέτρηση στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης παίζει στη συγκεκριμένη καμπή που βρισκόμαστε έναν ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά αν τη δούμε υπό το πρίσμα της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά ένας από τους τομείς που έχουν διερευνηθεί λίγο σχετίζεται με τον κοινωνικό μετασχηματισμό, τις κοινωνικές συμμαχίες και το ρόλο διαταξικών στρωμάτων, όπως η νεολαία, σε αυτή τη μάχη. Ζητήματα που εν πολλοίς θα κρίνουν την επιτυχία των αριστερών προταγμάτων μέσω της εμπλοκής σε διάφορες κλίμακες διοίκησης. Θα διατυπώσουμε, λοιπόν, μερικές σκέψεις σαν περίγραμμα αυτών των προβληματισμών: Μπορούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές να αποτελέσουν μια αφορμή διατύπωσης απόψεων γύρω από τις κυβερνητικές πολιτικές; Στους μεγάλους δήμους και σε επίπεδο περιφέρειας, οι εκλογές αυτές εκφράζουν μια κεντρικοπολιτική τοποθέτηση, αφού ξεκινάμε από την πρότερη καταστροφική διεύθυνση των δήμων από τους εκπροσώπους του δικομματισμού. Ωστόσο, η επιπλέον δυνατότητα που δίνει η μικροκλίμακα των κοινοτήτων που θα ψηφίσουν στους δήμους είναι ακριβώς αυτό που εκφράζει και η λέξη «αυτοδιοίκηση»: Την επαναφορά της πολιτικής στο ελάχιστο επίπεδο θεσμικής υλικότητας, όπως αυτή εκφράζεται στην αντιπροσώπευση μέσα στα δημοτικά συμβούλια και στη λειτουργία των αυτοδιοικητικών σχημάτων ως κύτταρα όπου οι συλλογικές επεξεργασίες μπορούν να δοκιμάζονται σε δύο πεδία: εντός επίσημων θεσμών και εντός κινήματος. Η δυνατότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), είτε στην κλίμακα των δήμων είτε σε περιφερειακό επίπεδο, να εξειδικεύσουν επιμέρους τομείς του προγράμματος για τον κοινωνικό και παραγωγικό μετασχηματισμό που επιδιώκουμε ως Αριστερά, και κυρίως, η ευκαιρία για συγκρότηση αυτών των συλλογικών μορφών που θα επεξεργαστούν, θα προτείνουν, θα ζυμώσουν προτάσεις εναλλακτικής συλλογικής οργάνωσης, είναι που καθιστά τις επερχόμενες εκλογικές μάχες τις πιο κεντρικές από όσες έχουμε ζήσει στις μέρες μας. Ένα πρόγραμμα πολιτικής ανατροπής που επιδιώκει την αλλαγή των συσχετισμών όχι μόνο στο εθνικό αλλά και στο διεθνές περιβάλλον της Ευρωπαϊκής περιφέρειας ικανοποιεί άλλωστε το στόχο του στο βαθμό που επιτυγχάνει τη συμπόρευση και τη συμμετοχή των κοινωνικών εκείνων δυνάμεων που θα στηρίξουν και θα απαιτήσουν την υλοποίηση των αξόνων ενός αριστερού κυβερνητικού προγράμματος. Για το λόγο αυτό, οι 90 μέρες που έχουμε μπροστά μας μέχρι τις αυτοδιοικητικές εκλογές είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να βρεθούμε στις γειτονιές, στους χώρους εργασίας και ζωής των νέων, ανέργων, επισφαλώς εργαζομένων ώστε να αποκτήσει πλέον νόημα η οποιαδήποτε προγραμματική δουλειά σε επίπεδο κόμματος, αλλά ακόμα ακόμα και να επικαιροποιηθούν/αμφισβητηθούν τυχόν λάθος ερωτήματα που έχουμε θέσει ως Αριστερά. Η κρίση του κεφαλαίου στο πεδίο της πόλης Με βάση το παραπάνω σκεπτικό, πρέπει να αξιοποιήσουμε την ανάλυση που έχουμε για την οικονομική κρίση σε παγκόσμιο επίπεδο εξειδικεύοντας την σε επίπεδο πόλης και γειτονιάς. Η μαρξιστική θεώρηση της κρίσης στο οικονομικό πεδίο, ως κρίσης υπερσυσσώρευσης, όπου αδιοχέτευτα συγκεντρωμένα κεφάλαια αναζητούν νέα πεδία κερδοφορίας και απόσπασης σχετικής υπεραξίας μέσω νέων εγκλεισμών [1] μας προσφέρει πολύτιμα εργαλεία κατανόησης των πολιτικών που έχουν εφαρμοσθεί από τις κυβερνήσεις του δικομματισμού όλα αυτά τα χρόνια. Υιοθετώντας το πλαίσιο ανάλυσης του μαρξιστή γεωγράφου Ντ. Χάρβευ για το ρόλο της αστικοποίησης στους μηχανισμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, ο χώρος της πόλης, οι υποδομές συγκοινωνιών, ενέργειας και κτιριακών δομών αποτέλεσαν τις δεκαετίες που ακολούθησαν τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τους κατεξοχήν χώρους απορρόφησης κεφαλαίων. Η διαδικασία αυτή συνοδεύτηκε από τη γέννηση κλάδων και προϊόντων στο χρηματοπιστωτικό τομέα, π.χ. τα ενυπόθηκα δάνεια στις ΗΠΑ, με σκοπό τη δημιουργία νέων πεδίων κερδοφορίας σε μια περίοδο πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους για το κεφάλαιο. Η κρίση του 2008 διέλυσε όλες τις σταθερές που είχαμε στο μυαλό μας αναδιαμορφώνοντας και την αντίληψη που έχουμε για τη σχέση μεταξύ δομημένου χώρου, κεφαλαίου, τραπεζών και κεντρικών πολιτικών επιλογών από το νεοφιλελεύθερο στρατόπεδο. Η συσσώρευση του κεφαλαίου, πριν ακόμη αυτό «επενδυθεί» σε μέσα παραγωγής και εντατικοποιημένη εργασία, επιθυμεί να δημιουργήσει περιφράξεις ακόμη και στην ελάχιστη πιθαμή όπου μια «οικονομία των κοινών» μπορεί να ανθίσει. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ελληνικού και του μητροπολιτικού πάρκου, αλλά και των ελευθέρων και δημόσιων χώρων σε επιμέρους γειτονιές. Σε αντίστροφη πορεία, τα κινήματα πόλης με τη συμμετοχή και την εμπειρία των κατοίκων και των τοπικών σχημάτων, διεξάγουν μια προσπάθεια επανοικειοποίησης και διεύρυνσης των κοινών, η οποία αποτυπώνεται στο προγραμματικό επίπεδο περισσότερο ως διαδικασία και αίτημα της ίδιας της κοινωνικής κίνησης, παρά ως «υπόσχεση» ενός, κοντινού ή μακρινού, μετεκλογικού χάρτη. Έχουν, δηλαδή, οι κινηματικές αυτές διαδικασίες το ρόλο ενός δούρειου ίππου που χτυπά την τακτική της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου στην καρδιά της, ακόμα κι α ν αυτό δεν διατυπώνεται ρητά, αλλά μέσω υλικών πρακτικών και συγκρούσεων. Τέτοιες συγκρούσεις, από τα κινήματα ενάντια στις ανεμογεννήτριες στο Αιγαίο ως τα μεταλλεία στις Σκουριές, διασπείρουν και τα αντιπαραδείγματα αντίστασης σε όλη την ελληνική περιφέρεια «σπάζοντας» και το ιδιότυπο μονοπώλιο που έχει ο αστικός (γεωγραφικά) χώρος ως προς την επαναστατική έκρηξη (βλ. κίνημα πλατειών). Η επιτυχία της Αριστεράς στις εκλογές αυτές θα είναι ακριβώς η δυνατότητα της να φέρει το λόγο των κινημάτων αυτών στο προσκήνιο και να συνδέσει τα επιμέρους τοπικά θέματα με την αναγκαιότητα του σχεδίου για τον παραγωγικό μετασχηματισμό. Έχουν τη δυνατότητα ενδεχόμενες αριστερές διακυβερνήσεις σε επίπεδο δήμων να προτείνουν ένα εναλλακτικό παραγωγικό πρότυπο; Η μνημονιακή πραγματικότητα έχει μετατρέψει τους ΟΤΑ σε μηχανισμούς εφαρμογής των κεντρικών αποφάσεων σε επίπεδο κυβέρνησης, αυξάνοντας διαρκώς τα τελευταία χρόνια τη συγκέντρωση εξουσίας σε υπερτοπικές δομές (Σχέδιο Καλλικράτης) και στερώντας από τις τοπικές κοινωνίες κάθε δυνατότητα συμμετοχής και συνδιαμόρφωσης πολιτικών. Τα περιθώρια δράσης των θεσμών ΟΤΑ θα εξαρτηθούν από το συσχετισμό δυνάμεων που θα εκφράσουν οι αριστερές παρατάξεις στις επερχόμενες εκλογές. Και βεβαίως συνδέονται άμεσα με το ζήτημα των ταξικών συμμαχιών για τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού μπλοκ εξουσίας στην παρούσα συγκυρία. Στη διαδικασία επέκτασης ενός αποκεντρωμένου μοντέλου παραγωγής, είναι κρίσιμο το πώς ακριβώς θα επιτευχθεί μια ήπια περιβαλλοντική εκμετάλλευση με πλατιά προσβασιμότητα σε φτηνά αγαθά και φτηνή ενέργεια ως άμεσο μέτρο αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης. Οι συνεταιρισμοί και τα δίκτυα αλληλεγγύης, με το διπλό τους ρόλο (συμμετοχή και απασχόληση), βάζουν το σκεπτικό μας σε μια τροχιά. Αλλά αυτή δεν πρέπει να είναι η μόνη. Στην κλίμακα των περιφερειών και των δήμων, ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να λάβει πρωταγωνιστικό ρόλο δημιουργώντας τις απαραίτητες αντιστάσεις που θα απαιτηθούν στην ανταγωνιστική σχέση προς τα δύο πεδία ιδιοκτησίας, το ιδιωτικό από τη μία και τη στενή έννοια του κρατικού από την άλλη. Εξειδικεύοντας, η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να λειτουργήσει ως πρόπλασμα ανάδυσης μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, επεξεργαζόμενη παράλληλα και μια δικτύωση φορέων και θεσμών που θα θελήσουν να αμβλύνουν τις διαφορικές διευρύνσεις τομέων σε εθνικό επίπεδο. Στον τομέα της ενέργειας, για παράδειγμα, το μοντέλο κεντρικών μονάδων παραγωγής σε συγκεκριμένες περιφέρειες της χώρας και μεγάλων κέντρων κατανάλωσης στα αστικά κέντρα απαιτεί, για το μετασχηματισμό του, μια συγκρότηση εναλλακτικού ενεργειακού σχεδιασμού σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Σε μια τέτοια διαδικασία, το συντονιστικό ρόλο πρέπει να κληθούν να έχουν οι ΟΤΑ. Η θέση τους στην κλίμακα ανάμεσα στο κοινωνικό πεδίο και το κεντρικό Κράτος απαιτεί αναβάθμιση του ρόλου τους σε κάθε απόπειρα σχεδιασμού της παραγωγής. Ένα καλό παράδειγμα είναι αυτό των συμμετοχικών προϋπολογισμών, με σημαντικές εμπειρίες από τη Λατινική Αμερική, αλλά και κάποιες δοκιμασμένες περιπτώσεις μελέτης στην Ευρώπη. Στις περιπτώσεις αυτές λειτούργησε και λειτουργεί ένα ιδιότυπο σύστημα, όπου η κάθε κοινότητα αποφασίζει μέσω γενικής συνέλευσης για τον προϋπολογισμό στο επίπεδο του δήμου, και στη συνέχεια, ένας αιρετός και ανακλητός αντιπρόσωπος συμμετέχει στον οικονομικό σχεδιασμό σε περιφερειακό επίπεδο. Στην Ευρώπη, η ιδέα του συμμετοχικού προϋπολογισμού αναπτύχθηκε κυρίως ως απάντηση στη διττή αποτυχία της αγοράς να δώσει λύσεις στις κοινωνικές ανάγκες, είτε είχε αναφορά στην κρατική είτε στην ιδιωτική επιχείρηση: σε αντίθεση με το κυρίαρχο μεταπολεμικό μοντέλο, όπου η δυνατότητα στη συνδιαμόρφωση και στο σχεδιασμό ήταν προνόμιο των ισχυρών οικονομικά και κοινωνικά οργανώσεων, τα κινήματα αυτά θέλησαν να προτάξουν την ισότιμη πρόσβαση στις αποφάσεις μαζί με μια ευρύτερη αναδιανομή των πόρων και του «δικαιώματος στην πόλη» [2]. Υιοθετείται έτσι ένα υβριδικό μοντέλο που συνδυάζει τα πλεονεκτήματα της δημοκρατικής διεύρυνσης στον τρόπο λήψης των αποφάσεων με την άμεση δημοκρατία και τον κεντρικό σχεδιασμό. Η δυνατότητα εφαρμογής τέτοιων διαδικασιών στους ΟΤΑ θα προσφέρει σε όλους μας στην Αριστερά πολύτιμες εμπειρίες άσκησης διοικητικών καθηκόντων και κυρίως ανατροπής των υπαρχόντων συσχετισμών στο πεδίο του Κράτους. Το νέο Κράτος που έχει ως στόχο ένα αριστερό πρόγραμμα διακυβέρνησης σε εθνικό επίπεδο μπορεί να κάνει τα πρώτα του βήματα στο πεδίο των ΟΤΑ. Σχέσεις οικονομικής εξάρτησης, πελατειακά συστήματα εμπεδωμένα για δεκαετίες, συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα που υφαρπάζουν δημόσιο πλούτο και όλες οι διαδικασίες που αναπαράγουν το φαύλο κύκλο της πολιτικής και οικονομικής αφαίμαξης της κοινωνίας θα πρέπει για το λόγο αυτό να μπουν στο στόχαστρο κάθε αριστερής αυτοδιοίκησης. Οι μάχες που θα κληθούμε να δώσουμε θα αφορούν σε παγιωμένες λογικές, όπως η μεταβίβαση της φθοράς της κεντρικής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο, η διάδοση και διείσδυση επιχειρηματικών συμφερόντων από το εθνικό στο περιφερειακό – και πολλές φορές στο κοινοτικό επίπεδο. Είναι κατ’ αναλογία ο σκληρός πυρήνας του κράτους όπως εκφράζεται εν συνόλω στο πιο μικρό κύτταρο λειτουργίας του, μέσω της μονοπώλησης και της κρυπτογράφησης της γνώσης από νομικές διατυπώσεις και υπαλληλικά τελετουργικά που επαναλαμβάνονται με ευλάβεια. Οι δημοτικές υπηρεσίες πολλές φορές αντανακλούν τη δυσκαμψία των κρατικών μηχανισμών και θυμίζουν συχνά την ένταση με την οποία η κρίση εκπροσώπησης χέρι-χέρι με την κρίση του πολιτικού διαπερνούν όλες τις βαθμίδες άσκησης της πολιτικής και όλες τις κοινωνικές και ηλικιακές ομάδες. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της νεολαίας, λόγω των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων που έχει ως προς τις δυνατότητες ριζοσπαστικοποίησης, η απάντηση στην κρίση εκπροσώπησης και την κρίση του πολιτικού ανάγεται σε ζήτημα κομβικής σημασίας. Χρειάζεται δηλαδή μια οργανική σύνδεση των αυτοδιοικητικών σχημάτων με τη νεολαία, όπου οι οργανώσεις μελών της δεύτερης δε θα αντιμετωπίζονται από τα πρώτα ως εργαλεία εξειδίκευσης της πολιτικής γραμμής και των προγραμματικών επεξεργασιών στις μικρές ηλικιακές ομάδες. Αντίθετα, τα αυτοδιοικητικά σχήματα θα πρέπει να βρουν ένα τρόπο να συμπυκνώσουν τα νεολαιίστικα αιτήματα σε ένα ευρύτερο συλλογικό σχέδιο που θα εδράζεται στις ισότιμες αποφάσεις και τους διαύλους επικοινωνίας των ίδιων των νέων ανθρώπων με τα κινήματα πόλης και τις προγραμματικές συμβολές. Να «περάσει» με άλλα λόγια και η απόφαση της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ [3] στο σύνολο της λειτουργίας των μετωπικών σχημάτων της ριζοσπαστικής αριστεράς στο δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο. Παράλληλα, αυτή η παραπάνω μεθοδολογία μας προσφέρει και ένα τρόπο για να σκεφτόμαστε γύρω από το ζήτημα των ταξικών συμμαχιών μιας και βάζει στον αξιακό πυρήνα των σχημάτων τον ίδιο το μετασχηματισμό και απεμπλέκει από αντιλήψεις που θεωρούν ότι τα δημοτικά συμβούλια είναι ένας χώρος συμβιβασμού συμφερόντων των εταίρων (όπως είναι τα αγροτικά στρώματα ή οι μικροί επιχειρηματίες ως έκφραση διαφορετικών τρόπων παραγωγής και ως διαφορετικές μερίδες τάξεων). Συγκροτεί δηλαδή το κοινωνικό μπλοκ που διεκδικεί την εξουσία πάνω σε νέες συλλογικές ταυτότητες και όχι μέσω μιας «ισορροπίας ασταθών συμβιβασμών» [4], που αποτελεί μια απλή ανεστραμμένη εικόνα του αστικού συνασπισμού εξουσίας. Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι οι επερχόμενες εκλογές πρέπει να μας βρουν στο δρόμο, στις γειτονιές, στις δομές αλληλεγγύης και κυρίως στους νέους χώρους συλλογικής δράσης και ζωής που καλούμαστε να δημιουργήσουμε. Η Αριστερά έχει μπροστά της μια μεγάλη πρόκληση: την ανατροπή του πολιτικού συστήματος με όρους μαζικής συμμετοχής της κοινωνίας που θα αμφισβητεί κάθε συνήθεια του παρελθόντος και όλες τις προηγούμενες υλικές πρακτικές. Καλό μας αγώνα. __________________ Σημειώσεις [1] «Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης (σ.σ. της οικονομικής απόδοσης) βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας» (R. Brenner, Devastating Crisis Unfolds, Against the Current 132, February 2008). Από την έκδοση του ΙΝΠ «Η μαρξιστική συζήτηση για την παρούσα κρίση», Χρήστος Λάσκος, 2010. [2] Τζοβάνι Αλεγκρέτι, Κάρστεν Χέρζμπεργκ, Ο Συμμετοχικός Προϋπολογισμός στην Ευρώπη, έκδοση του ΙΝΠ. [3] «[Η νεολαία]…είναι μια οργάνωση πολιτική, με ταξική ματιά στον κόσμο: συμπυκνώνει, δηλαδή, όλες τις επιμέρους αντιθέσεις που κυριαρχούν στη ζωή των νέων ανθρώπων, σ΄ ένα συνεκτικό σχέδιο άμεσης ανατροπής με ορίζοντα την κατάργηση κάθε εκμεταλλευτικής σχέσης». [4] «Η αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων σημαίνει και αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων του ταξικού προσδιορισμού», Νίκος Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Θεμέλιο. |
__________________
Σημειώσεις
[1] «Η ρίζα αυτής της επιδείνωσης (σ.σ. της οικονομικής
απόδοσης) βρίσκεται στη μεγάλη πτώση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το
δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, η οποία προκλήθηκε πρωτίστως από τη χρόνια
τάση προς την υπερβολική επέκταση της παραγωγικής δυναμικότητας» (R. Brenner,
Devastating Crisis Unfolds, Against the Current 132, February 2008). Από την
έκδοση του ΙΝΠ «Η μαρξιστική συζήτηση για την παρούσα κρίση», Χρήστος Λάσκος,
2010.
[2] Τζοβάνι Αλεγκρέτι, Κάρστεν Χέρζμπεργκ, Ο Συμμετοχικός
Προϋπολογισμός στην Ευρώπη, έκδοση του ΙΝΠ.
[3] «[Η νεολαία]…είναι μια οργάνωση πολιτική, με ταξική
ματιά στον κόσμο: συμπυκνώνει, δηλαδή, όλες τις επιμέρους αντιθέσεις που
κυριαρχούν στη ζωή των νέων ανθρώπων, σ΄ ένα συνεκτικό σχέδιο άμεσης ανατροπής
με ορίζοντα την κατάργηση κάθε εκμεταλλευτικής σχέσης».
[4] «Η αναπαραγωγή των κοινωνικών τάξεων σημαίνει και
αναπαραγωγή των πολιτικών και ιδεολογικών σχέσεων του ταξικού προσδιορισμού»,
Νίκος Πουλαντζάς, Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις, Θεμέλιο.
Πηγη: Rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου