Ο Βέρντι διευθύνει τις πρόβες του Φάλσταφ, από την Wikipedia |
του Novalis
ΑΥΓΗ, 14.10.11
«Η πρόσκλησίς μου αυτήν την στιγμήν, απευθυνομένη εκ της γεφύρας του καπετάνιου προς το πλήρωμα, απευθύνεται προς όλους τους Έλληνας. Οφείλομεν να αντιληφθώμεν ότι ευρισκόμεθα επί του πεδίου της μάχης, αγωνιζόμεθα αγώνα ιερόν, πρέπει να τον κερδίσωμεν [...]. Ολιγώτερον θα φάγωμεν κύριοι, ολιγώτερα θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερα θα θέσωμεν εις την Τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών. [...] Δεν είναι καιρός δια να ακούσωμεν τας σειρήνας τας εμφανιζομένας ως αναρχίαν και ως κακώς εννοουμένην ελευθερίαν εις το περίγειον του χώρου εις τον οποίον πλέομεν». απόσπασμα παραληρηματικού διαγγέλματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 15.12.1969 (βλ. ημερήσιο τύπο της Τρίτης 16.12.1969).
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Γ. Παπανδρέου απευθύνθηκε στον Αλ. Τσίπρα με τη φράση «δεν ζητώ συναίνεση αλλά καλύτερο πολιτικό κλίμα και να μη με λες Πινοσέτ», επιχειρώντας σε ένα ρεσιτάλ παραπολιτικής δραματοποιίας να παρακάμψει τη σύγκριση της οικονομικής του πολιτικής με εκείνη της Θάτσερ και εκείνη του Πινοσέτ. Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου μερίμνησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Θεσσαλονίκη (11.9.2011) να προσεπικυρώσει με το παραπάνω τις αιτιάσεις του προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, εκστομίζοντας τα εξής ανυπέρβλητα ως υπέρ του «χιλιανού προτύπου» συνηγορία: «Μάλιστα αυτοί έχουνε μέσα στην κρίση πλεονάσματα και δεν αισθάνθηκαν τον πόνο της κρίσης. Είναι εξαγωγική χώρα, δυναμική χώρα. [...] Στη Χιλή φτιάξανε ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα με διαφάνεια, με σωστή διαχείριση και διαμορφώσανε ένα σχέδιο όπου σωστά οργάνωσαν τους πόρους τους, τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό» (απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από τη συνέντευξη τύπου, 11.9.2011).
Σημειωτέον: ουδείς απορφανισμένος εκσυγχρονιστής, ουδείς «αριστερός της ευθύνης», ουδείς θεματοφύλακας των χρηστών δημοκρατικών ηθών τόλμησε να του αντιτείνει, «τις λόγος σέ 'φυγεν έρκος οδόντων;». Ο πρωθυπουργός ορθοτομεί την ελέω ΔΝΤ οικονομική πολιτική του με γνώμονα το «χιλιανό πρότυπο» των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, του αναιμικού κράτους δικαίου, της καθημαγμένης παιδείας, της αστυνομοκρατίας. Το κατά Πινοσέτ και Πινέρα οικονομικό πρότυπο μοιάζει να επιδρά πάνω του «σαν μετέωρο θέλγητρο, σαν μέγα μπαλόνι» (όπως έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας). Το οποίο ενίοτε «κάνει μπαμ», θα πρόσθετα εγώ. Η Καμίλα Βαλέχο θα μπορούσε να εξηγήσει αυτό το τελευταίο καλύτερα από τον καθένα στον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής (!) Διεθνούς, εφόσον ο πρόεδρος είχε την παραμικρή διάθεση να ακούσει. Οπωσδήποτε, ο πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να στραφεί στο νότιο ημισφαίριο προς εξεύρεση τέτοιων οικονομικών παραδειγμάτων. Αν ανατρέξει σαράντα χρόνια πριν, θα ανακαλύψει εγχώρια «μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα», τα οποία διαπνέονταν από παραπλήσια διαχειριστική σύνεση με αυτή που ο πρωθυπουργός αναζητά στη Χιλή. Δεν θα εξολισθήσω σε παραπειστική και καταχρηστική, ψευδο-ιστορική συνταύτιση της κυβέρνησης Παπανδρέου με τη δικτατορική διακυβέρνηση '67-'74. Αδυνατώ, όμως, να μην επισημάνω ότι από εκείνη την εποχή έχουμε να δούμε νομοθετήματα που απορρυθμίζουν κατά τέτοιο τρόπο τις εργασιακές σχέσεις, ώστε οι εργοδότες να ποδηγετούν και να κατευθύνουν την εργασία, στερώντας την από τις ελάχιστες διαπραγματευτικές της δυνατότητες. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το Ν.Δ. 186/69 με το «σύγχρονο» πολυνομοσχέδιο του υπ. Οικονομικών, για να αντιληφθεί ότι από την εποχή της δικτατορίας είχαν να εμφανισθούν τόσο κατάφωρες παραβιάσεις των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και τέτοιος υποβιβασμός της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης σε διακοσμητικό παραπλήρωμα μιας πολιτικής, η οποία στοχεύει να κατασιγάσει τις ταξικές συγκρούσεις υπέρ των εργοδοτών με καταναγκαστικούς διακανονισμούς, αντί να σεβαστεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως πλαίσιο εξισορρόπησης. Καθόλου περίεργο, βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι και οι δύο περιπτώσεις διακυβέρνησης αντιλαμβάνονται ως επικίνδυνη πολυτέλεια το να διερμηνεύουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα συμφέροντά τους. Για τη δραστική αντιμετώπιση αυτού του «κινδύνου» σε όλα τα πεδία, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσέτρεξε το 1967 στον δυναμικό φορέα της στρατοκρατίας, ενώ στις διαφοροποιημένες συνθήκες του 2010 κατέφυγε στον δυναμικό φορέα του ΔΝΤ. Στην πρώτη περίπτωση, «σκάφος εν μαινομένη θαλάσση υπήρξεν η Ελλάς και το γνωρίζομεν άπαντες», το οποίο έπρεπε να ανακτήσει «το δρόμον της προόδου προς την ακτήν της νηνεμίας». Στη δεύτερη περίπτωση, η ελληνική οικονομία ήταν «ο Τιτανικός» και χρειαζόταν να «υπάρξει η απαραίτητη νηνεμία», ώστε να παρασχεθεί από τα μνημόνια «το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά». Η δικτατορία '67-'74 δεν ήταν μόνο η εποχή κατά την οποία ο Παττακός ονείδιζε την «υποταγήν εις τας αλογίστους ορέξεις του φοιτητού» και δήλωνε, απευθυνόμενος σε φοιτητές, ότι «πάσα προσβολή της πειθαρχίας θα συναντήση, όπου δει, αμείλικτον την πάταξιν» (βλ. εφημερίδες Πέμπτης 9.2.1968). Ήταν και η εποχή των fast-track, τα οποία έχουν (μεταξύ άλλων) αφήσει ανεξίτηλες ουλές στο φυσικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο. «Έτερος νόμος προέβλεψε την σύντμησιν των προθεσμιών αι οποίαι απητούντο δια να ιδρυθή μία βιομηχανία. Ηπλούστευσε γενικώς την διαδικασία η οποία απητείτο προς τούτο και αφήρεσεν όλα τα εμπόδια τα οποία απετέλουν τροχοπέδην», δήλωνε ο Μακαρέζος παρουσιάζοντας το «Πενταετές πρόγραμμα της χούντας» (16.12.1968). Και πρόσθετε: «[...]Προς εξασφάλισιν της απαιτουμένης ηυξημένης εισροής ξένου επιχειρηματικού κεφαλαίου και ευνοϊκής συνθέσεώς του, προβλέπεται η λήψις αποτελεσματικών μέτρων προς διερεύνησιν και προβολήν εις το εξωτερικόν των δυνατοτήτων επωφελούς επενδύσεως ξένου κεφαλαίου εις την χώραν». Οι αποικιακές συμβάσεις της Oceanic και της Litton, όπως και οι ρυθμίσεις υπέρ εγχώριων εφοπλιστών και επιχειρηματιών, απέρρεαν από την συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη.
Στο έντυπο «Πενταετές Σχέδιο Αναπτύξεως, 1968-1972, κεφ. 5, σ. 39, διευκρινιζόταν περαιτέρω: «Σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής είναι να μειώσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ενάντια στην απόλυση υπεράριθμου προσωπικού και στην αποζημίωση που καταβάλλεται σε περίπτωση απόλυσης. Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη μείωση της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους εργάτες και τους υπαλλήλους οι οποίοι μπορούν να βρουν μια άλλη κατάλληλη εργασία». Εξάλλου, το Ν.Δ. της 17/22.4.1970, όπως συμπληρώθηκε από το Ν.Δ. 264/1973, υπήρξε πρωτοποριακό στην καταστρατήγηση του οκταώρου και στη δυσμενή για τους εργαζόμενους ρύθμιση της υπερωριακής απασχόλησης. Επιπλέον, η ταξικά μεροληπτική φορολογική πολιτική της δικτατορίας καλλωπιζόταν επανειλημμένως ως «δικαιοτέρα κατανομή του φορολογικού βάρους επί τω τέλει δημιουργίας εις την χώραν μας καθολικής φορολογικής συνειδήσεως» και ως «εξάλειψις της φοροδιαφυγής και η αποκατάστασις ηθικού ρυθμού εις τας σχέσεις κράτους και πολίτου», όταν όμως ο κόμπος της δυσαρέσκειας έφτανε στο χτένι, επιστρατεύονταν ερμηνευτικές εγκύκλιοι, όπου καταύγαζαν η αναισχυντία, ο κυνισμός και οι πραγματικές επιδιώξεις του καθεστώτος: «δεν αρκούν τα μέτρα, όσον θαρραλέα ή αυστηρά και αν είναι, εάν δεν αποκλεισθή εκ των προτέρων η προσπάθεια εξευρέσεως δικαιολογιών ή, έστω, ευλόγου αμύνης των φορολογουμένων κατά των ενίοτε βασίμων ή φανταστικών υπερβολών ή αυθαιρεσιών των οργάνων του Κράτους» (εγκύκλιος του Αδ. Ανδρουτσόπουλου της 23ης Ιανουαρίου 1968, δημοσιευμένη στις εφημερίδες της 8ης και 9ης Φεβρ. 1968). Πιθανές συγκρίσεις με κατοπινές καταστάσεις, δικές σας.
Στη Γερμανία απαντά ο εύστοχος πολιτικός νεολογισμός «Demokratur», «δημοκρατορία». Ο όρος προσιδιάζει στη διακυβέρνηση, η οποία αναδεικνύεται από και κινείται οριακά στο πλαίσιο της τυπικής δημοκρατίας που επικαλείται, για να αλλοιώσει την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική παράμετρο της ουσιαστικής δημοκρατίας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και ως υποκατάσταση πραγματικά δημοκρατικών λύσεων στα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα του συνασπισμού εξουσίας. Οι δημοκράτορες επιδιώκουν τη διατήρηση και την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης με ένα αποκρουστικό μίγμα κοινωνικο-οικονομικών αρχαϊσμών και πολιτικών συμβάντων, που εκβιάζουν τη συναίνεση της κοινωνίας μέσα από τον εκφοβισμό και την αδράνεια.
Η αντίληψή τους μπορεί να περιγραφεί με τη φράση από την όπερα «Φάλσταφ» του Βέρντι: «ας επιστρέψουμε στο παλιό και θα είναι μια πρόοδος». Πιθανώς, οι αναλογίες που επιχείρησα παραπάνω να είναι αμφισβητήσιμες, όπως όλες οι αναλογίες. Τουλάχιστον, δεν μάς απαλλάσσουν από τη σοβαρή συζήτηση για τα πρότυπα των δημοκρατόρων στην Ελλάδα. Ο καπιταλισμός των δικτατόρων κατέλιπε όξυνση της ανισοκατανομής, ραγδαία υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, αντιπαραγωγικές επενδύσεις, φορολογική ασυλία του κεφαλαίου, βαθύτερη διάβρωση της παραγωγικής βάσης, διόγκωση του δημόσιου χρέους (βλ. για το τελευταίο, E. Toussaint, Face à la dette du Nord, quelques pistes alternatives, www.cadtm.org, 19.1.2011, σελ. 12 κ.ε.).
Ο καπιταλισμός των δημοκρατόρων κινείται σε επικίνδυνα όμοιες κατευθύνσεις. Άλλωστε, το προσφιλές ρητό των δικτατόρων, «οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να τρώνε ολιγώτερον, να ζητούν ολιγώτερα και να εργάζονται περισσότερον», είναι, αυτούσιο ή μετεξελιγμένο, όχημα των μνημονιακών δημοκρατόρων στις συκοφαντικές επιθέσεις τους εναντίον των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά μόνο τους δικτάτορες, αλλά και τους δημοκράτορες η ρήση του Αριστόβουλου Μάνεση: «Λαϊκή κυριαρχία σημαίνει ότι η κρατική εξουσία ανάγεται στον Λαό, πάντοτε ως αφετηρία προσδιοριστική-και όχι εκ των υστέρων».
ΑΥΓΗ, 14.10.11
«Η πρόσκλησίς μου αυτήν την στιγμήν, απευθυνομένη εκ της γεφύρας του καπετάνιου προς το πλήρωμα, απευθύνεται προς όλους τους Έλληνας. Οφείλομεν να αντιληφθώμεν ότι ευρισκόμεθα επί του πεδίου της μάχης, αγωνιζόμεθα αγώνα ιερόν, πρέπει να τον κερδίσωμεν [...]. Ολιγώτερον θα φάγωμεν κύριοι, ολιγώτερα θα απαιτήσωμεν υπέρ ημών, ολιγώτερα θα θέσωμεν εις την Τράπεζαν δια την ικανοποίησιν των ιδικών μας αναγκών. [...] Δεν είναι καιρός δια να ακούσωμεν τας σειρήνας τας εμφανιζομένας ως αναρχίαν και ως κακώς εννοουμένην ελευθερίαν εις το περίγειον του χώρου εις τον οποίον πλέομεν». απόσπασμα παραληρηματικού διαγγέλματος του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 15.12.1969 (βλ. ημερήσιο τύπο της Τρίτης 16.12.1969).
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο Γ. Παπανδρέου απευθύνθηκε στον Αλ. Τσίπρα με τη φράση «δεν ζητώ συναίνεση αλλά καλύτερο πολιτικό κλίμα και να μη με λες Πινοσέτ», επιχειρώντας σε ένα ρεσιτάλ παραπολιτικής δραματοποιίας να παρακάμψει τη σύγκριση της οικονομικής του πολιτικής με εκείνη της Θάτσερ και εκείνη του Πινοσέτ. Ωστόσο, ο Γ. Παπανδρέου μερίμνησε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου στη Θεσσαλονίκη (11.9.2011) να προσεπικυρώσει με το παραπάνω τις αιτιάσεις του προέδρου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, εκστομίζοντας τα εξής ανυπέρβλητα ως υπέρ του «χιλιανού προτύπου» συνηγορία: «Μάλιστα αυτοί έχουνε μέσα στην κρίση πλεονάσματα και δεν αισθάνθηκαν τον πόνο της κρίσης. Είναι εξαγωγική χώρα, δυναμική χώρα. [...] Στη Χιλή φτιάξανε ένα κράτος, ένα πολιτικό σύστημα με διαφάνεια, με σωστή διαχείριση και διαμορφώσανε ένα σχέδιο όπου σωστά οργάνωσαν τους πόρους τους, τους πλουτοπαραγωγικούς τους πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό» (απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από τη συνέντευξη τύπου, 11.9.2011).
Σημειωτέον: ουδείς απορφανισμένος εκσυγχρονιστής, ουδείς «αριστερός της ευθύνης», ουδείς θεματοφύλακας των χρηστών δημοκρατικών ηθών τόλμησε να του αντιτείνει, «τις λόγος σέ 'φυγεν έρκος οδόντων;». Ο πρωθυπουργός ορθοτομεί την ελέω ΔΝΤ οικονομική πολιτική του με γνώμονα το «χιλιανό πρότυπο» των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, του αναιμικού κράτους δικαίου, της καθημαγμένης παιδείας, της αστυνομοκρατίας. Το κατά Πινοσέτ και Πινέρα οικονομικό πρότυπο μοιάζει να επιδρά πάνω του «σαν μετέωρο θέλγητρο, σαν μέγα μπαλόνι» (όπως έγραψε ο Ρώμος Φιλύρας). Το οποίο ενίοτε «κάνει μπαμ», θα πρόσθετα εγώ. Η Καμίλα Βαλέχο θα μπορούσε να εξηγήσει αυτό το τελευταίο καλύτερα από τον καθένα στον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής (!) Διεθνούς, εφόσον ο πρόεδρος είχε την παραμικρή διάθεση να ακούσει. Οπωσδήποτε, ο πρωθυπουργός δεν χρειάζεται να στραφεί στο νότιο ημισφαίριο προς εξεύρεση τέτοιων οικονομικών παραδειγμάτων. Αν ανατρέξει σαράντα χρόνια πριν, θα ανακαλύψει εγχώρια «μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα», τα οποία διαπνέονταν από παραπλήσια διαχειριστική σύνεση με αυτή που ο πρωθυπουργός αναζητά στη Χιλή. Δεν θα εξολισθήσω σε παραπειστική και καταχρηστική, ψευδο-ιστορική συνταύτιση της κυβέρνησης Παπανδρέου με τη δικτατορική διακυβέρνηση '67-'74. Αδυνατώ, όμως, να μην επισημάνω ότι από εκείνη την εποχή έχουμε να δούμε νομοθετήματα που απορρυθμίζουν κατά τέτοιο τρόπο τις εργασιακές σχέσεις, ώστε οι εργοδότες να ποδηγετούν και να κατευθύνουν την εργασία, στερώντας την από τις ελάχιστες διαπραγματευτικές της δυνατότητες. Αρκεί να συγκρίνει κανείς το Ν.Δ. 186/69 με το «σύγχρονο» πολυνομοσχέδιο του υπ. Οικονομικών, για να αντιληφθεί ότι από την εποχή της δικτατορίας είχαν να εμφανισθούν τόσο κατάφωρες παραβιάσεις των Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας και τέτοιος υποβιβασμός της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης σε διακοσμητικό παραπλήρωμα μιας πολιτικής, η οποία στοχεύει να κατασιγάσει τις ταξικές συγκρούσεις υπέρ των εργοδοτών με καταναγκαστικούς διακανονισμούς, αντί να σεβαστεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ως πλαίσιο εξισορρόπησης. Καθόλου περίεργο, βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι και οι δύο περιπτώσεις διακυβέρνησης αντιλαμβάνονται ως επικίνδυνη πολυτέλεια το να διερμηνεύουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τα συμφέροντά τους. Για τη δραστική αντιμετώπιση αυτού του «κινδύνου» σε όλα τα πεδία, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσέτρεξε το 1967 στον δυναμικό φορέα της στρατοκρατίας, ενώ στις διαφοροποιημένες συνθήκες του 2010 κατέφυγε στον δυναμικό φορέα του ΔΝΤ. Στην πρώτη περίπτωση, «σκάφος εν μαινομένη θαλάσση υπήρξεν η Ελλάς και το γνωρίζομεν άπαντες», το οποίο έπρεπε να ανακτήσει «το δρόμον της προόδου προς την ακτήν της νηνεμίας». Στη δεύτερη περίπτωση, η ελληνική οικονομία ήταν «ο Τιτανικός» και χρειαζόταν να «υπάρξει η απαραίτητη νηνεμία», ώστε να παρασχεθεί από τα μνημόνια «το απάνεμο λιμάνι που θα μας επιτρέψει να ξαναχτίσουμε το σκάφος μας με γερά και αξιόπιστα υλικά». Η δικτατορία '67-'74 δεν ήταν μόνο η εποχή κατά την οποία ο Παττακός ονείδιζε την «υποταγήν εις τας αλογίστους ορέξεις του φοιτητού» και δήλωνε, απευθυνόμενος σε φοιτητές, ότι «πάσα προσβολή της πειθαρχίας θα συναντήση, όπου δει, αμείλικτον την πάταξιν» (βλ. εφημερίδες Πέμπτης 9.2.1968). Ήταν και η εποχή των fast-track, τα οποία έχουν (μεταξύ άλλων) αφήσει ανεξίτηλες ουλές στο φυσικό περιβάλλον και το αστικό τοπίο. «Έτερος νόμος προέβλεψε την σύντμησιν των προθεσμιών αι οποίαι απητούντο δια να ιδρυθή μία βιομηχανία. Ηπλούστευσε γενικώς την διαδικασία η οποία απητείτο προς τούτο και αφήρεσεν όλα τα εμπόδια τα οποία απετέλουν τροχοπέδην», δήλωνε ο Μακαρέζος παρουσιάζοντας το «Πενταετές πρόγραμμα της χούντας» (16.12.1968). Και πρόσθετε: «[...]Προς εξασφάλισιν της απαιτουμένης ηυξημένης εισροής ξένου επιχειρηματικού κεφαλαίου και ευνοϊκής συνθέσεώς του, προβλέπεται η λήψις αποτελεσματικών μέτρων προς διερεύνησιν και προβολήν εις το εξωτερικόν των δυνατοτήτων επωφελούς επενδύσεως ξένου κεφαλαίου εις την χώραν». Οι αποικιακές συμβάσεις της Oceanic και της Litton, όπως και οι ρυθμίσεις υπέρ εγχώριων εφοπλιστών και επιχειρηματιών, απέρρεαν από την συγκεκριμένη οικονομική αντίληψη.
Στο έντυπο «Πενταετές Σχέδιο Αναπτύξεως, 1968-1972, κεφ. 5, σ. 39, διευκρινιζόταν περαιτέρω: «Σκοπός της κυβερνητικής πολιτικής είναι να μειώσει τους περιορισμούς που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ενάντια στην απόλυση υπεράριθμου προσωπικού και στην αποζημίωση που καταβάλλεται σε περίπτωση απόλυσης. Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη μείωση της αποζημίωσης που καταβάλλεται στους εργάτες και τους υπαλλήλους οι οποίοι μπορούν να βρουν μια άλλη κατάλληλη εργασία». Εξάλλου, το Ν.Δ. της 17/22.4.1970, όπως συμπληρώθηκε από το Ν.Δ. 264/1973, υπήρξε πρωτοποριακό στην καταστρατήγηση του οκταώρου και στη δυσμενή για τους εργαζόμενους ρύθμιση της υπερωριακής απασχόλησης. Επιπλέον, η ταξικά μεροληπτική φορολογική πολιτική της δικτατορίας καλλωπιζόταν επανειλημμένως ως «δικαιοτέρα κατανομή του φορολογικού βάρους επί τω τέλει δημιουργίας εις την χώραν μας καθολικής φορολογικής συνειδήσεως» και ως «εξάλειψις της φοροδιαφυγής και η αποκατάστασις ηθικού ρυθμού εις τας σχέσεις κράτους και πολίτου», όταν όμως ο κόμπος της δυσαρέσκειας έφτανε στο χτένι, επιστρατεύονταν ερμηνευτικές εγκύκλιοι, όπου καταύγαζαν η αναισχυντία, ο κυνισμός και οι πραγματικές επιδιώξεις του καθεστώτος: «δεν αρκούν τα μέτρα, όσον θαρραλέα ή αυστηρά και αν είναι, εάν δεν αποκλεισθή εκ των προτέρων η προσπάθεια εξευρέσεως δικαιολογιών ή, έστω, ευλόγου αμύνης των φορολογουμένων κατά των ενίοτε βασίμων ή φανταστικών υπερβολών ή αυθαιρεσιών των οργάνων του Κράτους» (εγκύκλιος του Αδ. Ανδρουτσόπουλου της 23ης Ιανουαρίου 1968, δημοσιευμένη στις εφημερίδες της 8ης και 9ης Φεβρ. 1968). Πιθανές συγκρίσεις με κατοπινές καταστάσεις, δικές σας.
Στη Γερμανία απαντά ο εύστοχος πολιτικός νεολογισμός «Demokratur», «δημοκρατορία». Ο όρος προσιδιάζει στη διακυβέρνηση, η οποία αναδεικνύεται από και κινείται οριακά στο πλαίσιο της τυπικής δημοκρατίας που επικαλείται, για να αλλοιώσει την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική παράμετρο της ουσιαστικής δημοκρατίας, προς όφελος της άρχουσας τάξης και ως υποκατάσταση πραγματικά δημοκρατικών λύσεων στα ιδεολογικά και πολιτικά αδιέξοδα του συνασπισμού εξουσίας. Οι δημοκράτορες επιδιώκουν τη διατήρηση και την ενίσχυση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης με ένα αποκρουστικό μίγμα κοινωνικο-οικονομικών αρχαϊσμών και πολιτικών συμβάντων, που εκβιάζουν τη συναίνεση της κοινωνίας μέσα από τον εκφοβισμό και την αδράνεια.
Η αντίληψή τους μπορεί να περιγραφεί με τη φράση από την όπερα «Φάλσταφ» του Βέρντι: «ας επιστρέψουμε στο παλιό και θα είναι μια πρόοδος». Πιθανώς, οι αναλογίες που επιχείρησα παραπάνω να είναι αμφισβητήσιμες, όπως όλες οι αναλογίες. Τουλάχιστον, δεν μάς απαλλάσσουν από τη σοβαρή συζήτηση για τα πρότυπα των δημοκρατόρων στην Ελλάδα. Ο καπιταλισμός των δικτατόρων κατέλιπε όξυνση της ανισοκατανομής, ραγδαία υποβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών, αντιπαραγωγικές επενδύσεις, φορολογική ασυλία του κεφαλαίου, βαθύτερη διάβρωση της παραγωγικής βάσης, διόγκωση του δημόσιου χρέους (βλ. για το τελευταίο, E. Toussaint, Face à la dette du Nord, quelques pistes alternatives, www.cadtm.org, 19.1.2011, σελ. 12 κ.ε.).
Ο καπιταλισμός των δημοκρατόρων κινείται σε επικίνδυνα όμοιες κατευθύνσεις. Άλλωστε, το προσφιλές ρητό των δικτατόρων, «οι Έλληνες πρέπει να μάθουν να τρώνε ολιγώτερον, να ζητούν ολιγώτερα και να εργάζονται περισσότερον», είναι, αυτούσιο ή μετεξελιγμένο, όχημα των μνημονιακών δημοκρατόρων στις συκοφαντικές επιθέσεις τους εναντίον των εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, δεν αφορά μόνο τους δικτάτορες, αλλά και τους δημοκράτορες η ρήση του Αριστόβουλου Μάνεση: «Λαϊκή κυριαρχία σημαίνει ότι η κρατική εξουσία ανάγεται στον Λαό, πάντοτε ως αφετηρία προσδιοριστική-και όχι εκ των υστέρων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου