Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

"Και κατασκεύασαν την ΕΑΡ."

Ο ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ

Η ανάπλαση του παρελθόντος εγγύηση για την αθλιότητα του μέλλοντος

του Άγγελου Ελεφάντη

Στο "Σχέδιο για την αριστερά" που η ΕΑΡ υπέβαλε προ ημερών στα άλλα κόμματα της αριστεράς, ως βάση για τον μεταξύ τους διάλογο υπάρχει η εξής καταπληκτική φόρμουλα:

"Μια αυτοκριτική ανάπλαση του παρελθόντος της Αριστεράς, δηλαδή όλων μας είναι αναπόφευκτη και απαραίτητη για να υπάρξει η δυνατότητα αυτής της νέας ποιότητας και να εξασφαλιστεί η ευρύτερη συναίνεση και εμπιστοσύνη".

Οι υπογραμμίσεις δεν είναι δικές μου αλλά των συντακτών αυτού του κειμένου που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για κάποια παραδρομή (που και αυτή άλλωστε θα είχε τη σημασία της) ούτε για φραστική αδυναμία αλλά για πραγματική πεποίθηση.

Να αναπλαστεί το παρελθόν. Όχι να ερμηνευτεί, ή έστω να κριθεί αλλά να αναπλαστεί, να ξαναφτιαχτεί. Και επειδή ως γνωστόν το παρελθόν -ακριβώς επειδή είναι παρελθόν- δεν αναπλάθεται, δεν ξαναφτιάχνεται, επειδή ο γέγονε γέγονε, γι' αυτό μπορούμε εκ των υστέρων, μέσα από διάφορες επιχειρήσεις ιδεολογικοποίησης της ιστορίας να του αλλάξουμε τα φώτα, κάνοντάς το να μοιάζει με τις σημερινές μας αντιλήψεις ή, στο βαθμό που αυτό είναι αδύνατο, να αποσιωπούμε τις δυσάρεστες ή τις μη εναρμονιζόμενες με τα σημερινά μας πιστεύω πλευρές του. Αναπλάθοντας έτσι η ΕΑΡ το παρελθόν έδωσε ένα πρώτο δείγμα αποφασίζοντας στην τελευταία σύνοδο της Κεντρικής της Επιτροπής να μην αναφέρεται στο εξής στη «συνιστώσα της ΚΚΕ εσωτερικού» από την οποία προήλθε, και όταν μιλάει για το παρελθόν τού κινήματος να μην αναφέρεται στο ιστορικό κομμουνιστικό κόμμα και κίνημα από το οποίο προήλθε αλλά να λέει απλώς το «λαϊκό κίνημα». Όπως μιλάει το ΠΑΣΟΚ για το παρελθόν.

«ΑΝΑΠΛΑΣΗ» - ΟΧΙ ΣΤΗΝ «ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΛΟΓΙΑ»: Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΟΙΝΟΣ

Δεν ενδιαφέρει εδώ ούτε η θεωρητική πλευρά τού ζητήματος που προφανώς, ακόμη και για αδαείς είναι μια χωρίς προηγούμενο χοντροκοπιά ούτε η επιστημονική εγκυρότητα της αντίληψης της ΕΑΡ για την ιστορία που απλώς καταργεί την οποιαδήποτε καλή σχέση θα μπορούσε να διεκδηκήσει με την επιστήμη τής ιστορίας. Οι άνθρωποι που έγραψαν αυτά δεν είναι αγράμματοι. Απλώς οι πολιτκές τους ανάγκες είναι τόσο θεόρατες που δεν θα μπορούσαν ν' αφήσουν το παρελθόν να τους χαλάει κάθε τόσο τον ύπνο, να τους γεμίζει αντιφάσεις και να τους υποχρεώνει ν' απολογούνται. Το αναπλάθουν συνεπώς, καθώς άλλοι, εν μια νυκτί, αναδομούν τον εαυτόν τους θέλοντας να εμφανιστούν με μια νέα εικόνα πιο ελκυστική όταν η προηγούμενη έχει φθαρεί.

Ενδιαφέρει επίσης αυτή η ανάπλαση του παρελθόντος γιατί δείχνει σε ποιες ιδέες μερικοί θέλουν να στηρίξουν το διάλογο της αριστεράς: στις ιδέες που κλείνουν τα προβλήματα κι όχι εκείνες που με παρρησία τα ανοίγουν, στις ιδέες που αποσιωπούν τους λόγους για τους οποίους οι αριστεροί χωριστήκαμε, που καλλιεργούν τη συλλογική αμνησία διότι μόνο έτσι μπορεί, νομίζουν, να φτιαχτούν στο άψε σβύσε οι ενότητες μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές -για να κρύψουμε τη γύμνια μας.

Καθόλου περίεργο βέβαια ότι και το ΚΚΕ, διαπρύσιος κήρυκας κι αυτό της ενότητας, σε μιαν ανάλογη αντίληψη περί παρελθόντος θέλει να στηρίξει τις περί διαλόγου προτάσεις του. Πιο «ριζοσπαστικό» όμως αυτό, ίσως γιατί δεν θέλει να απαρνηθεί τις γνωστές ένδοξες παραδόσεις τού δικού του ιστορικού υλισμού, τονίζει ότι δεν πρέπει να παρελθοντολογούμε. Όχι λοιπόν στην αναμόχλευση του παρελθόντος, ξεχάστε παιδιά ό,τι έγινε κι ας δώσουμε τα χέρια, ας κοιτάξουμε το μέλλον και τα σπουδαία πράγματα που κρύβει μέσα του.

Κι εδώ η αποσιώπηση έχει τους λόγους της διότι άβολο το παρελθόν το παλιό και το πρόσφατο. Να πάρω μόνο μια πτυχή του:

ΜΑ ΥΠΗΡΞΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΑΣΠΑΣΗ;

Χρειάστηκαν είκοσι ολόκληρα χρόνια για να αναγνωρίσει ο Χαρίλαος Φλωράκης ότι το 1968 είχε υπάρξει διάσπαση στο ΚΚΕ. Απευθυνόμενος στους νέους της ΚΝΕ, στο 4ο συνέδριό της, «τόλμησε» να προφέρει τη λέξη «διάσπαση» -αν και την κουκούλωσε αμέσως τονίζοντας ότι «το κεφάλαιο της διάσπασης έχει κλέισει οριστικά και τελεσίδικα από την ίδια τη ζωή και τις εξελιξεις». Είπε ωστόσο τη λέξη που παλιότερα η εκφορά της και μόνο απειλούσε όλο το ιδεολογικό οικοδόμημα του ΚΚΕ και τις γραμμές άμυνάς του απέναντι στην οποιαδήποτε κριτική και αμφισβήτηση. Μέχρι τώρα, το 1968 και όσα επακολούθησαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα για τον Χαρ. Φλωράκη δεν ήταν παρά η αποχώρηση από το ΚΚΕ μιας αντισοβιετικής, αντικομματικής, αναθεωρητικής ομάδας (η προσφιλής στα σκώμματα της ΚΝΕ «ΑΟ») και τίποτε περισσότερο.

Τι συνέβη λοιπόν και σήμερα «τολμά» να μιλά για διάσπαση έστω και ξεπερασμένη;

Καθυστερημένη συνειδητοποίηση; Επανεξέταση κριτική τού παρελθόντος, έκρηξη ειλικρίνειας, αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας; Ή μήπως το ΚΚΕ, εισερχόμενο κι αυτό στην εποχή της ανανέωσης, κάτω από την πίεση των πραγμάτων, αναγκάζεται να αναγνωρίσει τα αυτονόητα ή, όπως λέει και το ίδιο με τη γνώριμή του γλώσσα τής εμπειρικής κενολογίας αναγκάζεται να παραδεχθεί «όσα η ίδια η ζωή απέδειξε»;

Τίποτε απ' όλα αυτά! Αν έστω και κάποια θραύσματα συνειδητοποίησης πραγματικοτήτων που οδήγησαν στη διάσπαση του 1968 κι εκείνων που έκτοτε έζησε διασπασμένο το κομμουνιστικό κίνημα υπήρχαν σ' αυτήν την ετεροχρονισμένη ανακάλυψη του Χαρίλαου Φλωράκη τότε το γεγονός θα ήταν αξιοσημείωτο και με συνέπειες. Γιατί αυτή η αναγνώριση θα προϋπέθετε, αναγκαστικά, μια συνολική κριτική επανεκτίμηση της πρόσφατης αλλά και της παλιότερης ιστορίας τού ΚΚΕ, και θα συνεπαγόταν, επίσης αναγκαστικά, μια βαθιά ανανέωση του σημερινού του ιδεολογικού και πολιτικού του προφίλ, και κυρίως του εσωκομματικού του παρελθόντος.

Οι βαριές συνέπειες και οι προϋποθέσεις αυτής της παραδοχής δεν είναι μια απλή υπόθεση. Οι πάντες ξέρουν, αριστεροί, κομμουνιστές ή μη, ότι η διάσπαση του 1968 έγινε κάτω από τη σημαία τής ανεξαρτησίας τού κόμματος από τα ξένα καθοδηγητικά κέντρα, και ιδίως το ΚΚΣΕ: σταλινικότερο του σταλινισμού, και στη συνέχεια κρουτσοφικότατο, μπρεζνιεφικότατο, τώρα δέ αρχίζει να καμώνεται και το περεστρεϊκότατο. Η ομηρία μάλιστα σημαντικών του δυνάμεων μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Τασκένδη ως τη μεταπολίτευση και κυρίως της ηγεσίας τού στερούσε κάθε δυνατότητα ανεξάρτητης ύπαρξης καθώς η εξουσία της ήταν δοτή κι όχι απόρροια της εμπιστοσύνης των Ελλήνων κομμουνιστών και αποτέλεσμα δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών. Ή μήπως δεν ήταν έτσι; Ή μήπως εγώ τώρα συκοφαντώ τους ηρωικούς αγώνες τού κόμματος κ.λπ. κ.λπ. Καλά εγώ. Αλλά οι χιλιάδες που είτε ατομικά είτε πολιτικά, είτε κομματικά έθεσαν κι εξακολουθούν να θέτουν τέτοιου τύπου ερωτήματα; Ερωτήματα στα οποία οι προκάτοχοι του Χαρ. Φλωράκη, πιο σωστά, οι προκάτοχοι της σημερινής ηγεσίας τού ΚΚΕ έδιναν τις γνωστές απαντήσεις που απέρρεαν από το κομματικό ποινολόγιο. Όλοι αυτοί ήταν συκοφάντες;

Κάποτε ωστόσο, η οργανική κρίση τού ΚΚΕ ξέσπασε ανοιχτά, έγινε διάσπαση και διαμόρφωσε δύο σαφώς διακριτά στρατόπεδα που και οι δυο τους πλευρές ήξεραν πολύ καλά το αγεφύρωτο χάσμα που τις χώριζε. Η δυναμική της έκτοτε ανέδειξε σωρεία άλλων προβλημάτων και δημιούργησε ισάριθμες απορρίψεις όπως το αφόρητα εσωτερικό αντιδημοκρατικό καθεστώς που καταδικάζει την κομματική βάση σε πολιτική αλαλία, την ιδεολογική χειραγώγηση των μελών, την εμμονή στη στρατηγική τής αναμονής ως την ημέρα εκείνη που η ακτινοβολία τής ΕΣΣΔ θα κατισχύσει του ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, την καλλιέργεια ενός μαρτυρολογικού και υπναλέου επαναστατικού ακριβώς για να συντηρούνται -ως πότε;- οι ψυχικές ενέργειες της αναμονής, η παραδοχή τού διπολικού συστήματος των δύο υπερδυνάμεων (η «θεωρία» των δύο στρατοπέδων), ο εκστατικός θαυμασμός απέναντι στα καθεστώτα τού υπαρκτού σοσιαλισμού που δικαιολογούσε στρατιωτικές εισβολές στην Τσεχοσλοβακία ή το Αφγανιστάν, που σεμνύνονταν για την καταπίεση της πολωνικής εργατικής τάξης και συντριπτικής πλειοψηφίας τού πολωνικού λαού, που έκλεινε τα μάτια μπροστά στα ταξικότατα προνόμια των σοβιετικών ιθυνόντων, την πολιτική αντιδραστικότητα των θεσμών στην ΕΣΣΔ και την κοινωνική συντηρητικότητα του υποτιθέμενου σοσιαλιστικού προτύπου. Η ίδια η δυναμική τής διάσπασης στη συνέχεια έθεσε ακόμη γενικότερα προβλήματα απορρίπτοντας την καθαγιασμένη αρχή τού σοβιετικού «μαρξισμού» για την προτεραιότητα των παραγωγικών δυνάμεων (που υποβάθμιζε συνεχώς τις σχέσεις παραγωγής άρα και τη σημασία της ταξικής πάλης), απορρίπτοντας την επίσης καθαγιασμένη αρχή τού κρατισμού και τού συγκεντρωτισμού τού σοβιετικού συστήματος, πηγή όλων των αντιδημοκρατικών πρακτικών και της απορρόφησης της κοινωνίας των πολιτών από το κράτος, απορρίπτοντας επίσης τις σοβιετικής κατασκευής και προέλευσης αντιλήψεις που θεωρούν την πίστη στην αυταξία τής δημοκρατίας ως σοσιαλδημοκρατισμό και μικροαστική εκτροπή, απορρίπτοντας τις επίσης σοβιετικές αντιλήψεις -και εξίσου αστικές- για την εξυπηρέτηση ενός τυφλού παραγωγισμού που στην άλλη άκρη ενεδρεύει η ερημοποίηση της γης, η μόλυνση, τα Τσερνομπίλ, η δήθεν ειρηνική χρήση τής πυρηνικής ενέργειας. Αλλά, και για να έρθουμε στα δικά μας μέρη, σε καταστάσεις πιο γνώριμες και πιο οικείες, η ίδια η διάσπαση χώριζε δυο στρατόπεδα όπου από τη μια μεριά, του ενός και μοναδικού κόμματος της εργατικής τάξης συνάπτονταν μορατόρια με τους πασοκικούς πρωτεργάτες των πολιτικών λιτότητας, υπερψηφίζονταν ο «δημοκρατικός» πρόεδρος Σαρτζετάκης, καλλιεργούνταν ο αφόρητος λαϊκισμός τού «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» -τι έγινε τάχα αυτό το σύνθημα που αγλάιζε τον επαναστατισμό της ΚΝΕ;- εκτρέφονταν ο ηγεμονισμός και η χειραγώγηση του μαζικού κινήματος, αναγγέλονταν εκείνα τα ανεπανάληπτα «17%», και κυρίως καταδίκαζε τις κοινωνικές δυνάμεις που ακολουθούσαν το ΚΚΕ στην πολιτική τού απολιτικού διεκδικητισμού.

Μπορούμε να μακρύνουμε όσο θέλουμε τον κατάλογο. Ένα είναι σίγουρο: Από τη μια μεριά υπήρχαν και υπάρχουν οι παραπάνω παραδοχές που καταδίκαζαν την εκφραζόμενη από το ΚΚΕ αριστερά σε πολιτικό αναχρονισμό και την ταύτιζαν με αντιλήψεις και ιδεολογίες που δυσφημούν το σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική προοπτική. Την κατέστρεφαν. Ας ψάξει όσο θέλει, όποιος θέλει, να βρει στην επί εικοσαετία πρακτική τού ΚΚΕ κάτι που να μοιάζει με τις κριτικές και τις απορρίψεις που η δυναμική τής διάσπασης έφερε στην επιφάνεια. Δεν θα βρει παρά τη λατρεία σε μια παράδοση εύκολη λεία τού επίσης παραδοσιακού αντικομμουνισμού και πρόσχημα στο νεόκοπο σοσιαλδημοκρατισμό.

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΕΡΜΑ - ΖΗΤΩ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Από την άλλη μεριά, του χάσματος που δημιουργούσε η διάσπαση, στην παράταξη που ονομάστηκε με τον καιρό ανανεωτική κομμουνιστική αριστερά, δεν άνθιζαν βέβαια λειμώνες παραδείσιοι. Και μεις πλατσουρίσαμε όχι λίγες φορές σε λασπόνερα και χαθήκαμε σε κακοτοπιές: και μεις της κομμουνιστικής ανανέωσης κενολογήσαμε πότε με τις ΕΑΔΕ και πότε με τις πράσινες ΕΑΔΕ, και μεις ταλαιπωρηθήκαμε και ταλαιπωρήσαμε τον κόσμο πότε με την πολιτική τού εθνικού ακροατηρίου και πότε με τον ΑΣΔΗΣ, πότε με την προεδρολογία και πότε με τις μετεξελίξεις προς το πουθενά. Τα είπαμε άλλωστε και τα κατακρίναμε χίλιες φορές τα χάλια μας. Μάλιστα μερικοί τα θεώρησαν τόσο αθεράπευτα, «εγγενή», είπαν, «της κομμουνιστικής φυσιογνωμίας τού ΚΚΕ εσωτ.» που εμπόδιζε τις μάζες να προσεγγίσουν το κόμμα τής κομμουνιστικής ανανέωσης, ώστε βάλθηκαν να διαλύσουν το μόνο οργανωμένο τμήμα κομμουνιστών και αριστερών τη μόνη εστία αντίστασης στην καταστατική αφερεγγυότητα του ΚΚΕ. Και κατασκεύασαν την ΕΑΡ.

Και αυτή η κατασκευή προϋπέθετε και συνεπαγόταν ορισμένα πράγματα. Προϋπέθετε όλα τα λάθη που διαπράχθηκαν στο χώρο τής κομμουνιστικής ανανέωσης, την αβελτηρία των ιστορικών ηγετών τής ανανέωσης που στάθηκαν απροσπέλαστοι μπροστά σε όσα και ό,τι, με αντιφάσεις και δυσκολίες, αναδείκνυε η δυναμική τής διάσπασης. Στο ενεργητικό τους, όσο και να ψάξει κανείς, δεν θα βρει παρά λάθη, πράγμα που σημαίνει ότι, τελικά, η συνολική τους πορεία και η κατάληξή τους δεν ήταν λάθος αλλά διαφορετικού τύπου ιδεολογικός προσανατολισμός που τώρα επιβεβαιώθηκε με τον «αριστερό εκσυγχρονισμό» της ΕΑΡ. Ούτε αυτοί, τελικά, πίστευαν στην κομμουνιστική ανανέωση, πέταξαν το «κομμουνιστική» κράτησαν το άοσμο «ανανέωση», επιτέλους αποχρωματίστηκαν από το ιστορικό μύασμα. Του Φλωράκη η ανανέωση τού προξενούσε ανατριχίλα -τού Κύρκου η κομμουνιστική ιδεολογία τού μυρίζει παλαιοημερολογιτισμό και προσήλωση σε ξεπερασμένα δόγματα. Και οι δυο συμφώνησαν ότι, επιτέλους, ξεπεράστηκε η ιστορική ανωμαλία. Και έδωσαν τα χέρια, εφτασφραγίζοντας το παρελθόν και ζητωκραυγάζοντας για το μέλλον, το αύριο, την ανατολή τής Μεγάλης Αριστεράς.

Να λοιπόν, γιατί ο Χ. Φλωράκης τόλμησε να προφέρει τη λέξη διάσπαση: γιατί νομίζει ότι «ξεπεράστηκε», γιατί νομίζει ότι οι ιδέες που έφερε στον κόσμο της Αριστεράς ανήκουν στο παρελθόν τελεσίδικα αφού κανείς πια δεν τις διεκδικεί. Έτσι το ΚΚΕ αναγνωρίζει τη διάσπαση ακριβώς τη στιγμή που την παραγνωρίζει περισσότερο από κάθε φορά, τη στιγμή που αισθάνεται ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο, τη στιγμή ακριβώς που την έθαψαν, προσφέροντάς του τις καλές τους υπηρεσίες, οι ιστορικοί ανανεωτές. Και να γιατί οι τής ΕΑΡ γράφουν σήμερα με χοντρά γράμματα τη φρασούλα για «ανάπλαση του παρελθόντος».

ΔΙΑΛΟΓΟΣ: ΑΠΟ ΤΗ ΣΚΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Απαλλαγμένοι, λοιπόν, και οι δύο συνεταίροι της ενότητας από πιθανές ενοχλήσεις και τους νυχτερινούς εφιάλτες ενός παρελθόντος το οποίο γέμισαν με συντρίμμια, αφήνοντας στην άκρη αυτά ακριβώς που θα 'πρεπε να κουβεντιάσουν προσπαθούν να πείσουν ότι προτείνουν εναλλακτικές προτάσεις για τα πάντα και το όλον, για να βγούμε από την ακυβερνησία στην οποία μας έχει ρίξει το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ.

Τόσο η «πρόταση διαλόγου» της ΕΑΡ όσο και οι αντίστοιχες και από καιρό προτάσεις τού ΚΚΕ συνοψίζονται σε τούτο το απλό και κοινά αποδεκτό κι από τους δύο: να κόψουν την αυτοδυναμία τού ΠΑΣΟΚ (εννοείται και της ΝΔ). Αν το ΠΑΣΟΚ δεν βγει με αυτοδύναμη πλειοψηφία από τις εκλογές τότε ανοίγει ο δρόμος για τις κυβερνήσεις ευρύτερης δημοκρατικής συνεργασίας (εννοείται με το ΠΑΣΟΚ). Αυτή τη γραμμή η ΕΑΡ δεν κουράστηκε να την υποστηρίζει από την πρώτη στιγμή που φτιάχτηκε ως κόμμα. Αλλά και το ΚΚΕ διακηρύσσει επίσης ότι η συνασπισμένη Αριστερά, η Μεγάλη Αριστερά καλείται να συμβάλλει στη «διαμόρφωση κυβερνητικών προγραμμάτων». Αν οι λέξεις δεν έχουν χάσει το νόημά τους, κυβερνητικά προγράμματα γίνονται απ' αυτούς που κατέχουν ή στηρίζουν την κυβερνητική εξουσία και δεν πιστεύουμε ότι το ΚΚΕ ονειροπολεί τόσο πολύ ώστε να βλέπει μια μετεκλογική πλειοψηφία τής αριστεράς που θα είχε την ευθύνη των «κυβερνητικών προγραμμάτων».

Στην περίπτωση της ΕΑΡ τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Αν για την ώρα απορρίπτει την εκλογική συνεργασία με το ΚΚΕ είναι γιατί κάποιοι στο εσωτερικό της θα ήθελαν μιαν ευθεία συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και, κυρίως γιατί πολλοί δεν ξέχασαν ακόμη τελείως τα όσα επί τόσα χρόνια τους χώριζαν από το ένα και μοναδικό κόμμα τής εργατικής τάξης. Και αντιδρούν. Χρειάζεται βλέπεις να λειτουργήσει στις μνήμες η «ανάπλαση του παρελθόντος». Αλλά κι αν το ΠΑΣΟΚ την τελευταία στιγμή, προκειμένου να κόψει την αυτοδυναμία τής ΝΔ., αλλάξει τον εκλογικό νόμο αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες εκλογικής επιτυχίας των μικρών κομμάτων; Ποία η χρεία τότε της εκλογικής συνεργασίας με το ΚΚΕ αφού, σε μια τέτοια περίπτωση, αυτοδύναμα εκλέγεται ο βουλευτής -ίσως και κάτι παραπάνω; Οψόμεθα. Ας πείσουμε για την ώρα ότι είμαστε σοβαροί, υπεύθυνοι. Έτσι και «η πρόταση διαλόγου» είναι ένα κανονικό κυβερνητικό πρόγραμμα που δίνει απαντήσεις στα πάντα: στα θέματα της ανάπτυξης, της ρύπανσης, των διεθνών σχέσεων, της ΕΟΚ, της εκπαίδευσης, της ιδιωτικής οικονομίας, των θεσμών, της αγοράς, του πιστωτικού συστήματος, του δημόσιου τομέα, του φορολογικού συστήματος. Ό,τι τέλος πάντων πρέπει να θέλει και να ξέρει όποιος μετέχει, άμεσα ή έμμεσα, σε κυβερνητικές - κρατικές ευθύνες. Εδώ και τώρα: σε λίγους μήνες. Τα ίδια και το ΚΚΕ από τη μεριά του.

Μα είναι κακό αυτό; Όχι αναγκαστικά. Αλλά κάπου ολόκληρο το σενάριο σκαλώνει. Όλες ετούτες οι «απαντήσεις» και οι περί διαλόγου «θέσεις» προϋποθέτουν και συνεπάγονται κι άλλους εταίρους: εκείνους που σήμερα κυβερνούν. Έτσι όλα θ' αλλάξουν για να μείνουμε στο ίδιο σημείο. Κι απ' την ανάπλαση του παρελθόντος θα περάσουμε στην ανάπλαση του μέλλοντος της αθλιότητας μιας «Μεγάλης Αριστεράς» με μικρές, μικρότατες ιδέες.

από τον Πολίτη, τεύχος 92-93, Ιούνιος - Ιούλιος 1988

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου