Johann Wolfgang von Goethe
Φρανκφούρτη, 28 Αυγούστου 1749 - Βαϊμάρη, 22 Μαρτίου 1832
Faust.
Eine Tragödie.
von
Goethe.
Tübingen.
in der J. G. Cotta’schen Buchhandlung.
1808
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ
Φάουστ - Μεφιστοφελής
ΦΑΟΥΣΤ
Χτυπούν; Εμπρός! Θα με ζαλίσει άλλος κανείς;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Εγώ είμαι.
ΦΑΟΥΣΤ
Εμπρός!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τρεις πρέπει να το πεις.
ΦΑΟΥΣΤ
Εμπρός λοιπόν!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Έτσι μου αρέσεις. Πόσο
καλά θα τα ταιριάξουμε θα δεις!
Γιατί απ' τις γκρίνιες σου ήρθα να σε σώσω
και σαν ιππότης έχω δω ευγενής
κόκκινο ρούχο χρυσοκέντητο φορέσει,
ταμπάρο όλο από ατλάζι αστραφτερό,
μακρύ και σουβλερό σπαθί στη μέση
και στο καπέλο πετεινού φτερό,
και σου λέγω κ' εσέ κοντολογίς
τα ίδια εδώ με μένα να φορέσεις
έτσι ξένοιαστος τέλος θα μπορέσεις
τι έχει να πει ζωή να δεις.
ΦΑΟΥΣΤ
Όποια αν ντυθώ φορέματα, τον πόνο
της γήινης στενής ζωής θα νιώθω.
Γέρος πολύ είμαι για να παίζω μόνο,
νέος πολύ για να 'μαι δίχως πόθο.
Τι μπορεί ο κόσμος να μου δώσει τάχα;
Να στερείσαι, να στερείσαι μονάχα!
Αυτός είν' ο αιώνιος ο ψαλμός,
που αντιλαλεί στ' αυτιά του καθενός,
που στη ζωή μας όλη με βραχνή
η κάθε ώρα τονέ λέει φωνή.
Με τρόμο την αυγή ξυπνώντας
δάκρυα πικρά πως ήθελα να κλάψω,
σα βλέπω η κάθε μέρα πώς περνώντας
μήτε έναν πόθο θα μου δώσει ν' απολάψω,
πώς και την υποψία κάθε χαράς
με πεισματάρα σοφιστεία σκορπίζει,
κάθε ορμή πλάστρα της ασύχαστης καρδιάς
με χίλιες ασχήμιες την εμποδίζει.
Κι όταν ακόμα η νύχτα θ' απλωθεί,
στο κρεβάτι μου πέφτω φοβισμένα,
ανάπαψη ούτε αυτού θα μου δοθεί,
με ξαφνίζουν ονείρατα αγριεμένα.
Ο θεός που στα στήθη μου φωλιάζει,
τα τρίσβαθά μου να σαλεύει ξέρει,
αυτός που σ'όλη μου τη δύναμη θρονιάζει,
τίποτε έξω δεν μπορεί να φέρει.
Κ' έτσι ένα βάρος μου είναι πια να ζω,
ποθώ το θάνατο, τη ζωή μισώ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Κι όμως κανένας δεν του ανοίγει άμα χτυπήσει.
ΦΑΟΥΣΤ
Χαρά στον που στη νίκη απάνω το κεφάλι του στολίσει
με ματωμένη δάφνη το κεφάλι,
χαρά στον που τον έβρει στην αγκάλη
μιας κόρης σε γοργού χορού μεθύσι!
Ω, ας με είχε απάνω στη μαγεία σωριάσει
του ψηλού πνεύματος η δύναμη νεκρό!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μα κάποιος κάποια μια νυχτιά, ένα υγρό
μελαψό δεν κατάφερε ν' αδειἀσει.
ΦΑΟΥΣΤ
Σου είναι χαρά η κατασκοπεία, νομίζω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Δεν είμαι παντογνώστης, μα πολλά γνωρίζω.
ΦΑΟΥΣΤ
Αν ένας ήχος γνώριμος γλυκά
μ' έχει από το άγριο αντάριασμα βγαλμένο,
πλανώντας, με μια ηχώ καιρών ευτυχισμένων,
ό,τι από αισθήματα μου ζούσε παιδικά-
καταραμένο ας είναι καθετί
με απάτες δολερές που παγιδεύει
την ψυχή και με χάδια τη δεσμεύει
πλανερά στη σπηλιά του πόνου αυτή.
Καταραμένη η υψηλή ιδέα πρώτη
που την αφήνει ο νους μας και τον ζώνει!
Καταραμένο ολόγυρά μας ὀ,τι
στις αισθήσεις ορμά και τις θαμπώνει!
Καταραμένο σ' όνειρα μας πλανεύει,
η δόξα, η ιδέα να ζήσει τ' όνομά μας,
καταραμένο ό,τι σαν κτήμα κολακεύει,
γυναίκα ή τέκνο, αλέτρι ή δούλος, την καρδιά μας!
Καταραμένος κι αν σε αποκοτιές
ο Μαμωνάς με θησαυρούς μας βιάζει,
κι αν ακόμα σε απόλαψες αργές
καλά το μαξιλάρι μας ισιάζει!
Των σταφυλιών καταραμένος ο χυμός,
της αγάπης η χάρη η πιο τρανή,
η ελπίδα, η πίστη, ναι, κι απ' όλα εμπρός
καταραμένη η υπομονή!
[...]
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ω, πάψε με τη λύπη σου να κλώθεις,
που σου τρώγει σα γύπας την ψυχή·
στη συντροφιά την πιο άσχημη, το νιώθεις
με τους ανθρώπους πως είσ' άνθρωπος και σύ.
Μα δε στοχάστηκα ποτέ
μέσα στην πλέμπα να σε φέρω.
Δεν είμαι απ'τους τρανούς, το ξέρω·
όμως αν ήθελες μ' εμέ
να μπεις μες στη ζωή μαζί μου
το στέργω μ' ευχαρίστησή μου
να γίνω στη στιγμή δικός σου.
Με παίρνεις σύντροφό σου,
κι αν πραγματικά σ' ευχαριστώ,
μ' έχεις δούλο σου, σκλάβο σου πιστό!
ΦΑΟΥΣΤ
Και με τι πρέπει εγώ να σ' το πληρώσω;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Γι' αυτό διορία πολλή έχεις να σκεφτείς.
ΦΑΟΥΣΤ
Όχι, όχι! Ο διάολος είναι εγωιστής·
για αγάπη του θεού δεν κάνει τόσο
πρόθυμα κάτι που τον άλλον ωφελά.
Τους όρους καθαρά να εξηγηθείς·
τέτοιοι δούλοι μας φέρνουνε μπελά.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ε δ ώ παίρνω το χρέος εγώ να σου δουλεύω,
στο πνεύμα σου να μην ησυχάζω ούτε στιγμή·
μα άμα ε κ ε ί π έ ρ α ξανασμίξουμε, γυρεύω
κι από σένα την ίδια πληρωμή.
ΦΑΟΥΣΤ
Το εκεί πέρα σου λίγο με ζαλίζει·
τον κόσμο μόνο αυτό ποιος μου γκρεμίζει,
κι ας πεταχτεί άλλος ύστερα σα θέλει.
Κάθε χαρά μου από τη γης αυτή αναβρύζει,
ο ήλιος αυτός τους πόνους μου φωτά.
Μπορώ να χωριστώ μόνο απ' αυτά;
Τι θα γίνει κατόπι δε με μέλει.
Δε θέλω άλλο ν΄ ακούσω παρακάτω,
αν θα μισούν και αν θ' αγαπούνε παραπέρα;
και αν ίδια και στην άλλη εκείνη σφαίρα
ένα επάνω θα υπάρχει κι ένα κάτω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μπορείς μ' αυτό το νόημα να δεθείς;
Έλα, τάξε το! Γρήγορα θα δεις
η τέχνη μου τι αξίζει. Εκείνο
που δεν είδε άνθρωπος ακόμα, εγώ σου δίνω.
ΦΑΟΥΣΤ
Τι σαν ένας φουκαράς μπορεί να δώσει;
Έχει όμοιος σου κανείς ποτέ του νιώσει
την υψηλή του νου του ανθρώπου ορμή;
Έχει φαγί που δεν μπουκώνει,
πυρό χρυσάφι που στο χέρι λιώνει
σα διάργυρος σε μια στιγμή,
παιγνίδι όπου κανένας δεν κερδαίνει,
μια κόρη που στα στήθη μου γερμένη
με τον άλλο τα παίζει φανερά,
της τιμής την ωραία θεϊκή χαρά
ξαφνικά σα μετέωρο σβησμένη;
Δείξε μου τον καρπό που πριν κοπεί σαπίζει
το δέντρο που πετά ολήμερα νέους βλαστούς!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ό,τι ζητάς αυτού δε με φοβίζει,
έχω όσους θέλεις τέτοιους θησαυρούς.
Μα, φίλε μου, ζυγώνει η ώρα ωστόσο
κάτι να φάμε με ησυχία και μείς.
ΦΑΟΥΣΤ
Στην τεμπελιά πεσμένο αν είναι να με δεις,
κάλλιο τότες αμέσως να τελειώσω!
Ε, το μπορείς να με πλανέψεις
στον εαυτό μου να 'βρω μια χαρά,
με απόλαψη μπορείς να με μαγέψεις-
τότε ήρθε η στερνή μου ώρα αληθινά!
Βάζω στοίχημα!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Έλα
ΦΑΟΥΣΤ
Να, χέρι με χέρι! Της στιγμής αν πω:
"σταμάτησε! τόσο μου αρέσεις!"
δεσμά μπορείς ευθύς να μου φορέσεις,
πρόθυμα τότε να χαθώ!
Ας ηχήσει η καμπάνα του θανάτου,
τότε είσαι ελεύτερος ξανά·
ας σταθεί η ώρα, ας πέσει ο δείχτης κάτου,
σβήνει ο καιρός για με παντοτινά!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Στοχάσου το καλά: δεν το ξεχνούμε.
ΦΑΟΥΣΤ
Όλο το δίκιο έχεις σ' αυτό·
να τόλμησα πολύ δεν το φοβούμαι.
Αν ησυχάσω, σκλάβος είμαι που 'μαι,
δικός σου ή τίνος δε ρωτώ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Στο δείπνο του δετόρου σήμερα θ' αρχίσω
τα χρέη του δούλου κιόλα. Ένα όμως - επειδή
και θάνατος υπάρχει και ζωή.
δυο γραμμίτσες εδώ θα σου ζητήσω.
ΦΑΟΥΣΤ
Το θέλεις και γραφτό, σχολαστικέ;
Άντρα δε γνώρισες και λόγο αντρός ποτέ;
Ο λόγος που είπα δεν αρκεί να κυβερνήσει
αιώνια τη ζωή μου; Φρενιασμένα
σε ποταμούς δεν τρέχει ο κόσμος ολοένα,
κ' εμέ ένας λόγος θες να με κρατήσει;
Μα η πρόληψη μας είναι ριζωμένη,
απ' την καρδιά ποιος στέργει να τη βγάλει;
Όσοι έχουν μέσα πίστη, ευτυχισμένοι!
Καμιά θυσία δε βρίσκουνε μεγάλη.
Μα για περγαμηνή γραμμένη, σφραγισμένη
είναι φάντασμα που όλοι το τρομάζουν,
στην πένα κιόλα ο λόγος λες πεθαίνει,
και το κερί και το πετσί εξουσιάζουν.
Τι θέλεις, πνεύμα πονηρό, από μένα; τι;
Χάλκωμα, μάρμαρο ή περγαμηνή ή χαρτί;
Να γράψω με κοντύλι, σμίλη ή πένα ορίζεις;
Σε αφήνω, διάλεξέ το εσύ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τι εύκολα που ανάβεις, πώς αρχίζεις
αμέσως τη ρητορική!
Το κάθε φυλλαράκι κάνει.
Με μια σταξιά αίμα αν υπογράψεις, φτάνει.
ΦΑΟΥΣΤ
Αφού σου φτάνει εσένα αυτό,
ας κάνουμε κι αυτή την κουταμάρα.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Το αίμα είν' ένα υγρό ξεχωριστό.
ΦΑΟΥΣΤ
Τη συμφωνία μη φοβάσαι, δεν πατώ!
Του Είναι μου όλου η ορμή, η λαχτάρα
είναι ίσια ίσια τούτο που σου τάζω.
Απάνω μου πολύ το είχα παρμένο·
στην τάξη σου μονάχα εγώ ταιριάζω:
Το υψηλό πνεύμα μ' έχει αψηφισμένο,
η φύση είναι μπροστά μου σφαλιστή,
του στοχασμού κομμένη είναι η κλωστή,
η γνώση μ΄ έχει από καιρό αηδιασμένο.
Στην άβυσσο βαθιά της ηδονής
τα φλογισμένα ας σβήσουμε τα πάθη,
ας τοιμαστεί το κάθε θαύμα ευθύς!
Μες στου καιρού ας ριχτούμε τη βοή,
μες στο κύμα που σέρνεται η ζωή!
Απόλαψη, καημός,
κατόρθωμα ή χαμός
ας συναλλάζουν τότε όπως τυχαίνει·
ο άντρας δείχνει, ακούραστος σα μένει.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μα μέτρο δε σου βάλανε, θαρρώ.
Να λιχουδεύεις γύρω αν θες η αφεντια΄σου,
ή κατιτί ν' αδράξεις στο φτερό,
ό,τι σ' ευχαριστεί, με την υγειά σου!
Μόνο μην ντρέπεσαι, άρπαζε γερά!
ΦΑΟΥΣΤ
Δεν άκουσες; λόγος δεν είναι για χαρά.
Τη ζάλη θέλω, τη χαρά που μας ξεσχίζει,
το μίσος που αγαπά, τη θλίψη που δροσίζει.
Το στήθος μου, απ' τη χρεία της γνώσης γιατρεμένο,
σε πόνο ας μην κλειστεί κανέναν πια,
κι ό,τι στημ ανθρωπότητα όλη είναι δοσμένο
να το απολάψω θέλω μέσα μου βαθιά,
με το νου μου ό,τι πιο υψηλό, βαθύ ν' αδράξω,
χαρά και πόνο της στο στήθος να στοιβάξω,
κι έτσι το εγώ μου ως το δικό της να πλατύνω
και σαν αυτή στερνά συντρίμματα να γίνω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ω, πίστεψέ με εμέ που ροκανίζω εδώ
χιλιάδες χρόνια το ξερό κομμάτι,
κανένας απ' την κούνια ως το στερνό κρεβάτι
δεν το χωνεύει το προζύμι το παλιό.
Πίστεψε μένα ναι, όλο αυτό
για ένα θεό είναι καμωμένο μόνο.
Αυτός σ' αιώνιο φως έστησε θρόνο,
στα σκότη έχει βυθίσει εμάς,
μέρα και νύχτα αξίζουν μοναχά για σας.
ΦΑΟΥΣΤ
Εγώ όμως θέλω!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Πάει καλά!
Ένα φοβούμαι μοναχά κομμάτι:
βραχύς ο χρόνος, η τέχνη μακρά.
Μα να δασκαλευτείς μπορούσες κάτι.
Σύρε και σμίξε μ' έναν ποιητή,
τη φαντασία βαλ' τον αφέντη ν' ανταριάσει,
και κάθε ευγενική αρετή
στην τιμημένη την κορφή σου να σωριάσει,
του λιονταριού τον άτρομο θυμό,
τη γρηγοράδα του αλαφιού,
του Ιταλού το αίμα το θερμό
και την επιμονή του βορινού.
Βάλ' τον να σου 'βρει το κρυφό, να κλείσεις
γενναία ψυχή και πονηριά σ' ένα κορμί,
κι απάνω σ' ένα σχέδιο ν' αγαπήσεις
με την πυρή της νιότης την ορμή.
Έναν τέτοιο να γνώριζα αν μπορούσα,
κυρ Μικρόκοσμο εγώ θα τον καλούσα.
ΦΑΟΥΣΤ
Και τι είμαι γω λοιπόν, όσο δε φτάνω
της ανθρωπότης την κορόνα απάνω,
που αυτήν το Είναι μου όλο λαχταρά;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ε, είσαι - ό,τι είσαι μια φορά.
Βάλε περούκες με μυριάδες τρίχες,
ψηλούς κοθόρνους φόρεσε δυο πήχες,
θα μείνεις πάντα ό,τι είσαι μια φορά.
ΦΑΟΥΣΤ
Άδικα μάζεψα όλον, πρέπει να το νιώσω,
του ανθρώπινου του νου τον θησαυρό·
κι όταν καθίσω κάτω ωστόσο
δύναμη νέα βαθιά μου αδύνατο να βρω.
Δεν έχω μήτε τρίχα πιο ψηλώσει,
μήτε πιότερο στο άπειρο σιμώσει.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Αφέντη μου, τα πράματα θωρείς
έτσι όπως ο καθένας τα θωρά·
ας το κάνουμε πιο της προκοπής,
πριν μας πετάξει καθεμιά χαρά.
Τι διάολο! χέρια, πόδια και κεφάλι
και σπόρος είναι δικά σου, ναι, καταλαβαίνω·
μα είναι λιγότερο γι' αυτό δικό μου πάλι
ό,τι και γω γεμάτα απολαβαίνω;
Αν μπορώ ν' αγοράσω έξι άλογα βαρβάτα,
τη δύναμή τους όλη δεν ορίζω τάχα;
Σα σωστός άντρας τρέχω στα γεμάτα,
ποδάρια δεκατέσσερα σα να 'χα.
Εμπρός λοιπόν! μη χολοσκάζεις, μα έλα ευτύς
μες στον κόσμο μαζί μου να ριχτείς!
Άκου με: όποιος θεωρίες τον ζαλίζουν,
μοιάζει το ζώο, που δαιμόνιο πονηρό
σ' ένα χωράφι το γυρνά ξερό,
ενώ χλωρά λιβάδια γύρω πρασινίζουν.
Φρανκφούρτη, 28 Αυγούστου 1749 - Βαϊμάρη, 22 Μαρτίου 1832
Καταγόταν από αριστοκρατική και πλούσια οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν αυτοκρατορικός σύμβουλος. Σπούδασε νομικά στο Στρασβούργο και παράλληλα ασχολήθηκε με τη φυσική και τη χημεία, μελέτησε Σαίξπηρ, Αγία Γραφή και Έλληνες συγγραφείς. Στο Στρασβούργο γνώρισε τη Φρειδερίκη Μπριόν και ο έρωτάς του προς αυτήν του ενέπνευσε μερικά από τα ωραιότερα ποιήματά του. Το 1774 ταξίδεψε στην Ελβετία και σ' άλλες χώρες και το 1775, μετά από πρόσκληση του δούκα της Σαξ - Βαϊμάρης Καρόλου, πήγε στη Βαϊμάρη, όπου έζησε ως το θάνατό του. Στην πόλη αυτή ο Γκαίτε γίνεται η ψυχή όχι μόνο της αυλής αλλά και της διοίκησης. Τώρα μεγαλουργεί και αποκαλύπτει τη μεγαλοφυΐα του στην ποίηση, που τη θεωρεί ως τον κύριο προορισμό του. Το 1790 σχετίστηκε ερωτικά με τη Χριστιανή Βούλπιους, με την οποία απέκτησε έναν γιο, και την οποία παντρεύτηκε μετά από 18 χρόνια. Από το 1791 - 1817 διεύθυνε το Αυλικό Θέατρο της Βαϊμάρης. Χαιρέτησε με ενθουσιασμό τη Γαλλική Επανάσταση και θαύμαζε το Ναπολέοντα.
Ο Γκαίτε άφησε ένα τεράστιο σε όγκο και σπάνιο σε ποιότητα ποιητικό έργο. Σημαντικές δημιουργίες του είναι: "Κλαβίγκο", "Τα βάσανα του νεαρού Βέρθερ", "Επιστολές από την Ελβετία", "Περσεφόνη". Μετέφρασε την "Ιφιγένεια εν Ταύροις" σε στίχους. Ακολουθούν οι "Ρωμαϊκές Ελεγείες", το "Ερμής και Δωροθέα" κ.λ.π. Το αθάνατο αριστούργημά του όμως είναι ο "Φάουστ", με το οποίο ασχολήθηκε 30 χρόνια και τον τελείωσε πέντε ημέρες προτού πεθάνει.
Faust.
Eine Tragödie.
von
Goethe.
Tübingen.
in der J. G. Cotta’schen Buchhandlung.
1808
ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΡΙΟ
Φάουστ - Μεφιστοφελής
ΦΑΟΥΣΤ
Χτυπούν; Εμπρός! Θα με ζαλίσει άλλος κανείς;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Εγώ είμαι.
ΦΑΟΥΣΤ
Εμπρός!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τρεις πρέπει να το πεις.
ΦΑΟΥΣΤ
Εμπρός λοιπόν!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Έτσι μου αρέσεις. Πόσο
καλά θα τα ταιριάξουμε θα δεις!
Γιατί απ' τις γκρίνιες σου ήρθα να σε σώσω
και σαν ιππότης έχω δω ευγενής
κόκκινο ρούχο χρυσοκέντητο φορέσει,
ταμπάρο όλο από ατλάζι αστραφτερό,
μακρύ και σουβλερό σπαθί στη μέση
και στο καπέλο πετεινού φτερό,
και σου λέγω κ' εσέ κοντολογίς
τα ίδια εδώ με μένα να φορέσεις
έτσι ξένοιαστος τέλος θα μπορέσεις
τι έχει να πει ζωή να δεις.
ΦΑΟΥΣΤ
Όποια αν ντυθώ φορέματα, τον πόνο
της γήινης στενής ζωής θα νιώθω.
Γέρος πολύ είμαι για να παίζω μόνο,
νέος πολύ για να 'μαι δίχως πόθο.
Τι μπορεί ο κόσμος να μου δώσει τάχα;
Να στερείσαι, να στερείσαι μονάχα!
Αυτός είν' ο αιώνιος ο ψαλμός,
που αντιλαλεί στ' αυτιά του καθενός,
που στη ζωή μας όλη με βραχνή
η κάθε ώρα τονέ λέει φωνή.
Με τρόμο την αυγή ξυπνώντας
δάκρυα πικρά πως ήθελα να κλάψω,
σα βλέπω η κάθε μέρα πώς περνώντας
μήτε έναν πόθο θα μου δώσει ν' απολάψω,
πώς και την υποψία κάθε χαράς
με πεισματάρα σοφιστεία σκορπίζει,
κάθε ορμή πλάστρα της ασύχαστης καρδιάς
με χίλιες ασχήμιες την εμποδίζει.
Κι όταν ακόμα η νύχτα θ' απλωθεί,
στο κρεβάτι μου πέφτω φοβισμένα,
ανάπαψη ούτε αυτού θα μου δοθεί,
με ξαφνίζουν ονείρατα αγριεμένα.
Ο θεός που στα στήθη μου φωλιάζει,
τα τρίσβαθά μου να σαλεύει ξέρει,
αυτός που σ'όλη μου τη δύναμη θρονιάζει,
τίποτε έξω δεν μπορεί να φέρει.
Κ' έτσι ένα βάρος μου είναι πια να ζω,
ποθώ το θάνατο, τη ζωή μισώ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Κι όμως κανένας δεν του ανοίγει άμα χτυπήσει.
ΦΑΟΥΣΤ
Χαρά στον που στη νίκη απάνω το κεφάλι του στολίσει
με ματωμένη δάφνη το κεφάλι,
χαρά στον που τον έβρει στην αγκάλη
μιας κόρης σε γοργού χορού μεθύσι!
Ω, ας με είχε απάνω στη μαγεία σωριάσει
του ψηλού πνεύματος η δύναμη νεκρό!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μα κάποιος κάποια μια νυχτιά, ένα υγρό
μελαψό δεν κατάφερε ν' αδειἀσει.
ΦΑΟΥΣΤ
Σου είναι χαρά η κατασκοπεία, νομίζω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Δεν είμαι παντογνώστης, μα πολλά γνωρίζω.
ΦΑΟΥΣΤ
Αν ένας ήχος γνώριμος γλυκά
μ' έχει από το άγριο αντάριασμα βγαλμένο,
πλανώντας, με μια ηχώ καιρών ευτυχισμένων,
ό,τι από αισθήματα μου ζούσε παιδικά-
καταραμένο ας είναι καθετί
με απάτες δολερές που παγιδεύει
την ψυχή και με χάδια τη δεσμεύει
πλανερά στη σπηλιά του πόνου αυτή.
Καταραμένη η υψηλή ιδέα πρώτη
που την αφήνει ο νους μας και τον ζώνει!
Καταραμένο ολόγυρά μας ὀ,τι
στις αισθήσεις ορμά και τις θαμπώνει!
Καταραμένο σ' όνειρα μας πλανεύει,
η δόξα, η ιδέα να ζήσει τ' όνομά μας,
καταραμένο ό,τι σαν κτήμα κολακεύει,
γυναίκα ή τέκνο, αλέτρι ή δούλος, την καρδιά μας!
Καταραμένος κι αν σε αποκοτιές
ο Μαμωνάς με θησαυρούς μας βιάζει,
κι αν ακόμα σε απόλαψες αργές
καλά το μαξιλάρι μας ισιάζει!
Των σταφυλιών καταραμένος ο χυμός,
της αγάπης η χάρη η πιο τρανή,
η ελπίδα, η πίστη, ναι, κι απ' όλα εμπρός
καταραμένη η υπομονή!
[...]
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ω, πάψε με τη λύπη σου να κλώθεις,
που σου τρώγει σα γύπας την ψυχή·
στη συντροφιά την πιο άσχημη, το νιώθεις
με τους ανθρώπους πως είσ' άνθρωπος και σύ.
Μα δε στοχάστηκα ποτέ
μέσα στην πλέμπα να σε φέρω.
Δεν είμαι απ'τους τρανούς, το ξέρω·
όμως αν ήθελες μ' εμέ
να μπεις μες στη ζωή μαζί μου
το στέργω μ' ευχαρίστησή μου
να γίνω στη στιγμή δικός σου.
Με παίρνεις σύντροφό σου,
κι αν πραγματικά σ' ευχαριστώ,
μ' έχεις δούλο σου, σκλάβο σου πιστό!
ΦΑΟΥΣΤ
Και με τι πρέπει εγώ να σ' το πληρώσω;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Γι' αυτό διορία πολλή έχεις να σκεφτείς.
ΦΑΟΥΣΤ
Όχι, όχι! Ο διάολος είναι εγωιστής·
για αγάπη του θεού δεν κάνει τόσο
πρόθυμα κάτι που τον άλλον ωφελά.
Τους όρους καθαρά να εξηγηθείς·
τέτοιοι δούλοι μας φέρνουνε μπελά.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ε δ ώ παίρνω το χρέος εγώ να σου δουλεύω,
στο πνεύμα σου να μην ησυχάζω ούτε στιγμή·
μα άμα ε κ ε ί π έ ρ α ξανασμίξουμε, γυρεύω
κι από σένα την ίδια πληρωμή.
ΦΑΟΥΣΤ
Το εκεί πέρα σου λίγο με ζαλίζει·
τον κόσμο μόνο αυτό ποιος μου γκρεμίζει,
κι ας πεταχτεί άλλος ύστερα σα θέλει.
Κάθε χαρά μου από τη γης αυτή αναβρύζει,
ο ήλιος αυτός τους πόνους μου φωτά.
Μπορώ να χωριστώ μόνο απ' αυτά;
Τι θα γίνει κατόπι δε με μέλει.
Δε θέλω άλλο ν΄ ακούσω παρακάτω,
αν θα μισούν και αν θ' αγαπούνε παραπέρα;
και αν ίδια και στην άλλη εκείνη σφαίρα
ένα επάνω θα υπάρχει κι ένα κάτω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μπορείς μ' αυτό το νόημα να δεθείς;
Έλα, τάξε το! Γρήγορα θα δεις
η τέχνη μου τι αξίζει. Εκείνο
που δεν είδε άνθρωπος ακόμα, εγώ σου δίνω.
ΦΑΟΥΣΤ
Τι σαν ένας φουκαράς μπορεί να δώσει;
Έχει όμοιος σου κανείς ποτέ του νιώσει
την υψηλή του νου του ανθρώπου ορμή;
Έχει φαγί που δεν μπουκώνει,
πυρό χρυσάφι που στο χέρι λιώνει
σα διάργυρος σε μια στιγμή,
παιγνίδι όπου κανένας δεν κερδαίνει,
μια κόρη που στα στήθη μου γερμένη
με τον άλλο τα παίζει φανερά,
της τιμής την ωραία θεϊκή χαρά
ξαφνικά σα μετέωρο σβησμένη;
Δείξε μου τον καρπό που πριν κοπεί σαπίζει
το δέντρο που πετά ολήμερα νέους βλαστούς!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ό,τι ζητάς αυτού δε με φοβίζει,
έχω όσους θέλεις τέτοιους θησαυρούς.
Μα, φίλε μου, ζυγώνει η ώρα ωστόσο
κάτι να φάμε με ησυχία και μείς.
ΦΑΟΥΣΤ
Στην τεμπελιά πεσμένο αν είναι να με δεις,
κάλλιο τότες αμέσως να τελειώσω!
Ε, το μπορείς να με πλανέψεις
στον εαυτό μου να 'βρω μια χαρά,
με απόλαψη μπορείς να με μαγέψεις-
τότε ήρθε η στερνή μου ώρα αληθινά!
Βάζω στοίχημα!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Έλα
ΦΑΟΥΣΤ
Να, χέρι με χέρι! Της στιγμής αν πω:
"σταμάτησε! τόσο μου αρέσεις!"
δεσμά μπορείς ευθύς να μου φορέσεις,
πρόθυμα τότε να χαθώ!
Ας ηχήσει η καμπάνα του θανάτου,
τότε είσαι ελεύτερος ξανά·
ας σταθεί η ώρα, ας πέσει ο δείχτης κάτου,
σβήνει ο καιρός για με παντοτινά!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Στοχάσου το καλά: δεν το ξεχνούμε.
ΦΑΟΥΣΤ
Όλο το δίκιο έχεις σ' αυτό·
να τόλμησα πολύ δεν το φοβούμαι.
Αν ησυχάσω, σκλάβος είμαι που 'μαι,
δικός σου ή τίνος δε ρωτώ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Στο δείπνο του δετόρου σήμερα θ' αρχίσω
τα χρέη του δούλου κιόλα. Ένα όμως - επειδή
και θάνατος υπάρχει και ζωή.
δυο γραμμίτσες εδώ θα σου ζητήσω.
ΦΑΟΥΣΤ
Το θέλεις και γραφτό, σχολαστικέ;
Άντρα δε γνώρισες και λόγο αντρός ποτέ;
Ο λόγος που είπα δεν αρκεί να κυβερνήσει
αιώνια τη ζωή μου; Φρενιασμένα
σε ποταμούς δεν τρέχει ο κόσμος ολοένα,
κ' εμέ ένας λόγος θες να με κρατήσει;
Μα η πρόληψη μας είναι ριζωμένη,
απ' την καρδιά ποιος στέργει να τη βγάλει;
Όσοι έχουν μέσα πίστη, ευτυχισμένοι!
Καμιά θυσία δε βρίσκουνε μεγάλη.
Μα για περγαμηνή γραμμένη, σφραγισμένη
είναι φάντασμα που όλοι το τρομάζουν,
στην πένα κιόλα ο λόγος λες πεθαίνει,
και το κερί και το πετσί εξουσιάζουν.
Τι θέλεις, πνεύμα πονηρό, από μένα; τι;
Χάλκωμα, μάρμαρο ή περγαμηνή ή χαρτί;
Να γράψω με κοντύλι, σμίλη ή πένα ορίζεις;
Σε αφήνω, διάλεξέ το εσύ.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Τι εύκολα που ανάβεις, πώς αρχίζεις
αμέσως τη ρητορική!
Το κάθε φυλλαράκι κάνει.
Με μια σταξιά αίμα αν υπογράψεις, φτάνει.
ΦΑΟΥΣΤ
Αφού σου φτάνει εσένα αυτό,
ας κάνουμε κι αυτή την κουταμάρα.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Το αίμα είν' ένα υγρό ξεχωριστό.
ΦΑΟΥΣΤ
Τη συμφωνία μη φοβάσαι, δεν πατώ!
Του Είναι μου όλου η ορμή, η λαχτάρα
είναι ίσια ίσια τούτο που σου τάζω.
Απάνω μου πολύ το είχα παρμένο·
στην τάξη σου μονάχα εγώ ταιριάζω:
Το υψηλό πνεύμα μ' έχει αψηφισμένο,
η φύση είναι μπροστά μου σφαλιστή,
του στοχασμού κομμένη είναι η κλωστή,
η γνώση μ΄ έχει από καιρό αηδιασμένο.
Στην άβυσσο βαθιά της ηδονής
τα φλογισμένα ας σβήσουμε τα πάθη,
ας τοιμαστεί το κάθε θαύμα ευθύς!
Μες στου καιρού ας ριχτούμε τη βοή,
μες στο κύμα που σέρνεται η ζωή!
Απόλαψη, καημός,
κατόρθωμα ή χαμός
ας συναλλάζουν τότε όπως τυχαίνει·
ο άντρας δείχνει, ακούραστος σα μένει.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Μα μέτρο δε σου βάλανε, θαρρώ.
Να λιχουδεύεις γύρω αν θες η αφεντια΄σου,
ή κατιτί ν' αδράξεις στο φτερό,
ό,τι σ' ευχαριστεί, με την υγειά σου!
Μόνο μην ντρέπεσαι, άρπαζε γερά!
ΦΑΟΥΣΤ
Δεν άκουσες; λόγος δεν είναι για χαρά.
Τη ζάλη θέλω, τη χαρά που μας ξεσχίζει,
το μίσος που αγαπά, τη θλίψη που δροσίζει.
Το στήθος μου, απ' τη χρεία της γνώσης γιατρεμένο,
σε πόνο ας μην κλειστεί κανέναν πια,
κι ό,τι στημ ανθρωπότητα όλη είναι δοσμένο
να το απολάψω θέλω μέσα μου βαθιά,
με το νου μου ό,τι πιο υψηλό, βαθύ ν' αδράξω,
χαρά και πόνο της στο στήθος να στοιβάξω,
κι έτσι το εγώ μου ως το δικό της να πλατύνω
και σαν αυτή στερνά συντρίμματα να γίνω.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ω, πίστεψέ με εμέ που ροκανίζω εδώ
χιλιάδες χρόνια το ξερό κομμάτι,
κανένας απ' την κούνια ως το στερνό κρεβάτι
δεν το χωνεύει το προζύμι το παλιό.
Πίστεψε μένα ναι, όλο αυτό
για ένα θεό είναι καμωμένο μόνο.
Αυτός σ' αιώνιο φως έστησε θρόνο,
στα σκότη έχει βυθίσει εμάς,
μέρα και νύχτα αξίζουν μοναχά για σας.
ΦΑΟΥΣΤ
Εγώ όμως θέλω!
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Πάει καλά!
Ένα φοβούμαι μοναχά κομμάτι:
βραχύς ο χρόνος, η τέχνη μακρά.
Μα να δασκαλευτείς μπορούσες κάτι.
Σύρε και σμίξε μ' έναν ποιητή,
τη φαντασία βαλ' τον αφέντη ν' ανταριάσει,
και κάθε ευγενική αρετή
στην τιμημένη την κορφή σου να σωριάσει,
του λιονταριού τον άτρομο θυμό,
τη γρηγοράδα του αλαφιού,
του Ιταλού το αίμα το θερμό
και την επιμονή του βορινού.
Βάλ' τον να σου 'βρει το κρυφό, να κλείσεις
γενναία ψυχή και πονηριά σ' ένα κορμί,
κι απάνω σ' ένα σχέδιο ν' αγαπήσεις
με την πυρή της νιότης την ορμή.
Έναν τέτοιο να γνώριζα αν μπορούσα,
κυρ Μικρόκοσμο εγώ θα τον καλούσα.
ΦΑΟΥΣΤ
Και τι είμαι γω λοιπόν, όσο δε φτάνω
της ανθρωπότης την κορόνα απάνω,
που αυτήν το Είναι μου όλο λαχταρά;
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Ε, είσαι - ό,τι είσαι μια φορά.
Βάλε περούκες με μυριάδες τρίχες,
ψηλούς κοθόρνους φόρεσε δυο πήχες,
θα μείνεις πάντα ό,τι είσαι μια φορά.
ΦΑΟΥΣΤ
Άδικα μάζεψα όλον, πρέπει να το νιώσω,
του ανθρώπινου του νου τον θησαυρό·
κι όταν καθίσω κάτω ωστόσο
δύναμη νέα βαθιά μου αδύνατο να βρω.
Δεν έχω μήτε τρίχα πιο ψηλώσει,
μήτε πιότερο στο άπειρο σιμώσει.
ΜΕΦΙΣΤΟΦΕΛΗΣ
Αφέντη μου, τα πράματα θωρείς
έτσι όπως ο καθένας τα θωρά·
ας το κάνουμε πιο της προκοπής,
πριν μας πετάξει καθεμιά χαρά.
Τι διάολο! χέρια, πόδια και κεφάλι
και σπόρος είναι δικά σου, ναι, καταλαβαίνω·
μα είναι λιγότερο γι' αυτό δικό μου πάλι
ό,τι και γω γεμάτα απολαβαίνω;
Αν μπορώ ν' αγοράσω έξι άλογα βαρβάτα,
τη δύναμή τους όλη δεν ορίζω τάχα;
Σα σωστός άντρας τρέχω στα γεμάτα,
ποδάρια δεκατέσσερα σα να 'χα.
Εμπρός λοιπόν! μη χολοσκάζεις, μα έλα ευτύς
μες στον κόσμο μαζί μου να ριχτείς!
Άκου με: όποιος θεωρίες τον ζαλίζουν,
μοιάζει το ζώο, που δαιμόνιο πονηρό
σ' ένα χωράφι το γυρνά ξερό,
ενώ χλωρά λιβάδια γύρω πρασινίζουν.
[...]
από τον Φάουστ 1, εκδ. Θεωρία (1984), μτφ. Κ Χατζόπουλος
τα στοιχεία από το site της Πρωτοπορίας
οι εικόνες από την Wikipedia.
*από τον Φάουστ 4η σκηνή Νύχτα Είμαι Θεός; Φωτίζεται το μυαλό μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου