Slave Ship (1840), Joseph Mallord William Turner [Public domain], via Wikimedia Commons |
του Novalis, ΑΥΓΗ, 6.10.11
«Η ανομία έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ / να την εκσφενδονίσουμε σε κάθε κεφαλή» αγνώστου κυβερνητικού (think) tank. «Ο
Γιάκομπσον λέει πως η αφασία διαβρώνει τη γλώσσα στην αντιστροφή της
κατάκτησής της. [...] Ένα στόμα που αποσυντίθεται, ξεκινάει από τα χείλη».
Jacques Roubaud, Quelque chose noir, 1986 (αριστεριστής του ΣΥΡΙΖΑ).
Η πλούσια πολιτική και κοινωνική εμπειρία ωμών νεοφιλελεύθερων διακυβερνήσεων διδάσκει ότι η παράλυση του συστήματος οικονομικών σχέσεων συνδέεται άρρηκτα με την οξύτατη συμπτωματολογία στο επίπεδο της πολιτικής. Δεν διαγιγνώσκεται, λοιπόν, σ’ αυτά τα φαινόμενα κάποια «ελληνική ιδιοτυπία», όσο κι αν η εκδήλωσή τους φέρει όλες τις ιδιομορφίες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Η κυβέρνηση πασχίζει να νομιμοποιήσει την ταξική και άδικη οικονομική πολιτική της στη δίνη του φαύλου κύκλου της ύφεσης. Ταυτοχρόνως, προκρίνει ως μέσα πολιτικής της νομιμοποίησης στη δίνη της κοινωνικής δυσθυμίας τον κατασταλτικό φετιχισμό και την ανοίκεια χρήση των εννοιών, έτσι ώστε να της χρησιμεύσουν ως ιδεολογικά ρόπαλα, εκεί που δεν φτουράνε (ακόμα) τα αναποδογυρισμένα γκλομπς των ΜΑΤ. Η δημιουργική λογιστική, που βάζει την Ελλάδα στην ΟΝΕ με το σπαθί των transactions swaps της Goldman Sachs και στρώνει τον δρόμο για τα Μνημόνια με το φούσκωμα του ελλείμματος και του χρέους, ενορχηστρώνοντας την εκστρατεία του διασυρμού, δεν μπορεί παρά να εκλύσει τη δημιουργική λογιστική των εννοιών, η οποία καθιερώνει σημασίες με ιδεολογικά διογκωμένη νοηματική ισχύ, ως ασπίδα απέναντι στις διακυμάνσεις της ταξικής πάλης, και στρώνει τον δρόμο στο βουερό πανηγύρι της δυσφήμισης, προκατασκευάζοντας νέες συκοφαντίες. Στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, καθείς έχει τον τρόπο του τόσο στη δημιουργική λογιστική επί των οικονομικών μεγεθών όσο και στη δημιουργική λογιστική επί των εννοιών.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ ΧΑΡΙΝ, με σκηνικό βάθος το νομοσχέδιο για τη διαφθορά πολιτικών προσώπων, ο υπουργός Δικαιοσύνης και ο υφυπουργός του επιδόθηκαν σε άσκηση ετοιμότητας εναντίον του νέου εσωτερικού εχθρού, του κινήματος «Δεν έχω να πληρώσω». Ο ελλόγιμος υφυπουργός επέλεξε να κρατήσει τη λέξη «κινήματα», ώστε να κροταλίσει με αλαζονική θεατρικότητα τη λέξη «δήθεν» πριν από την εκφώνησή της, επιχειρώντας υπερβατικό λόγο με προδιαγραφές ακατανίκητου πειρασμού ακόμα και για τους πλέον αντικυβερνητικούς πρώην αριστερούς. Ο εμπειρότερος υπουργός, πάλι, φιλοδόξησε να θολώσει ασφαλέστερα τα νερά της προοδευτικής συνείδησης, προάγοντας καταχρηστικά τη δοκιμασμένη έννοια της «ανομίας». Από τα κυβερνητικά χείλη έχει κατά κόρον εξαπολυθεί η κατηγορία της ανομίας με παραπεμπτικότητα νοθευμένη από τις σκοπιμότητες της πολεμικής και της νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας για να αντιμετωπίσουν τους εχθρούς που κατασκευάζουν, δηλαδή τα πληττόμενα από τις επιλογές τους κοινωνικά στρώματα και τα κόμματα της αριστεράς. Κατ’ αρχήν, προκαλεί εύλογη ιλαρότητα η οποιαδήποτε χρήση αυτής της έννοιας (μετά ή άνευ ιδεολογικών ψιμυθίων) από ηγετικά στελέχη ενός κόμματος, το οποίο κατά τις μακρές κυβερνητικές θητείες του προσέφερε στα κοσκωτοειδή πολιτικά ήθη την «εκσυγχρονιστική» βάση αναβάθμισής τους στο σύστημα ασφυκτικής πολιτικο-οικονομικής διαπλοκής εγχώριων και αλλοδαπών εργοληπτών, εφοπλιστών, τραπεζιτών και κρατικοδίαιτων τεχνοκρατών της «ελεύθερης οικονομίας».
ΜΕ ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ, στην επικράτεια της αδιαφάνειας και της αυθαιρεσίας, όπου δεν γνωρίζει ο Χριστοφοράκος τι ποιεί ο Ψωμιάδης. Υπό αυτό το πρίσμα, η γελοιότροπη απόπειρα του ενός αντιπροέδρου να εκφράσει μέσα στην αναμπουμπούλα τη δυσαρέσκειά του, επειδή ο φόρος του έτερου αντιπροέδρου αφορά και τα δικά του πολυάριθμα ακίνητα, φαντάζει απλό επεισόδιο της κομέντια ντελ’ άρτε («ο Ντιπόν συλλαμβάνει τον Ντιπόν»). Τα πράγματα είναι, όμως, πολύ σοβαρότερα: Ας μου συγχωρηθεί η άχαρη εικονοποιητική γλώσσα, αλλά τα κυβερνητικά χείλη εκφωνούν εννοιολογικές παραχαράξεις με άνεση τόση όση τους παρέχει το στόμα της άρχουσας τάξης εν συνόλω. Έτσι προκύπτει και η συνεκφώνηση με άλλες πολιτικές εκφράσεις της άρχουσας τάξης, όπως η Ν.Δ. και το ΛΑΟΣ. Μετά την πτώση της δικτατορίας και την απαξίωση του κράτους των εθνικοφρόνων, η άρχουσα τάξη δυσκολευόταν να χειραγωγεί τις πολιτικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα και τη δημοκρατική νομιμότητα για να ποινικοποιεί τις κοινωνικές αντιδράσεις ή να δυσφημεί τις πολιτικές δυνάμεις που αμφισβητούσαν τους σχεδιασμούς της με τη διάκλειση της τρέχουσας πολιτικής και κοινοβουλευτικής πραγματικότητας μακριά από τις τριβές της ταξικής πάλης. Η κατά περίπτωση ελαστικοποίηση ή και απίσχνανση αυτού του σημαντικού μεταπολιτευτικού κεκτημένου ενθάρρυνε την υποκατάσταση του κυρίαρχου λόγου για τη δημοκρατία, που έστω και τυπικά αναγνώριζε τη συγκρουσιακή διάσταση της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας, από μια ρητορική της αυθαιρεσίας, η οποία χρησιμοποιεί τις έννοιες της δημοκρατίας έξω από το ιστορικό τους εύρος και τις αντικειμενικές δυνατότητες ερμηνείας τους: περισσότερο ως υπαινιγμούς κατασταλτικού αιφνιδιασμού της κοινωνικής και αριστερής αντιπολίτευσης, ως μεταμφίεση πολιτικού αυταρχισμού και πρόφαση λογοκρισίας.
Ο ΜΑΡΞ είχε γράψει στη «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», αναφορικά με την αστική τάξη της εποχής του ότι «αυτό που προηγουμένως εγκωμίαζε ως 'φιλελεύθερο', το δαιμονοποιούσε πλέον ως ‘σοσιαλιστικό’». Στην Ελλάδα του 2011, αυτό που θεμελιώθηκε ως σχετικά προωθημένη φιλελεύθερη-δημοκρατική συνθήκη της Μεταπολίτευσης, δαιμονοποιείται τώρα ως «σοβιετικό». Το αργότερο από τον Δεκέμβριο του 2008 και πολύ περισσότερο σήμερα, οπότε σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης σχεδιάζεται η αυταρχική εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, ο άρχων συνασπισμός εξουσίας προσπαθεί να εξαφανίσει με αλχημείες εννοιολογήσεων τις ταξικές αντιθέσεις που ο ίδιος οξύνει. Το άγχος για διατήρηση και ενδυνάμωση της κοινωνικής πρωτοκαθεδρίας σε συνθήκες χρεωκοπίας του νεοφιλελευθερισμού παραμορφώνει την έννοια του κράτους δικαίου σε κέλυφος κατασταλτικών παραχαράξεων της λαϊκής βούλησης. Η εξέλιξη αυτή δεν αφορά μόνο ένα τμήμα της άρχουσας τάξης («το πιο ξενόδουλο» ή «το πιο εξαρτημένο από το ξένο κεφάλαιο»), αλλά το σύνολο του άρχοντος συνασπισμού εξουσίας και αντιστοιχεί απολύτως με τις τρέχουσες στοχεύσεις του. Τα χείλη των κυβερνητικών παραγόντων δεν λαλούν μόνο την πλήρη ιδεολογική αφασία του «όλου ΠΑΣΟΚ», αλλά και αποδομούν τη γλώσσα των δημοκρατικών θεσμών σε λέξεις-οδοστρωτήρες του νεόκοπου κατασταλτικού φετιχισμού. Με αυτό τον τρόπο, επίσης, τα κυβερνητικά αφτιά αποφεύγουν διαρκώς να ακούσουν την οχληρή ερώτηση: «Quo vadis, ελληνική μεταλλαγμένη σοσιαλδημοκρατία, με όραμά σου τη νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα, ιδεολογικά χρεωκοπημένη από τον εναγκαλισμό με τα Μνημόνια, αμείλικτα βεβαρημένη από την οψιγαμία σου με τη Ν.Δ. και την ακροδεξιά;».
ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ πολιτικής ανυπακοής και πολύμορφων διεκδικήσεων περιστέλλονται σε «ανομία», επειδή η ανάπτυξη και ενδυνάμωσή τους είναι κομβικής σημασίας για την εκκρεμή απάντηση της παλιάς, επικίνδυνης ερώτησης, που είχε θέσει ο Νίκος Πουλαντζάς: «Πώς θα συλλάβουμε τη δυνατότητα για ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους, συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και την εμβάθυνση των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των πολιτικών ελευθεριών με την πλατιά ανάπτυξη μορφών της άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη γονιμοποίηση αυτοδιαχειριστικών εστιών;». Ασφαλώς, η προοπτική της οργανωμένης αντίστασης στην αυταρχική εμβάθυνση της νεοφιλελεύθερης συνθήκης, σε ευθεία αντιπαράθεση με κεντρικές παραμέτρους της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής κι όχι μέσα από τελετουργικές εκτονώσεις εκ του περισσού, αντιμετωπίζεται ως απειλή για τη νέα αστική στρατηγική. Εξυπακούεται ότι αυτά τα κινήματα καταγγέλλονται με δριμύτητα, διότι έμπρακτα αποδεικνύουν την παράλογη, ιδεολογική θέαση των κοινωνικών φαινομένων από τους δογματικούς νεοφιλελεύθερους. Αν οι τελευταίοι επικαλούνται τη μονόπλευρη λιτότητα ως «κοινή λογική» και «αυτονόητη προϋπόθεση της ευημερίας», τα πρώτα ξελασπώνουν τη λογική, εστιάζοντας στις κοινωνικές ανάγκες, η συνεχής περιφρόνηση των οποίων κάποια στιγμή προσκρούει σ’ ένα πολύ υπαρκτό όριο: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την άρνηση της εξαθλίωσης. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει: Όλα αυτά είναι, σε τελική ανάλυση, γνωστά. Τι συμβαίνει, όμως, με όσους δηλώνουν αριστεροί, πολιτεύονται ως πρόφρονες και πρόθυμοι συνομιλητές του συνασπισμού εξουσίας σε σειρά κοινωνικών χώρων, απορρίπτουν τα κινήματα ως «κινηματισμό» και την πολιτική τους πλαισίωση ως «αριστερισμό», κουβεντιάζουν στα σοβαρά με βάση έννοιες - οδοστρωτήρες, τις νομιμοποιούν πολιτικά ως στοιχεία του δημόσιου λόγου τους και μετά στέκουν αμήχανοι στον κουρνιαχτό των μνημονιακών ερειπίων, μήπως ξεδιακρίνουν πού πήγε το εθνικό τους ακροατήριο; Πράγματι. Αλλά αυτό είναι ήδη μια άλλη συζήτηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου