by Elliott Erwitt in 1964 |
Το ελικόπτερο ανυψώνεται έχοντας δεμένο στα πέδιλά του το πτώμα του Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστού και ως Τσε.
[...] Όπως ακριβώς τα κομματάκια του Τίμιου Σταυρού ή τα τυχερά φυλαχτά, έτσι και τα αντικείμενα του Τσε έσπρωξαν εχθρούς και φίλους σ' ένα κυνήγι σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα, σε μια ευγενική λατρεία, σ' ένα ανήθικο εμπόριο και σ' ένα πλήθος από γελοίες απάτες.
Μετά τη σύλληψή του, στην Ιγέρα (όπου, όπως λέει ο ποιητής Ενρίκε Λιν, ο Τσε «είχε στήσει μετά θάνατον το γενικό του στρατόπεδο»), στο Βαγεγκράντε και στη Λα Πας αρχίζει το εμπόριο με τα λιγοστά υπάρχοντα του Τσε. Μια ανάμεικτη κατάσταση, κάτι ανάμεσα σε αρπακτική διάθεση, λαφυραγωγία και φετιχισμό, έσπρωξε πρώτα τους στρατιωτικούς κι έπειτα τους πολίτες που βρίσκονταν κοντά στα γεγονότα να κλέψουν ό,τι έπεφτε μπροστά τους και ανήκε στον τσε Γκεβάρα.
Τα αμερικανικά δολάρια, τα πέσος της Βολιβίας και τα δολάρια του Καναδά τα μοιράστηκαν μεταξύ τους οι στρατιώτες στην Ιγέρα πίσω από την πλάτη των ανώτερων αξιωματικών· η πένα Πάρκερ κατέληξε στα χέρια ενός υπαξιωματικού, ο οποίος τελικά την αντάλλαξε με κάτι φωτογραφίες που του έδωσε ένας δημοσιογράφος· το δαχτυλίδι του Τσε το μάζεψε κάποιος άλλος που στη συνέχεια έφτιαξε κάμποσα αντίγραφα, τα οποία συνέχιζε να πουλάει επί χρόνια· η χαλασμένη καραμπίνα Μ2 κατέληξε στα χέρια του συνταγματάρχη Σεντένο και λένε ότι αυτός, για να κάνει καλή εντύπωση, την παρέδωσε στο στρατηγό Οβάνδο, αφού πρώτα έβγαλε μια φωτογραφία ποζάροντας με το όπλο (η φωτογραφία αυτή αποτελεί μέρος μιας θλιβερής σειράς: Στην πρώτη ο Σεντένο ποζάρει ένστολος με τα παιδιά του, τη Χιμένα και τον Χοακίν, στη δεύτερη δείχνει την καραμπίνα)· τη μία από τις πίπες του την έκλεψε ο συνταγματάρχης Σέλιτς και την άλλη ο λοχίας Μπερναρδίνο Ουάνκα. Κανείς δε θέλησε να πάρει τα παπούτσια του, που ήταν φτιαγμένα από κομμάτια δέρμα και τριχιά, εκείνα τα σανδάλια που είχαν αντικαταστήσει τις κατεστραμμένες του μπότες.
Κανένα άλλο αντικείμενο όμως δεν είχε ποτέ του τόσο πολλούς ιδιοκτήτες συγχρόνως όσους το ρολόι του Τσε.
Στις 8 Οκτωβρίου 1966 ο κομαντάντε Γκεβάρα είχε πάνω του δύο ρολόγια Ρόλεξ, το δικό του και του βοηθού του, που είχε παραδοθεί στον Τσε μετά το θάνατο του Κοέγιο. Οι στρατιώτες τού τα έβγαλαν και τα δύο με το που τον έπιασαν. Στην πρώτη του συζήτηση με τον Γκάρι Πράδο μέσα στο σχολείοτης Ιγέρα, ο Τσε τού το είχε πει κι εκείνος είχε φωνάξει τότε τους στρατιώτες και είχε πάρει πίσω τα δύο ρολόγια Ρόλεξ oster perpetual.
- Ορίστε τα ρολόγια σας, κρατήστε τα, κανείς δε θα σας τα πάρει.
Ο Τσε απαντάει ότι θα προτιμούσε να του τα φυλάξει εκείνος και αν του συμβεί κάτι να φροντίσει «να φτάσουν στους δικούς μου». Ο Πράδο τού ζητάει να ξεχωρίσει το δικό του και ο Τσε το σημαδεύει χαράζοντάς του ένα Χ στην ανάποδη πλευρά με μια πέτρα. Ο Πράδο κρατάει το ρολόι του Τσε και δίνει στον ταγματάρχη Αγιορόα το ρολόι του Κοέγιο.
Έτσι συνέβησαν τα πράγματα σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, αλλά ο τηλεγραφητής της Ιγέρα, ο Κορτές, είδε το συνταγματάρχη Σέλιτς να παίρνει από τον Τσε το ρολόι του, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ήταν δεμένος. Και ο πράκτορας της CIA Φέλιξ Ροδρίγκες διηγείται πώς βρέθηκε στα χέρια του το ρολόι του Τσε όταν κατάφερε να κοροϊδέψει ένα στρατιώτη που του το είχε πάρει και πώς το είχε φορέσει στον καρπό του όταν ανέβηκε στο ελικόπτερο με το οποίο εγκατέλειψε τον οικισμό της Ιγέρα. Στην πορεία της αφήγησης το ρολόι Ρόλεξ oster perpetual γίνεται ένα Ρόλεξ GT master. Αλλά ο Ισπανο-μεξικανός δημοσιογράφος Λουίς Σουάρες διαβεβαίωνε ότι το Ρόλεξ του Τσε είχε καταλήξει στα χέρια του λοχία Μπερναρδίνο Ουάνκα, ο οποίος το είχε πάρει από το πτώμα.
Άλλες εκδοχές της ιστορίας θέλουν ιδιοκτήτη του ρολογιού το στρατηγό Οβάνδο και μια άλλη, πιο ευφάνταστη, βάζει το ρολόι να ταξιδεύει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά: Από το πτώμα στο γιατρό που έκανε τη νεκροψία και από το γιατρό στο γιο του, ο οποίος το έδωσε για να ξεπληρώσει ένα χρέος σε μια καντίνα της μεξικανικής πόλης της Πουέμπλα.[...]
Μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, στο πλαίσιο μια σειράς παράδοξων συμπτώσεων - που αναμφίβολα μπορούν να αποδοθούν στο γεγονός ότι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην όλη ιστορία έζησαν σε καιρούς αβέβαιους και στην κόψη του ξυραφιού-, οι περισσότεροι από κείνους που σχετίζονταν με τη σύλληψη, τη διαταγή της εκτέλεσης και την εξαφάνιση του πτώματος του Ερνέστο Γκεβάρα έπεσαν θύματα παράξενων θανατηφόρων ατυχημάτων με ελικόπτερα ή αυτοκίνητα, εκτελέστηκαν από τους κληρονόμους του αντάρτικου, εκτοπίστηκαν, αρρώστησαν μυστηριωδώς, δέχτηκαν πυροβολισμούς, έπεσαν θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων της φασματικής Αριστεράς ή της πιο λάθρα βιώσας δεξιάς ή ξυλοκοπήθηκαν μέχρι θανάτου από τους πρώην συντρόφους τους.
Λες και το φάντασμα του Τσε είχε επιστρέψει για να ζητήσει το λογαριασμό από τους δολοφόνους του, ένα συστηματικό κύμα βίας παρέσυρε σταδιακά ένα προς έναν όλους όσοι είχαν συμμετάσχει στα γεγονότα.[....]
Ο ποιητής Πάκο Ουρόντο, που έμελλε να πεθάνει χρόνια αργότερα δολοφονημένος από τους στρατιωτικούς της Αργεντινής, όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Τσε στο Μπουένος Άιρες, έγραψε: «Για μια βδομάδα θα βρέχει αδιάκοπα και οι λιγότερο εύπιστοι ή όσοι δεν είναι προληπτικοί θα σκεφτούν πως είναι τυχαίο, εντελώς τυχαίο: πως είναι λιγάκι παράξενο αυτό που συμβαίνει, αλλά εντελώς συμπτωματικό. Οι φίλοι καταφθάνουν σιγά σιγά, ολοένα και πιο μουσκεμένοι - αυτή τη φορά κράτησε ασυνήθιστα πολύ ετούτος ο παλιόκαιρος. Αλλά αυτή τη φορά δεν τον σχολιάζουμε καταπώς το συνηθίζουμε εδώ στο Μπουένος Άιρες, δε μιλάμε δηλαδή για την υγρασία και τα βάσανα που φέρνει, ούτε για το συκώτι μας. Αυτή τη φορά εικάζουμε μ' αλλιώτικο τρόπο: δεν υπάρχει γαλήνη, δεν υπάρχει σιωπή».[...]
Το χωριό της Ιγέρα, μετά το πέρασμα του αντάρτικου απ' τα χώματά του κι αφού φιλοξένησε στο σχολείο του το πτώμα του Τσε, το ρήμαξε μια φοβερή ξηρασία, ζώα και φυτά πέθαιναν και οι χωρικοί υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν. Η λαϊκή δοξασία, οι ψιθυριστές φήμες, οι θρύλοι την απέδιδαν σε θεϊκή τιμωρία, επειδή είχαν αφήσει τον Τσε να πεθάνει στα χέρια των στρατιωτικών.
Οι χωρικοί της Κοτσαμπάμπα αρχίζουν να ψέλνουν μια παράξενη δέηση: «Ψυχούλα του Τσε, σου ζητώ να μεσολαβήσεις να γίνει το θαύμα και να θεραπευτεί η αγελαδίτσα μου, κάνε μου αυτή τη χάρη, ψυχούλα του Τσε».[...]
Η νοσοκόμα του Βαγεγκράντε που τον έγδυσε όταν ήταν πια νεκρός εξομολογείται: «Μερικές φορές ονειρεύομαι τον Τσε και τον βλέπω ζωντανό. Με επισκέπτεται, μου μιλάει και μου λέει ότι θα με βγάλει απ' αυτή την αθλιότητα μες στην οποία ζω». [...]
Με τον Μανρέσα, το γραμματέα του, συζητάω στο σκοτάδι. Ένα μπλακ άουτ ταλαιπωρεί τη συγκεκριμένη συνοικία της Αβάνας. Ακούω τη φωνή του να σταματάει πότε πότε. Εύκολα μαντεύει κανείς τα συναισθήματά του.
- Εσείς, οι οπαδοί του Γκεβάρα, οι άνθρωποι που ζήσατε κοντά στον Τσε, δίνετε την εντύπωση ότι είστε σημαδεμένοι, ότι έχετε άνα σημάδι, ένα Ζ στο μέτωπο, σαν κια υτό που χάραζε ο Ζορό, του λέω.
- Εμείς ήμασταν κάτι φτωχοδιάβολοι, που ένας Θεός ξέρει πού θα μας έβγαζε η ζωή, και περιμέναμε να βρούμε έναν άνθρωπο σαν το Τσε.
Ακολουθεί μια μεγάλη παύση. Ύστερα ακούγεται ένας λυγμός. Δεν ξέρω τι άλλο να τον ρωτήσω.
Αυτή η αίσθηση εγκατάλειψης, η αίσθηση ότι ο Τσε έφυγε χωρίς αυτούς, τους σκοτώνει. Ο Χοέλ Ιγκλέσιας πέρασε μια βαθιά κρίση που τον οδήγησε στο αλκοόλ, ο Μόρα αυτοκτόνησε, ο Ντίας Αργουέγες δεν μπόρεσε ποτέ να συγχωρήσει τον Τσε που είχε πάρει μαζί του τον στενό του φίλο Γκουστάβο Ματσίν και όχι τον ίδιο, δεν τον συγχώρεσε ακόμα κι όταν σκοτώθηκε στην Αγκόλα, χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζοντας τα νοτιοαφρικανικά τεθωρακισμένα, σε μια εποποιία που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει απ' τα κατορθώματα του Τσε. Ο Αμεϊχέιρας βασανίζεται , λέγοντας απ' τη μια ότι εκείνος θα μπορούσε να είχε βάλει φρένο στους άσκοπους ηρωισμούς του Τσε και απ' την άλλη υποφέροντας που δεν ήταν εκεί για να του βάλει φρένο. Ο Ντρέκε για πολλά χρόνια αναρωτιόταν τι λάθος είχε κάνει στην Αφρική και δεν τον είχε πάρει έπειτα μαζί του στη Βολιβία. Η απάντηση μπορεί να ήταν πάντα η ίδια - κανένα λάθος -, η ερώτηση όμως εξακολούθησε να τον τρώει μέσα του για καιρό. Οι Ασεβέδο εξακολουθούν να αναρωτιούνται. Το ίδιο κάνει και ο φίλος του ο Φερνάνδες Μελ ή ο Αραγονές, ο οποίος, επιστρέφοντας από την Αφρική, βασανίστηκε από μια φοβερή αρρώστια που παραλίγο να τον σκοτώσει. Και ο Εστράδα, που ο Τσε τον είχε διώξει απ΄ την Πράγα γιατί τραβούσε την προσοχή, ακόμα αναρωτιέται, όπως και ο Μπορέγο, ο υφθπουργός του, ή ο Ολτούσκι, που του πήρε τριάντα χρόνια για να γράψει το βιβλίο, όπου ήθελε μεταξύ άλλων να πει ότι υπήρχαν και πολλά σημεία στα οποία συμφωνούσαν οι δυο τους... Κι όταν μιλάω μαζί τους, νιώθω πως θα μπορούσα να βάλω άφοβα στοίχημα το κεφάλι μου λέγοντας με σιγουριά ότι στην Κούβα, ακόμα και σήμερα, τριάντα έξι χρόνια σχεδόν μετά το θάνατό του, υπάρχουν καμιά εκατοστή άντρες και γυναίκες που θα πουλούσαν την ψυχή τους στο διάβολο για να έχουν μπορέσει να πεθάνουν μαζί με τον Τσε στη Βολιβία.[...]
Τριάντα χρόνια σχεδόν μετά το θάνατό του η εικόνα του περνάει από γενιά σε γενιά, ο μύθος του περνά τρέχοντας μέσα απ' τα παραληρήματα μεγαλείου του νεοφιλελευθερισμού. Ασεβής, περιπαικτικός, πεισματάρης, επίμονος στην ηθική του, αξέχαστος.
Το ελικόπτερο ανυψώνεται έχοντας δεμένο στα πέδιλά του το πτώμα του Ερνέστο Γκεβάρα, γνωστού και ως Τσε.
* ΤΣΕ (Γραμμένο στο κάτω μέρος μιας αφίσας στο Αμβούργο, όπου βλέπουμε τον Γκεβάρα να μας χαμογελά)
όλα τα αποσπάσματα από το βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Ερνέστο Γκεβάρα γνωστός και ως ΤΣΕ, εκδ. Κέδρος Α.Ε. 2005, μτφ. Βασιλική Κνήτου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου