Του Σλάβοϊ Ζίζεκ* από την ΕΠΟΧΗ, 14.03.10
Κάτω από τον ιδεαλισμό και την πολιτική ορθότητα της ταινίας «Άβαταρ», η οποία ήταν στο επίκεντρο της τελετής των Όσκαρ την περασμένη Κυριακή, βρίσκονται σκληρές ρατσιστικές αποχρώσεις. Το «Άβαταρ» του Τζέιμς Κάμερον λέει την ιστορία ενός πρώην πεζοναύτη με ειδικές ανάγκες, που τον στέλνουν από τη Γη με σκοπό να διεισδύσει σε μια φυλή ιθαγενών με μπλε επιδερμίδα σε έναν απόμακρο πλανήτη και να τους πείσει να αφήσουν τον εργοδότη του να σκάψει την πατρίδα τους για να αναζητήσει φυσικούς πόρους. Μέσω ενός σύνθετου βιολογικού χειρισμού, το μυαλό του ήρωα κερδίζει τον έλεγχο του ειδώλου του και έτσι παίρνει τη μορφή ιθαγενή. Αυτοί οι ιθαγενείς είναι βαθιά πνευματικοί και ζούνε σε αρμονία με τη φύση (μπορούν να συνδέσουν ένα καλώδιο που κρέμεται από το σώμα τους στα άλογα και τα δέντρα για να επικοινωνήσουν μαζί τους). Προβλέψιμα, ο πεζοναύτης ερωτεύεται μια όμορφη ιθαγενή πριγκίπισσα και έτσι παίρνει το μέρος των ιθαγενών στη μάχη, βοηθώντας τους να διώξουν τους ανθρώπινους εισβολείς και να σώσουν τον πλανήτη τους. Στο τέλος της ταινίας, ο ήρωας μεταθέτει την ψυχή του από το ανάπηρο ανθρώπινο σώμα του στο σώμα του ιθαγενή, και κατά συνέπεια γίνεται ένας από αυτούς.
Οι συγκρίσεις
Λαμβάνοντας υπόψη το τρισδιάστατο υπερρεαλισμό της ταινίας, με το συνδυασμό πραγματικών ηθοποιών και ψηφιακά επεξεργασμένων κινούμενων εικόνων, το «Άβαταρ» πρέπει να συγκριθεί με ταινίες όπως το «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ» (1988) ή το «Μάτριξ» (1999). Σε αυτές τις ταινίες ο ήρωας βρίσκεται μεταξύ της πραγματικότητας και ενός φανταστικού κόσμου -των κινούμενων σχεδίων στο Ρότζερ Ράμπιτ, της ψηφιακής πραγματικότητας στο Μάτριξ, ή της ψηφιακά ενισχυμένης καθημερινής πραγματικότητας του πλανήτη του «Άβαταρ». Kάποιος πρέπει να σημειώσει ότι, αν και το αφήγημα του «Άβαταρ» υποτίθεται ότι διαδραματίζεται σε μια και «πραγματική» πραγματικότητα, στην ουσία έχουμε να κάνουμε -στο επίπεδο της βαθύτερης συμβολικής ανάλυσης- με δύο πραγματικότητες: τον πραγματικό κόσμο της ιμπεριαλιστικής αποικιοκρατίας, από τη μία, και έναν κόσμο φαντασίας που κατοικείται από ιθαγενείς που ζουν σε μια αιμομικτική σύνδεση με τη φύση, από την άλλη. (Την τελευταία δεν πρέπει να τη συγχέουμε με την άθλια πραγματικότητα των πραγματικών υπό εκμετάλλευση λαών.) Το τέλος της ταινίας πρέπει να ερμηνευτεί με το ότι ο ήρωας μεταναστεύει πλήρως από τον πραγματικό στο φανταστικό κόσμο -όπως συμβαίνει και στο «Μάτριξ», όταν ο Νίο αποφασίζει να βυθιστεί ολοκληρωτικά στον κόσμο του Μάτριξ.
Φαντασία
και πραγματικότητα
Αυτό δεν σημαίνει παρ’ όλα αυτά ότι πρέπει να απορρίψουμε το «Άβαταρ» εξ ονόματος μιας «αυθεντικότερης» αποδοχής του πραγματικού κόσμου. Εάν αφαιρέσουμε τη φαντασία από την πραγματικότητα, τότε η πραγματικότητα χάνει τη σταθερότητα της και αποσυντίθεται. Το να επιλέγει κανείς μεταξύ «είτε της αποδοχής της πραγματικότητας είτε της επιλογής της φαντασίας» είναι λάθος: εάν θέλουμε πραγματικά να αλλάξουμε ή να δραπετεύσουμε από την κοινωνική μας πραγματικότητα, το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε τις φαντασιώσεις μας που μας κάνουν να προσαρμοζόμαστε σ’ αυτήν την πραγματικότητα. Επειδή ο ήρωας του «Άβαταρ» δεν το κάνει αυτό, η υποκειμενική στάση του είναι αυτό που ο Ζακ Λακάν ονόμασε, όσον αφορά τον ντε Σάντ, εξαπάτηση της φαντασίωσης.
Είναι ενδιαφέρον να φανταστεί κανείς το Άβαταρ 2, στο οποίο μετά από μερικά χρόνια (ή μάλλον μήνες) ευδαιμονίας, ο ήρωας αρχίζει να αισθάνεται μια παράξενη δυσαρέσκεια και να του λείπει ο διεφθαρμένος ανθρώπινος κόσμος. Η πηγή αυτής της δυσαρέσκειας δεν είναι μόνο το ότι κάθε πραγματικότητα, ανεξάρτητα από το πόσο τέλεια είναι, μας απογοητεύει αργά ή γρήγορα. Μια τόσο τέλεια φαντασίωση μας απογοητεύει ακριβώς λόγω της τελειότητάς της: αυτή η τελειότητά μας επισημαίνει ότι για μας τα υποκείμενα που την φαντάζονται δεν υπάρχει καμία θέση.
Η συνταγή του Χόλιγουντ
Η ουτοπία που εικονίζεται στο Άβαταρ ακολουθεί τη συνταγή του Χόλιγουντ για τη δημιουργία ενός ζευγαριού -τη μακρά παράδοση του καρτερικού λευκού ήρωα που πρέπει να βρεθεί μεταξύ απολίτιστων για να βρει τον κατάλληλο σεξουαλικό σύντροφο (απλά θυμηθείτε το «Χορεύοντας με τους λύκους»). Σε ένα τυπικό χολιγουντιανό προϊόν, τα πάντα, από τη μοίρα των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης ως τους αστεροειδείς που συγκρούονται με τη γη, μετατρέπονται σε Οιδιπόδεια αφήγηση. Το αποκορύφωμα της γελοιότητας της εν λόγω διαδικασίας, του να παρουσιάζεις μεγάλα ιστορικά γεγονότα σαν φόντο για την δημιουργία ενός ζευγαριού, είναι «Οι Κόκκινοι» του Γουόρεν Μπίτι (1981), στην οποία το Χόλιγουντ βρήκε έναν τρόπο να αποκαταστήσει την Οκτωβριανή Επανάσταση, που αναμφισβήτητα αποτελεί το πιο τραυματικό ιστορικό γεγονός του 20ου αιώνα. Στους «Κόκκινους» το ζευγάρι του Τζον Ριντ και της Λουίζ Μπράιαντ βιώνει βαθιά συναισθηματική κρίση. Ο ερωτάς τους ξανανάβει όταν η Λουίζ παρακολουθεί τον Τζον να δίνει μια γεμάτη πάθος επαναστατική ομιλία.
Ακολουθεί η ερωτική συνεύρεση του ζευγαριού, στην οποία παρεμβάλλονται αρχέτυπες σκηνές της επανάστασης, μερικές από τις οποίες αντανακλούν με προφανή τρόπο τις σεξουαλικές σκηνές - όταν ας πούμε ο Τζον διεισδύει στην Λουίζ, η κάμερα μεταφέρεται σε ένα δρόμο όπου ένα σκοτεινό πλήθος διαδηλωτών περικυκλώνει και σταματά ένα εισερχόμενο «φαλλικό» τραμ. ‘Ολα αυτά με την υπόκρουση του τραγουδιού της Διεθνούς. Όταν στην κορύφωση του οργασμού εμφανίζεται ο ίδιος ο Λένιν, απευθυνόμενος σε ένα δωμάτιο γεμάτο αντιπροσώπους, είναι περισσότερο ένας σοφός δάσκαλος που επιβλέπει την ερωτική μύηση του ζευγαριού παρά ένας ψυχρός ηγέτης της επανάστασης. Ακόμη και η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι εντάξει, σύμφωνα με το Χόλιγουντ, αν εξυπηρετεί στην επανένωση ενός ζευγαριού.
Ομοίως, η προηγούμενη μεγάλη εισπρακτική επιτυχία του Κάμερον, ο «Τιτανικός», αφορούσε στ‘ αλήθεια την καταστροφή του πλοίου που πέφτει πάνω στο παγόβουνο; Πρέπει κανείς να είναι προσεκτικός στην ακριβή στιγμή της καταστροφής. Συμβαίνει όταν οι νεαροί εραστές Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Κέιτ Γουίνσλετ αμέσως μόλις ολοκληρώσουν τη σχέση τους επιστρέφουν στο κατάστρωμα του πλοίου. Ακόμη πιο κρίσιμο είναι το ότι στο κατάστρωμα η Γουίνσλετ λέει στον εραστή της ότι όταν το πλοίο φτάσει στη Νέα Υόρκη, το επόμενο πρωί θα φύγει μαζί του, προτιμώντας μια ζωή στη φτώχεια με την αληθινή της αγάπη από μια ψεύτικη, διεφθαρμένη ζωή ανάμεσα στους πλούσιους.
Τη στιγμή αυτή το πλοίο χτυπά στο παγόβουνο έτσι ώστε να εμποδιστεί αυτό που αναμφισβήτητα θα ήταν πραγματική καταστροφή δηλαδή η ζωή του ζευγαριού στη Νέα Υόρκη. Κανείς μπορεί με ασφάλεια να προβλέψει ότι σύντομα η μιζέρια της καθημερινότητας θα κατέστρεφε τον έρωτα τους. Επιπλέον η καταστροφή συμβαίνει ώστε να σωθεί ο έρωτάς τους, να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση ότι, εάν δεν συνέβαινε, θα ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Ένα περαιτέρω στοιχείο μας δίνουν οι τελευταίες στιγμές του Ντι Κάπριο. Ξεπαγιάζει στο κρύο νερό, πεθαίνει, ενώ η Γουίνσλετ επιπλέει με ασφάλεια πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι ξύλο. Ξέροντας ότι τον χάνει, φωνάζει κλαίγοντας «ποτέ δεν θα σ‘ αφήσω να φύγεις» και καθώς το λέει αυτό, τον σπρώχνει μακριά με τα χέρια της.
Γιατί; Επειδή τέλειωσε τη αποστολή του. Πίσω από την ιστορία μιας ερωτικής σχέσης, ο Τιτανικός λέει μια άλλη ιστορία, αυτή μιας καλομαθημένης κοπέλας ανώτερης κοινωνικής τάξης με κρίση ταυτότητας: είναι μπερδεμένη, δεν ξέρει τι να κάνει με τον εαυτό της και ο Ντι Κάπριο, πολύ περισσότερο από ερωτικός σύντροφος είναι ένα είδος μεσολαβητή που εξαφανίζεται, του οποίου η χρησιμότητα είναι να επαναφέρει την αίσθηση της ταυτότητας και του σκοπού στη ζωή της. Τα τελευταία του λόγια πριν εξαφανισθεί στον παγωμένο Βόρειο Ατλαντικό δεν είναι τα λόγια ενός εραστή που φεύγει, αλλά το μήνυμα ενός ιεροκήρυκα, λέγοντάς της να είναι ειλικρινής και πιστή στον εαυτό της.
Ο επιφανειακός Χολιγουντιανός μαρξισμός του Κάμερον (η ακατέργαστη εύνοια των κατωτέρων τάξεων και η καρικατουρίστικη περιγραφή του σκληρού εγωτισμού των πλουσίων) δεν πρέπει να μας εξαπατά.
Χόλιγουντ:
η συνταγή αλλάζει
Πίσω από αυτή την συμπάθεια για τους φτωχούς βρίσκεται ένας αντιδραστικός μύθος, ο οποίος αναπτύχθηκε πλήρως για πρώτη φορά από τον Ράντγιαρντ Κίπλιγκ στους «Δαίμονες των Κυμάτων». Αφορά ένα πλούσιο νέο σε κρίση ο οποίος (ή η οποία) επανακτά τη ζωτικότητά του (της) μέσα από τη σύντομη στενή επαφή με την παθιασμένη ζωή των φτωχών. Πίσω από την συμπόνια για τους φτωχούς υποκρύπτεται η βαμπιρική τους εκμετάλλευση.
Όμως σήμερα το Χόλιγουντ ολοένα φαίνεται να εγκαταλείπει αυτή τη συνταγή. Η ταινία του Νταν Μπράουν «Άγγελοι και Δαίμονες» πρέπει να είναι σίγουρα η πρώτη περίπτωση χολιγουντιανής μεταφοράς ενός δημοφιλούς μυθιστορήματος, στο οποίο υπάρχει σεξ ανάμεσα στον ήρωα και την ηρωίδα στο βιβλίο, αλλά όχι στην κινηματογραφική του εκδοχή, σε προφανή αντίθεση με την παλιά παράδοση να προστίθεται μια σεξουαλική σκηνή σε ταινία βασισμένη σε μυθιστόρημα, στο οποίο δεν υπήρχε καμία. Δεν υπάρχει τίποτε απελευθερωτικό σ‘ αυτή την απουσία του σεξ. Περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη απόδειξη του φαινομένου που περιγράφεται από τον Αλέν Μπαντιού στο βιβλίο του «Εγκώμιο του έρωτα» -σήμερα, στην πρακτική ναρκισσιστική εποχή μας, η ίδια η έννοια του να ερωτεύεσαι, να αφοσιώνεσαι παθιασμένα σε ένα ερωτικό σύντροφο, θεωρείται παλιομοδίτικη και επικίνδυνη.
Η ακρίβεια με την οποία το «Άβαταρ» ακολουθεί την παλιά συνταγή δημιουργίας ενός ζευγαριού, η πλήρης πίστη του στη φαντασίωση και η ίδια η ιστορία ενός λευκού που παντρεύεται την πριγκίπισσα των ιθαγενών και που γίνεται βασιλιάς, το κάνουν ιδεολογικά μια μάλλον συντηρητική, ντεμοντέ ταινία. Η τεχνική λαμπρότητα της ταινίας χρησιμεύει ώστε να καλύψει αυτόν τον βασικό συντηρητισμό. Είναι εύκολο να ανακαλύψει κανείς κάτω από τα πολιτικώς ορθά θέματα (τον τίμιο λευκό που συντάσσεται με τους οικολογικά υγιείς αυτόχθονες ενάντια στο «στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα» των ιμπεριαλιστικών εισβολέων), μια σειρά σκληρών ρατσιστικών μοτίβων: ένας παραπληγικός απόκληρος της γης είναι τόσο καλός ώστε να παντρευτεί την όμορφη τοπική πριγκίπισσα, και να βοηθήσει τους ντόπιους να κερδίσουν την αποφασιστική μάχη. Η ταινία μας διδάσκει ότι η μόνη επιλογή που έχουν οι ιθαγενείς είναι ή να σωθούν από τους ανθρώπους ή να καταστραφούν από αυτούς. Με άλλα λόγια, μπορούν να επιλέξουν είτε να είναι το θύμα της ιμπεριαλιστικής πραγματικότητας, είτε να παίξουν τον καθορισμένο ρόλο τους στη φαντασίωση ενός λευκού.Ένα πραγματικό Άβαταρ στην Ινδία
Την ίδια στιγμή που το Άβαταρ βγάζει χρήματα σε όλο τον κόσμο (κέρδισε 1 δισ. δολάρια μέσα σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες κυκλοφορίας), συμβαίνει κάτι που περιέργως μοιάζει με την πλοκή της ταινίας. Οι νότιοι λόφοι της ινδικής πολιτείας Ορίσσα, που κατοικούνται από τη φυλή Dongria Kondh, πωλήθηκαν σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις που σχεδιάζουν να εκμεταλλευτούν τα τεράστια αποθέματα βωξίτη που έχουν (τα κοιτάσματα θεωρείται ότι αξίζουν τουλάχιστον 4 τρισ. δολάρια). Σε αντίδραση σε αυτό το πρόγραμμα, ξέσπασε μια οπλισμένη εξέγερση από τους μαοϊκούς αντάρτες, γνωστοί με το όνομα Ναξαλίτες. Η Αρουντάτι Ρόι, στο περιοδικό «Outlook» της Ινδίας, γράφει ότι ο μαοϊκός αντάρτικος στρατός αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους πολύ φτωχούς ανθρώπους της φυλής που ζουν σε συνθήκες τέτοιας χρόνιας πείνας που αγγίζει τα όρια της πείνας που έχουμε συνδέσει μόνο με τις χώρες της Αφρικής που βρίσκονται κάτω απ’ τη Σαχάρα. Είναι άνθρωποι που, ακόμα και μετά από 60 χρόνια της αποκαλούμενης ανεξαρτησίας της Ινδίας, δεν έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη ή την απονομή δικαιοσύνης. Είναι άνθρωποι που τους έχουν εκμεταλλευτεί ανελέητα για δεκαετίες, που εξαπατώνται επανειλημμένα από μικρούς επιχειρηματίες και τοκογλύφους, που οι γυναίκες βιάζονται από την αστυνομία και το προσωπικό της δασικής υπηρεσίας. Ο αγώνας τους για μια πιο αξιοπρεπή ζωή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα μαοϊκά στελέχη που έχουν ζήσει, έχουν εργαστεί και έχουν παλέψει στο πλευρό τους για δεκαετίες. Εάν οι άνθρωποι αυτής της φυλής έχουν πάρει τα όπλα, αυτό έγινε επειδή η κυβέρνηση, που δεν τους έχει δώσει τίποτα άλλο παρά μόνο βία και παραμέληση, θέλει τώρα να τους αρπάξει το τελευταίο πράγμα που τους έχει απομείνει, τη γη τους… Πιστεύουν ότι εάν δεν παλέψουν για τη γη τους, θα αφανιστούν… Οι κουρελιασμένοι, υποσιτισμένοι στρατιώτες , πολλοί από τους οποίους δεν έχουν δει ποτέ ένα τραίνο ή ένα λεωφορείο ή έστω μια μικρή πόλη, παλεύουν μόνο για την επιβίωση. Ο πρωθυπουργός της Ινδίας χαρακτήρισε αυτήν την εξέγερση ως τη «μοναδική μεγάλη απειλή της εσωτερικής ασφάλειας». Τα μεγάλα ΜΜΕ, την παρουσιάζουν ως μια εξτρεμιστική αντίσταση στην πρόοδο, και συνεχώς μιλάνε για μια «κόκκινη τρομοκρατία» αντικαθιστώντας έτσι την αναφορά στην «Ισλαμική τρομοκρατία». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το κράτος της Ινδίας αποκρίνεται με μια μεγάλη στρατιωτική επιχείριση ενάντια στα «μαοϊκά φρούρια» στις ζούγκλες της κεντρικής Ινδίας. Και είναι αλήθεια ότι και οι δύο πλευρές προσφεύγουν σε μεγάλες βιαιότητες σε αυτόν τον βάναυσο πόλεμο, και ότι η «δικαιοσύνη του λαού» των μαοϊστών είναι σκληρή. Εντούτοις, ανεξάρτητα από το πόσο δυσάρεστη αυτή η βία είναι για το φιλελεύθερο γούστο μας, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να την καταδικάσουμε. Γιατί; Επειδή η κατάστασή τους είναι ακριβώς αυτή του όχλου του Χέγκελ: οι επαναστάτες Ναξαλίτες στην Ινδία είναι πεινασμένοι άνθρωποι στους οποίους ακόμα και το ελάχιστο μιας αξιοπρεπούς ζωής αμφισβητείται.
Η ταινία που αντικαθιστά
την πραγματικότητα
Πού είναι λοιπόν η ταινία του Κάμερον εδώ; Πουθενά. Στην Ορίσσα δεν υπάρχουν ευγενείς πριγκίπισσες που περιμένουν τους λευκούς ήρωες να τις ξελογιάσουν και να βοηθήσουν το λαό τους, παρά μόνο Μαοϊστές που οργανώνουν τους αγρότες που λιμοκτονούν. Η ταινία μας επιτρέπει να κάνουμε ένα χαρακτηριστικό ιδεολογικό διαχωρισμό: να συμμεριστούμε τους εξιδανικευμένους αυτόχθονες απορρίπτοντας τον πραγματικό αγώνα τους. Οι ίδιοι άνθρωποι που απολαμβάνουν την ταινία και θαυμάζουν τους αυτόχθονες επαναστάτες κατά πάσα πιθανότητα θα γύριζαν την πλάτη τους από φρίκη στους Ναξαλίτες, απορρίπτοντας τους ως δολοφονικούς τρομοκράτες. Το αληθινό είδωλο είναι το ίδιο το «Άβαταρ» - η ταινία που αντικαθιστά την πραγματικότητα.
* Ο Σλάβοϊ Ζίζεκ είναι φιλόσοφος και κριτικός
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 4 Μαρτίου, στο Βρετανικό περιοδικό «New statesman»
Μετάφραση
Αγαθή-Λαοκρατία Κούτσικου
τα βίντεο από: http://www.survivalinternational.org/about/niyamgiri και http://www.survivalinternational.org/about/niyamgiri η φωτογραφία από http://www.actionaid.org/drc/index.aspx?PageID=4794
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου