του Κώστα Βεργόπουλου
από το ΜΠΛΟΚΟ τεύχος Ο, Μάρτιος 2010
Είναι πλέον κοινός τόπος να επισημαίνεται η αφωνία της Αριστεράς στις σημερινές συνθήκες οξύτατης κρίσης του καπιταλισμού, τόσο διεθνώς όσο και στη χώρα μας. Ορισμένοι διατείνονται ότι η Αριστερά δεν έχασε τη φωνή της και ότι καταθέτει συνεχώς προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως, ακόμη και αν αυτό είναι ακριβές, είναι γενική η αίσθηση ότι οι αριστερές προτάσεις δεν είναι ευδιάκριτες μέσα στον ορυμαγδό των γεγονότων που μας συγκλονίζουν και ότι, συνεπώς, οι προτάσεις αυτές δεν βρίσκονται στο ύψος των προσδοκιών του κόσμου της εργασίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται παρόμοια αφωνία από την πλευρά της Αριστεράς, εφόσον και κατά τη μεγάλη κρίση του 1930 είχε επισημανθεί ακριβώς ανάλογο φαινόμενο από την πλευρά των αριστερών κομμάτων της εποχής. Τόσο τα κομμουνιστικά κόμματα της Διεθνούς όσο και τα σοσιαλιστικά είχαν συναγωνιστεί τα φιλελεύθερα στις μονεταριστικές επιλογές και προτεραιότητες. Είχαν υιοθετήσει τη μονεταριστική αρχή σύμφωνα με την οποία πρώτος κίνδυνος είναι ο πληθωρισμός, στο μέτρο που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη του εργατικού εισοδήματος, και βρέθηκαν έτσι να συμπλέουν με την οικονομική «ορθοδοξία», δηλαδή το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, εναντίον όσων απέδιδαν προτεραιότητα στην καταπολέμηση της ανεργίας, έστω και με τίμημα την ενδεχόμενη επιτάχυνση του πληθωρισμού. Η διεθνής Αριστερά του 1930 είχε έτσι αποδοκιμάσει τον Κέινς, όπως και τον Ρούζβελτ, με το φιλελεύθερο επιχείρημα ότι δημιουργούσαν τεχνητή και απατηλή απασχόληση, με εφήμερη διάρκεια και με πληθωριστικές συνέπειες που κατέτρωγαν το εργατικό εισόδημα. Παρόμοια ήταν η πολιτική του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία του 1936, που έφθασε στην εξουσία με σημαία τον αντιπληθωρισμό. Χρειάστηκε να πραγματοποιηθεί η πρωτοφανής εργατική εξέγερση, με καταλήψεις όλων των εργοστασίων της χώρας κατά το τρίμηνο του καλοκαιριού του 1936, για να δεχθεί η κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ, σε συνεργασία με το Κομμουνιστικό Κόμμα να εγκαταλείψει την πολιτική του σκληρού νομίσματος και να αποδεχθεί ως προτεραιότητα την αποκατάσταση της απασχόλησης.
Στην εποχή μας, η Συνθήκη του Μάαστριχτ και το Σύμφωνο Σταθερότητας είναι προϊόντα της συνεργασίας των γάλλων Σοσιαλιστών, σε συγκυβέρνηση με τις άλλες αριστερές δυνάμεις, και του γερμανικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Με τους όρους αυτών των συνθηκών, η Ευρώπη υπερηφανεύεται σήμερα όσο το ευρώ υπερτιμάται έναντι των άλλων νομισμάτων, έστω και αν αυτό μεταφράζεται σε πρωτοφανή διόγκωση της ευρωπαϊκής ανεργίας, που υπερβαίνει τα αντίστοιχα επίπεδα όλων των άλλων οικονομικών περιοχών του πλανήτη. Η Ευρωζώνη πραγματοποιεί έτσι σοβαρά πλεονάσματα, με τίμημα την υψηλή ανεργία. Όμως, εάν ανακύκλωνε τα πλεονάσματά της στο εσωτερικό της ζώνης, τότε το ευρώ θα κατερχόταν σε χαμηλότερη διεθνή θέση, η οικονομία θα γινόταν ανταγωνιστικότερη και η ανεργία θα μειωνόταν δραστικά.
Στο χώρο της Αριστεράς κυκλοφορούν σήμερα απόψεις που την απομονώνουν από τις συζητήσεις για έξοδο από την κρίση, αλλά και κατ' επέκταση από τις κοινωνικές συγκρούσεις και ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται σχετικά με τον προσδιορισμό μιας κοινωνική πορείας για την έξοδο από την κρίση. Ορισμένοι διακηρύσσουν την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός δεν δέχεται να τεθεί υπό κανένα έλεγχο και ότι κάθε προσπάθεια ελέγχου και ρύθμισης είναι εκ των προτέρων μάταιη και καταδικασμένη. Ο καπιταλισμός είναι από τη φύση του ασύδοτος και ασύδοτος θα παραμείνει. Κάποιοι άλλοι δεν διστάζουν να διακηρύσσουν ότι δεν είναι υπόθεση της εργατικής τάξης να προσφέρει λύσεις στα προβλήματα του καπιταλισμού και συνεπώς για αυτά μόνος αρμόδιος είναι ο ίδιος ο καπιταλισμός. Όμως, εδώ λησμονείται η εκτίμηση του ίδιου του Κάρολου Μαρξ το 1848 ότι, από τη φύση της, η αστική τάξη δεν μπορεί να προσφέρει παρά μόνον ιδιοτελή διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών πραγμάτων, ενώ από την άλλη πλευρά, το προλεταριάτο, επίσης από τη φύση του, λόγω του ότι στερείται των πάντων, δεν έχει ιδιοτελές συμφέρον και το πραγματικό συμφέρον του ταυτίζεται με εκείνο ολόκληρης της κοινωνίας. Κατά συνέπεια, εάν υπάρχει μια κοινωνική τάξη με συνολική θέαση της κοινωνίας, αυτή είναι κατεξοχήν η εργατική, περισσότερο από κάθε άλλη τάξη, και μάλιστα πολύ περισσότερο από την αστική, η οποία εξ ορισμού διέπεται από τον ιδιοτελή νόμο της μεγιστοποίησης του ιδιωτικού κέρδους.
Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα έδωσε το σύνθημα για πρωτοβουλίες διάσωσης μεγάλης έκτασης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αρκετοί από το χώρο της Αριστεράς βρέθηκαν να τον κατηγορήσουν ότι με αυτό τον τρόπο διόγκωνε τα δημόσια ελλείμματα και συνεπώς ευνοούσε την επιβολή πρόσθετων φόρων εις βάρος των φορολογούμενων. Ενώ η αιχμή του δόρατος έπρεπε να είναι τελείως διαφορετική: το έλλειμμα θα έπρεπε να χρηματοδοτεί την απασχόληση και τους αδύναμους δανειολήπτες, και όχι τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Στη χώρα μας, το 50% του τρέχοντος δημόσιου ελλείμματος οφείλεται στις επιδοτήσεις που δόθηκαν κατά το προηγούμενο έτος από το κράτος με χρήματα των φορολογουμένων προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το τελευταίο παρέλαβε τις επιδοτήσεις, προκειμένου να διατηρήσει τις πιστώσεις του προς την οικονομία, αλλά στη συνέχεια τις περιέκοψε κατά 60%.
Η ελληνική Αριστερά τονίζει βέβαια ότι η επιχειρούμενη πολιτική λιτότητας που επιβάλλεται από τις Βρυξέλλες είναι μονόπλευρα ταξική και κοινωνικά άδικη, εις βάρος της εργασίας, ότι είναι αναποτελεσματική, αλλά δεν θέτει με πολιτική σαφήνεια το έτερο σκέλος, δηλαδή την αναπόδραστη ανάγκη πρόσθετης χρηματοδότησης της οικονομίας, προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση και να διασφαλισθεί η ανάκαμψη. Το ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται οπωσδήποτε ριζική αναδιάρθρωση δεν πρέπει να μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι είναι προτιμότερη η κατάρρευση προκειμένου να κτισθεί από την αρχή ένα νέο υγιές σύστημα. Όταν ο κινητήρας σπάσει, τότε η οικονομία δεν κατευθύνεται πουθενά, αλλά κείται στο έδαφος. Μόνον όταν ο κινητήρας παραμένει σε κίνηση τότε και η οικονομία μπορεί να οδηγηθεί, με κατάλληλες παρεμβάσεις, προς υγιέστερα, παραγωγικότερα και κοινωνικά δικαιότερα, πρότυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου