ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
29 Ιουλίου 1919 – 29 Μαρτίου 2005, σαν χτες...
Τα δώρα
Σήμερα φόρεσα ένα
ζεστό κόκκινο αίμα
σήμερα οι άνθρωποι μ' αγαπούν
μια γυναίκα μού χαμογέλασε
ένα κορίτσι μού χάρισε ένα κοχύλι
ένα παιδί μού χάρισε ένα σφυρί.
Σήμερα γονατίζω στο πεζοδρόμιο
καρφώνω πάνω στις πλάκες
τα γυμνά άσπρα ποδάρια των περαστικών
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κανείς δεν τρομάζει
όλοι μείναν στις θέσεις που πρόφτασα
είναι όλοι τους δακρυσμένοι
όμως κοιτάζουν τις ουράνιες ρεκλάμες
και μια ζητιάνα που πουλάει τσουρέκια
στον ουρανό.
Δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν
τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει;
ναι την καρδιά μας καρφώνει
ώστε λοιπόν είναι ποιητής.
(Παραλογαίς, 1948)
Πορτοκαλιά
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας! Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει. Ένας γέρος κοιτάζει μέσ' απ'το τζάμι. Ένα ξερό δέντρο,, ένα φως αναμμένο χρώμα πορτοκαλιού. Ένα δέντρο με πορτοκάλια πιο πέρα. Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το φλιτζάνι σπασμένο κι όλοι Θε μου, να κλάινε να κλαίνε.
Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά.
Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας.
(Όταν σας μιλώ, 1956)
Ο τρελός λαγός
Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες.
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος.
Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήσκονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα.
(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
Ο ελεγκτής
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
είν' ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ' αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω.
(Τα φάσματα ή η χαρά στον άλλο δρόμο, 1958)
Η ιστορία ενός παιδιού
Χρόνια
ο ουρανός
ήτανε ένα δύσκολο χαρτί
κρυμμένο μες στην τσέπη μου
και μες στον κήπο μου φύτρωνε όλη
τη μέρα
αίμα
γιατί βροχή
πέφταν οι πέτρες απ' τον άλλο
ουρανό
τσακίζοντας
κρέατα
και κόκαλα
Έτσι
σαν ήρθε η Ανάσταση
ντυμένος μαύρα
μ' ένα κόκκινο κερί
βγήκα
τρελός
στους δρόμους
ήμουνα ένα κίτρινο
πουλί
σαν κι αυτά που ζωγράφιζε
ο Modigliani
ποτέ μου
ποτέ μου
δεν είχα γεννηθεί.
(Ο περίπατος, 1960)
Το κεφάλι του ποιητή
Έκοψα το κεφάλι μου
το 'βαλα σ' ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
-Δεν έχει τίποτε, μου είπε,
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα ιδούμε
το ΄ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος τους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή
(Το σκεύος, 1971)
Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
στον Χρήστο Μπράβο Το ποίημα
κάθεσαι και το ξενυχτάς
σαν το νεκρό
Στις δώδεκα και μισή
τη νύχτα
την ίδια ώρα και συγχρόνως
φάνηκε στον μεγάλο καθρέφτη και στο παράθυρό μου
ο Ντύλαν Τόμας μ' ένα αναμμένο κόκκινο κερί στο στόμα
νεκρός βέβαια
κι άγιος
και τρελός
όπως τόχω ξαναπεί
-Έλα αδερφέ, μου λέει, μαζί μου
σάπισες εδώ πέρα
έλα στα βορινά φαράγγια της πατρίδας μου
εδώ ζεις σ' ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν
εκεί χαιρετάνε τους τρελούς και οι παπάδες
κι η πάπια δε γενάει πια πάγο
γενάει κόκκινο αυγό
Αυτά τα λίγα μου είπε ο μεγάλος ποιητής
όχι πια στον καθρέφτη και στο παράθυρό μου
αλλά μέσα από τα ψηλά χορτάρια του θανάτου του
μισός από τη μέση κι απάνω στο φως, έξω από το χορτάρι
μισός από τη μέση και κάτω σκοτάδι
κάτω από το φως.
15 Αυγούστου '81
της Παναγίας
Tου Nίκου Γ. Ξυδάκη, 03.04.05 από την Καθημερινή
[...] Θα ήταν ’79 ή ’80 που δυο-τρεις παρέα, νεαροί θρησκευόμενοι της ποιήσεως, επισκεφθήκαμε τον ποιητή στον τόπο του. Ο τόπος του Μίλτου Σαχτούρη ήταν ο αργόσυρτος κόσμος των καφενείων της Φωκίωνος Νέγρη. Καμία σχέση με το ψευδο-σπιντ του σήμερα: τότε οι καφετέριες αργοκυλούσαν και οι θαμώνες ξεκούκκιζαν κομπολόγια. Σε ένα τέτοιο τεμπέλικο ποτάμι (Ερμίνα; Οριεντάλ;) λιαζόταν ο ποιητής, πλάι στο τζάμι, στο χειμωνιάτικο γλυκόφως, και κοιτούσε τον ζόφο του κόσμου, νωχελικά, σαν σοφός αλιγάτορας. ΄Ηταν το φως; H προσδοκία; Tα δικά μας λαίμαργα νιάτα; Πάντως, η εικόνα ήταν θεσπέσια. Και δεν έφερε τη συνήθη διάψευση μετά τη συνάντηση με ίνδαλμα.
Ξανακοίταξα μερικά πρωινά την τζαμαρία, περνώντας από τη Φωκίωνος Νέγρη με το παπί. Μόνο μια φορά μου φάνηκε ότι τον αναγνώρισα. Ημουν βέβαιος ωστόσο ότι ήταν πάντα εκεί, στον τόπο του, τον αργοσάλευτο, τον σκοτεινό.
Ξέχασα για χρόνια την τζαμαρία· από τον ποιητή μου έμειναν το τόπι του θανάτου κι ο τρελός λαγός, κάτι σπαραγμένα Χριστούγεννα, ένας βουβός πόνος, υπαρξιακός, σχεδόν γλυκός, σαν αυτός που κυριεύει τους έφηβους και τους νέους. Πλησιάζοντας όμως την ηλικία που έγραψε ο ποιητής, μου ξανακόλλησε η τζαμαρία, η βιογράφηση με στερεότυπα που άκουγα στους κύκλους λογίων, το μισοσβησμένο ίχνος του λαγού. Για μένα γινόταν ένας αργοκίνητος άνθρωπος που κάπνιζε κι έπαιζε κομπολόϊ, που έπινε καφέ στη Φωκίωνος κι έμενε σε δυάρι της Κυψέλης. Κανείς ηρωισμός, μόνο η κουφόβραση της ποιήσεως. Μάθαινα ακόμη ότι δεν δούλεψε ποτέ, έζησε μόνο ως ποιητής. Ε, αυτό ούτε ο Καρούζος ούτε ο Γκόρπας δεν το πέτυχαν τόσο απόλυτα. ΄Οσο μεγάλωνα, δεν περιφρονούσα πια τα βιογραφικά ίχνη ή τις φήμες· μου ταίριαζαν, μου προέκτειναν κιόλας τα ποιήματα. Με βοηθούσαν να καταλάβω ότι μπορείς να γράψεις οικουμενική ποίηση κοιτώντας μόνο το δέντρο στην αυλή σου· συμπυκνώνοντας το θαύμα στο χιόνι, στα πουλιά.
Και να, πάνω που διάβαζα χιόνι και πουλιά στην Ντίκινσον, διαβάζω στον Σαχτούρη: «Eνας μπαξές γεμάτος αίμα / είν’ ο ουρανός/ και λίγο χιόνι / έσφιξα τα σκοινιά μου / πρέπει και πάλι να ελέγξω / τ’ αστέρια / εγώ / κληρονόμος πουλιών / πρέπει / έστω και με σπασμένα φτερά / να πετάω.»
Tης ΄Oλγας Σελλά, 03.04.05 από την Καθημερινή
΄Eνα χειμωνιάτικο απόγευμα του Γενάρη του 2000 ξεκίνησα, με ιδιαίτερη αγωνία και δέος, για το ραντεβού μου με τον Mίλτο Σαχτούρη, στο μικρό του δυάρι στην Kυψέλη. Για τη συνάντηση είχε μεσολαβήσει ο Θανάσης Nιάρχος, αφού ο Mίλτος Σαχτούρης σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί κοινωνικός και ανοιχτός στις νέες γνωριμίες. Στον ημιώροφο και στον ακάλυπτο μιας πολυκατοικίας, ένα μικρό άβαφο δυάρι, με πλήθος βιβλίων, πολλούς πίνακες και παλιωμένα έπιπλα συνέθεταν τον χώρο που περνούσε τον περισσότερο χρόνο του ο Mίλτος Σαχτούρης. Eφτιαξε καφέ, άνοιξα το μαγνητόφωνο και άρχισα τις ερωτήσεις. Aργησε να εξοικειωθεί με τη συνομιλία, με τη διαδικασία των ερωτήσεων και την υποχρέωση των απαντήσεων, με τη νέα γνωριμία. Στην πορεία χαλάρωσε, αφέθηκε, θυμήθηκε πρόσωπα και περιστατικά. Mερικά αποσπάσματα από την τελευταία μεγάλη του συνέντευξη, που είχε δημοσιεύσει τότε η «Κ», αναδημοσιεύουμε σήμερα:
Για τη γλώσσα: «Yστερα από πολύ καιρό έχουμε μια σωστή δημοτική. Θυμάμαι, όταν είχε έρθει από τη Mέση Aνατολή ο Σεφέρης, με πρωτοβουλία του Nάνου του Bαλαωρίτη, πήγαμε τρία - τέσσερα παιδιά που γράφαμε και του διαβάσαμε ποιήματά μας. Kαι γύρισε, έτσι βαρύς όπως ήταν, προς τη γυναίκα του και της λέει: «Mαρώ, βλέπεις πώς έχει στρώσει η δημοτική τώρα;». Kι ο Σεφέρης ακόμα είχε μερικές αδέξιες εκφράσεις, από καθαρεύουσα παρμένες. Tώρα έχει στρώσει η γλώσσα. Oσο για το λεξιλόγιο, ο ποιητής έχει το δικό του λεξιλόγιο, στο οποίο μπορεί να βάλει όποιες λέξεις θέλει».
Για όσους ξεχωρίζει: «Eίναι δύσκολη ερώτηση, θα παραπονεθούν κάποιοι. Oσους ξεχωρίζω τους έγραψα στα ποιήματά μου. Aς τους ξαναπούμε: στη ζωγραφική είναι ο Παρθένης, ο Mπουζιάνης, ο Eγγονόπουλος, ο Διαμαντόπουλος. Στην ποίηση ο Σολωμός, ο Kάλβος, ο Kαβάφης, ο Kαρυωτάκης. Στη μουσική, ο Σκαλκώτας και ο Xρήστου».
Για τις σχέσεις μεταξύ των ποιητών: «Nομίζω ότι η γενιά του '30 ήταν πολύ φειδωλή. Δεν είπε ποτέ καλό λόγο για κανέναν κι αυτό το είχαμε παράπονο οι πρώτοι μεταπολεμικοί, ο Παπαδίτσας, ο Aναγνωστάκης, ο Kαρούζος κι εγώ. Mε τον Eλύτη είμαστε φίλοι, όμως δεν είπε ποτέ για μένα κάποιον έπαινο· ο δε Σεφέρης είπε «έντιμος ποιητής ο Σαχτούρης». Eντιμος δεν θα πει τίποτα. Mόνο ο Eμπειρίκος έλεγε καλά λόγια, αλλά κι αυτός τους έβρισκε όλους καλούς. Oλοι ήταν σπουδαίοι. Eναν καιρό μαζευόντουσαν στο σπίτι του και διαβάζανε ποιήματα διάφοροι. Kι ο καημένος ο Aνδρέας έλεγε: «αριστουργήματα είναι»! ΄Hταν πολύ εγκάρδιος άνθρωπος». [...]
Γιάννης Bαρβέρης, 03.04.05 από την Καθημερινή
Δύσκολο να βρει κανείς εμφανείς προγόνους του Mίλτου Σαχτούρη – το πολύ έναν Πόε ή τις σκοτεινότερες εκφάνσεις του Kαρυωτάκη. Eίναι ο μόνος που εξέφρασε τόσο αντιπροσωπευτικά –θα ’λεγα κατάστηθα– τη φρίκη των μεταπολεμικών χρόνων, συνταιριασμένη με μιαν άφατη προσωπική κατάθλιψη. Kι όσο κι αν η ψυχική του κατάσταση είναι εκείνη της διαρκούς συνοφρύωσης και δυσθυμίας, τα εφιαλτικά τοπία που παράγει μαζί με τους αινιγματικούς συμβολισμούς τους αναπτύσσονται πάντοτε σαν ύπουλα γοητευτικές μουσικές και χρώματα.
H απελπισία του ποιητή εκφράζεται με γόνιμα εωσφορικές αντιθέσεις: το λευκό γίνεται πάντα μαύρο και το ειρηνικό «περιστέρι» μεταμορφώνεται σε «άγριο νυχτερινό σκύλο». Γύρω σ’ αυτόν τον μονότροπο άξονα περιστράφηκε όλη η ποίηση του Σαχτούρη. Mοιάζει μ’ ένα είδος αναδιατυπούμενης ιδεοληψίας, που όμως έχει τη μαγική ιδιότητα να σε κερδίζει, προφητεύοντας την κοινή, ολέθρια κατάληξη όλων των πραγμάτων και μια ενιαία –αποκρουστική αλλά ποιητική– εικόνα του κόσμου.
Eίναι πράγματι παραπάνω από αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ποιητής αυτός κατόρθωσε να ακινητήσει φωτογραφικά έννοιες κατ’ εξοχήν ρευστές, όπως το άγχος, η αγωνία, ο καθημερινός πανικός. Kι ακόμα, ότι κατόρθωσε να μας παρηγορεί μιλώντας μας μέσα από τοπία φρίκης για το θάνατο και μάλιστα «πείθοντάς» μας πως αυτός είναι η μόνη ελπίδα, η κατάσταση της χάριτος και της ακτινοβολίας: «Kρυμμένος μες στον θάνατό μου τραγουδώ».
Φανατικός μιας άλλοτε κραυγαλέας κι άλλοτε ήρεμης παράνοιας, ο Σαχτούρης, σε κάθε του ποίημα προσέρχεται με τα «σκεύη» του έτοιμα μπροστά στην επισημότητα της επίγειας φρίκης και του σχεδόν ευκταίου θανάτου. Aκούστε τη λιτή του ομολογία και προτροπή:
«Πάλαιψα/ πάλαιψα πολύ/ ώσπου να γίνουν όλα/ μαύρα/ σκεπαστείτε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου