ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΙΝΕΙ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ
του Χ. Γεωργούλα
ΕΠΟΧΗ, 2.10.11
Τιμούμε την επέτειο του ΕΑΜ αγνοώντας τα διδάγματά του...
Αν αληθεύει ότι το πολιτικό σύστημα του δικομματισμού περνάει βαθιά κρίση, τότε γιατί δεν παρατηρούμε ουσιαστική ενίσχυση των πολιτικών δυνάμεων (της αριστεράς κατά κύριο λόγο), που άσκησαν έμπρακτη κριτική στο σύστημα αυτό, το κατήγγειλαν ως καταστροφικό και έθεσαν ως στόχο ακριβώς την αποδυνάμωσή του;
Μια πρώτη απόπειρα ερμηνείας του φαινομένου έχει επιχειρηθεί με την εκτίμηση ότι για μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και οι εκτός δικομματισμού πολιτικές δυνάμεις (και της αριστεράς) βρίσκονται ουσιαστικά μέσα στο ίδιο κάδρο.
Αν είναι έτσι, όμως, τότε γιατί μέχρι σήμερα το σημαντικότερο τμήμα των αναποφάσιστων καταλήγουν την τελευταία στιγμή να επιλέξουν ένα από τα δύο κόμματα ή κάποιο από τα συμπληρωματικά τους; Είναι λιγότερο μέσα στο κάδρο αυτά απ’ ό,τι τα άλλα κόμματα;
Το πιο πιθανό είναι ότι η αιτία βρίσκεται αλλού. Στην αδυναμία των επί μέρους δυνάμεων και της αριστεράς στο σύνολό της να διατυπώσει μια πειστική πολιτική πρόταση και κυρίως να τη συνοδεύσει με τη συγκρότηση μιας φερέγγυας πολιτικής δύναμης, ικανής να διεκδικήσει την εφαρμογή αυτής της εναλλακτικής και ανατρεπτικής του υπάρχοντος συσχετισμού πολιτικής.
Έτσι μπορούν να προσεγγισθούν τα λαϊκά στρώματα που αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα του δικομματισμού και αναζητούν μια νέα πολιτική έκφραση παραμένοντας για την ώρα στην αναμονή του «δεν ξέρω – δεν απαντώ».
Πόσο φερέγγυα είναι η αριστερά;
Γι’ αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η προβολή του αιτήματος και η αναζήτηση ενός συνασπισμού πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, ικανού να πείσει για τη δυνατότητά του να σχεδιάσει και να αγωνιστεί για την εφαρμογή μιας πολιτικής που αποκρούει την ανελέητη επίθεση του κεφαλαίου και αντιπαλεύει τις συνέπειες της κρίσης, που φορτώνονται σήμερα μεθοδικά στην πλάτη των λαϊκών στρωμάτων. Αν δεν εμφανιστεί στον ορίζοντα η πολιτική έκφραση αυτού του νέου συνασπισμού, που δεν μπορεί παρά να έχει πυρήνα τις δυνάμεις της αριστεράς, δεν υπάρχει ελπίδα ανατροπής της υπάρχουσας κατάστασης, ούτε καν των πολιτικών συσχετισμών.
Ο στόχος, πάντως, δεν είναι ουτοπικός, είναι εύλογος, ρεαλιστικός. Αν δεν επιτευχθεί αυτό δεν θα οφείλεται στο ότι δεν έχουν ωριμάσει οι «αντικειμενικές συνθήκες», αλλά στο ότι είναι αναντίστοιχοι με τις απαιτήσεις των καιρών οι πολιτικοί φορείς της αριστεράς.
Σήμερα που η εφαρμοζόμενη πολιτική αποδεικνύεται, ακόμη και στα μάτια των πιο εύπιστων, καταστροφική για την κοινωνική θέση και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων, και οδηγεί κατευθείαν στην προδιαγεγραμμένη χρεοκοπία, το αναπάντητο ερώτημα δεν είναι τόσο η ύπαρξη μιας εναλλακτικής πολιτικής, όσο η συγκρότηση της πολιτικής δύναμης που θα επιδιώξει, θα αγωνιστεί για να την εφαρμόσει.
Καλό είναι, λοιπόν, που έρχεται και επανέρχεται αυτή η θέση, αυτή η πρόταση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ προς τις άλλες δυνάμεις της ευρύτερης αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας, έστω κι αν μερικές φορές η διατύπωσή της αφήνει περιθώρια για παρανοήσεις τόσο για τον επικείμενο χαρακτήρα της σύγκλισης όσο και για την ευκολία με την οποία μπορεί να προχωρήσει. Το κύριο αυτή τη στιγμή είναι να καλλιεργείται στη συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων η αναγκαιότητά της και να αναπτύσσονται επιχειρήματα για τις δυνατότητές της.
Από την κοινή δράση στη συνεργασία
Μόνο που αυτή η πρόταση δεν αρκεί να εκφωνηθεί ή να ελαχιστοποιηθεί σε μια εκλογική τακτική. Χρειάζεται να υπηρετηθεί με συνέπεια και επιμονή, χωρίς αυταπάτες για την άμεση απόδοσή της, και, κυρίως, να συνοδευτεί από πρωτοβουλίες και υποδομές, άμεσα πολιτικές και κινηματικές, που θα αποδεικνύουν έμπρακτα πως η αριστερά –πολύ περισσότερο η από κοινού δρώσα αριστερά– μπορεί να είναι εκείνη η φερέγγυα δύναμη, που στηρίζει τα λαϊκά στρώματα στους δίκαιους αγώνες και συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση της αντίστασής τους και της αντεπίθεσής τους.
Όσοι δεν το αντιλαμβάνονται αυτό, τη στιγμή μάλιστα που τα λαϊκά στρώματα και οι δυνάμεις της εργασίας δέχονται την πιο σκληρή επίθεση με αφορμή την οικονομική κρίση, πρέπει με κάθε τρόπο να νιώσουν το βάρος της ιστορικής ευθύνης τους. Ορθά τόνισε αυτή την πλευρά ο Αλ. Τσίπρας μιλώντας την περασμένη Κυριακή στη Θεσσαλονίκη απευθυνόμενος στην ηγεσία του ΚΚΕ (αν και ο ιστορικός παραλληλισμός με το ΕΑΜ που χρησιμοποίησε δεν ήταν ιδιαίτερα εύστοχος, γιατί εκτός του ότι η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ δεν έχει σχέση με την τότε ηγεσία, η σημερινή άρνηση του Περισσού στις εκκλήσεις για κοινή δράση δεν είναι αποτέλεσμα λαθεμένη εκτίμησης, είναι συνέπεια μιας δομημένης αντίληψης, που χρειάζεται χρόνο και προσπάθεια για να αποδομηθεί).
Συνεργασία υπό τον όρο της ταύτισης;
Η απάντηση της Αλ. Παπαρήγα (την επόμενη μέρα στη ΝΕΤ) ήταν απογοητευτική. «Πώς θα πάμε με ένα κόμμα [τον ΣΥΡΙΖΑ], το οποίο λέει “εγώ είμαι καλύτερος διαπραγματευτής εντός της ΕΕ” (…) Δηλαδή, μόλις δει η Μέρκελ και ο Σαρκοζί τον Τσίπρα, θα πέσουν ξεροί κάτω;»
Ευτελίζοντας με την τακτική της διαστρέβλωσης την πρόταση, δείχνει τη φτώχεια της επιχειρηματολογίας της και την αυτάρεσκη αυτοϊκανοποίησή της: «Εμείς δεν αισθανόμαστε καθόλου μόνοι»… Οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι πως νιώθουν, άραγε;
Ο Αλ. Τσίπρας, ωστόσο, είχε φροντίσει να τονίσει ότι ένα μέτωπο κατά της πολιτικής των μνημονίων δεν μπορεί να προχωρήσει παρά «στηριγμένο σε μια πλατιά κοινωνική συμμαχία και στη δυναμική των κινημάτων». Αν μπορεί κάποιος να κάνει τη Μέρκελ και του Σαρκοζί να πέσουν ξεροί, είναι ο κινητοποιημένος, ο αγωνιζόμενος λαός, που προσβλέπει στην εφαρμογή ενός πολιτικού σχεδίου προς το δικό του συμφέρον. Άλλωστε και οι όποιες δυσκολίες στην εφαρμογή των αντιλαϊκών σχεδίων τους στην Ελλάδα, σ’ αυτήν τη λαϊκή αντίσταση οφείλονται σε μεγάλο βαθμό.
Θα μπορούσαμε, επίσης, να προσθέσουμε πως, αν ο Τσίπρας δεν είναι τόσο φοβερός και τρομερός στην όψη, μια συμπαράταξη της ελληνικής αριστεράς που θα είχε προοπτική, ίσως προκαλούσε, αν όχι αποπληξία, τουλάχιστον ανησυχία στο Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες. Δεν το βλέπει, άραγε, αυτό η Αλ. Παπαρήγα;
Όσο για το πρώτο σκέλος της ένστασής της, το ζήτημα της πολιτικής διάστασης δηλαδή, της διαφορετικής προοπτικής, χάνει σε μεγάλο βαθμό το νόημά του, όταν η ίδια η Αλ. Παπαρήγα βάζει σαν άμεσο στόχο του κινήματος «ο λαός να παρεμποδίσει την εφαρμογή των μέτρων». Γιατί, αφού ελαχιστοποιεί, και σωστά, τον πολιτικό στόχο του κινήματος, δεν γίνεται κατανοητό γιατί δεν επιλέγει, δεν θεωρεί ορθή και εφικτή την κοινή δράση των δυνάμεων που συμφωνούν σε αυτόν τον άμεσο στόχο, πράγμα που θα μας επέτρεπε να δώσουμε τη μάχη της επιβίωσης των λαϊκών τάξεων με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία.
Αλλά φαίνεται πως η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι βγάζει κάθε χρόνο τέτοια εποχή ανακοινώσεις για να τιμήσει την ίδρυση του ΕΑΜ, δεν θεωρεί αντίφαση το ότι δεν διδάσκεται από την ΕΑΜική ιστορία. Αν η τότε ηγεσία του ΚΚΕ είχε τα μυαλά τής σημερινής, δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει κανένα από τα αριστερά και δημοκρατικά κόμματα και να συνυπάρξει σε δύσκολες, πολεμικές συνθήκες μαζί τους, με σχέση ισοτιμίας μέσα στο μέτωπο. Θα έψαχνε πρώτα τους ιδεολογικούς φακέλους τους, την ώρα που ο κατακτητής θα δρούσε ανενόχλητος. Όπως κάνει σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, ο εσωτερικός δυνάστης του λαού. Και με δική μας ευθύνη -της αριστεράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου