Αφήγηση Ηρός του Αρμενίου
Θ'ακούσης λοιπόν τώρα τη διήγηση όχι του Αλκίνου αλλά ενός αλκίμου ανδρός, του Ηρός του Αρμενίου, που ήταν Πάμφυλος κατά το γένος. Αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο και όταν έπειτ' από δέκα μέρες ήρθαν να παραλάβουν τα σώματα των νεκρών, που βρίσκονταν πια σε αποσύνθεση, το δικό του ήταν ακόμη σώο και ακέραιο· τον μετέφεραν λοιπόν στην πατρίδα του για να τον ενταφιάσουν και ενώ τη δωδέκατη μέρα από το θάνατό του βρισκόταν πια απάνω στη φωτιά, ξανάρθε στη ζωή και άρχισε νανιστορή όσα είχε ιδή στον άλλο κόσμο. Ευθύς, τους έλεγε, που βγήκε η ψυχή του, ξεκίνησε με πολλούς άλλους κ' έφτασαν σ' ενα θαυμάσιο τόπο, όπου είδαν δύο χάσματα στη γη, το ένα κοντά στο άλλο, και δύο άλλα απάνω στον ουρανό, καταντίκρυ στα πρώτα. Ανάμεσά τους κάθονταν δικαστές που έβγαζαν την απόφασή τους και πρόσταζαν τους δίκαιους νακολουθήσουν το δρόμο που πήγαινε δεξιά και πάνω μεσ' απ' τον ουρανό, αφού πρωτύτερα τους κρέμαγαν μπροστά σημάδια που έλεγαν τί απόφαση είχαν βγάλει γι' αυτούς στη δίκη· τους άδικους τους έστελναν να πάρουν το δρόμο προς ταριστερά και κάτω, αφού κρέμαγαν και σ' αυτούς, αλλ' από πίσω, σημείωμα που έλεγε όλες τις πράξεις τους. Όταν παρουσιάστηκε κι ο ίδιος, του είπαν να φέρη στους ανθρώπους την είδηση για όσα συμβαίνουν εκεί και τον πρόσταξαν να παρατηρήση και νακούση όλα όσα γίνονται στον τόπο εκείνο.
[...] Πολύς καιρός θα χρειαζότανε, φίλε μου Γλαύκων, να καθήσω να σου διηγηθώ τώρα λεπτομέρειες· των αφηγήσεών του η σύνοψη ήταν η εξής: για όλες τις αδικίες που έκανε καθένας στη ζωή του και για όλους όσους αδίκησε, τιμωρήθηκε χωριστά δέκα φορές -η διάρκεια της κάθε τιμωρίας ήταν εκατό χρόνια, όση είναι και η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής- για να πληρώσουν δέκα φορές την πληρωμἠ κάθε αδικήματος. Έτσι, εκείνοι που έγιναν αίτιοι πολλών θανάτων με την προδοσία πόλεων ή στρατοπέδων, και εξανδραπόδισαν ανθρώπους ή έγιναν ένοχοι άλλων κακουργημάτων, υπέφεραν δεκαπλάσια βασανιστήρια για κάθε τους έγκλημα, ενώ απεναντίας όσοι έκαμαν μεγάλες ευεργεσίες και υπήρξαν δίκαιοι στους ανθρώπους και ευσεβείς απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδιαν αναλογία την ανταμοιβή για τις καλές τους πράξεις. [...]
Έλεγε μάλιστα ότι ήταν παρών εκεί, όταν κάποιος ερώτησε έναν άλλο πού βρίσκεται ο μέγας Αρδιαίος. Αυτός ο Αρδιαίος είχε χρηματίσει τύραννος σε μια πόλη τής Παμφυλίας, χίλια χρόνια πριν, είχε σκοτώσει το γέρο πατέρα του και το μεγαλύτερο αδερφό του και άλλα πολλά και ανόσια έργα είχε κάμει, καθώς έλεγαν. Αυτός που ρωτήθηκε απάντησε· «Δεν έφτασε» είπε «και ούτε θα φτάση ποτέ εδώ. Είδαμε όμως ένα από τα φοβερώτερα εκεί θεάματα. Όταν βρισκόμασταν πια κοντά στο υπόγειο χάσμα, έτοιμοι ν' ανεβούμε, αφού είχαμε συμπληρώσει όλες τις τιμωρίες μας, βλέπομε ξαφνικά εκείνο τον Αρδιαίο και άλλους πολλούς -σχεδόν οι περισσότεροί τους υπήρξαν επίσης τύραννοι, ήσαν όμως και μερικοί ιδιώτες που είχαν διαπράξει μεγάλα κακουργήματα- που όταν ενόμιζαν πια ότι θα βγουν, το στόμιο τού χάσματος δεν τους επέτρεπε να περάσουν, αλλ' άρχισε να μουγκρίζη, όπως έκανε κάθε φορά που δοκίμαζε να βγή ένας από κείνους που ταμαρτήματά του ήσαν ανίατα ή δεν είχε ακόμα υποστή ολόκληρη την τιμωρία του. Την ώρα εκείνη έτρεξαν αμέσως κάτι αγριάνθρωποι, κατακόκκινοι από τη φλόγα, που κατάλαβαν τί εσήμαινε το μουγκρητό, και τους άλλους τους άρπαξαν και τους επήραν από κεί, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς ακόμη τους έδεσαν χέρια, πόδια και κεφάλι, τους έριξαν καταγής, τους έγδαραν και άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο απάνω σε ασπαλάθρους, όπου ξεσκίζονταν οι σάρκες τους· και σ' όσους συναντούσαν εξηγούσαν το γιατί τους μεταχειρίζονταν έτσι κ' έλεγαν ότι πήγαιναν να τους πετάξουν στον Τάρταρο». Απ' όλους, είπε, τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που δοκίμασαν, κανείς δεν μπορεί να συγκριθή μ' αυτόν μήπως δηλαδή, την ώρα που πρόκειται πια να περάσουν το στόμιο, ακουστή εκείνο το μουγκρητό, και απερίγραπτη είναι η χαρά εκείνου που μπορεί νανεβή, χωρίς ναντηχήση το στόμιο. Αυτές λοιπόν περίπου είναι οι κρίσεις και οι τιμωρίες και οι αντίστοιχες αμοιβές που ιστορούσε.
Πλάτωνα, Πολιτεία, Ι, 614b- 616a, μτφ. Ι. Γρυπάρη, εκδ. Ι.Ζαχαρόπουλος
«ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ...»
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη τού Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν
ακόμη...
Γαλήνη.
- Τί μπορεί να μού θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μάς λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
31 τού Μάρτη 1971
Γιώργος Σεφέρης, Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β', εκδ. ΙΚΑΡΟΣ
η φωτό του ασπάλαθου του Χρήστου Πάντσογλου, από Οδηγό Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης
με αφορμή τη γέννηση του Πλάτωνα σαν σήμερα(;) το 428 π.Χ. στην Αθήνα. Βέβαια σύμφωνα με τον Απολλόδωρο γεννήθηκε τον πρώτο χρόνο της 88ης Ολυμπιάδας (427π.Χ.), την έβδομη μέρα του Θαργηλιώνα. Σύμφωνα με τον Νεάνθη γεννήθηκε το δεύτερο χρόνο της 87ης Ολυμπιάδας (429 π.Χ.). Σύμφωνα με το Λεξικό της Σούδας γεννήθηκε στην Αίγινα στην 88η Ολυμπιάδα. Οι Πλατωνιστές της Αναγέννησης γιόρταζαν τη γέννησή του στις 7 Νοεμβρίου. Ο Βιλαμόβιτς εκτιμά ότι γεννήθηκε επί Διοτίμου επώνυμου άρχοντα, δηλ. στο διάστημα μεταξύ 29ης Ιουλίου 428 και 24ης Ιουλίου 427. Ο Ιωάννης Καλιτσουνάκης πιστεύει ότι γεννήθηκε στις 26 ή 27 Μαίου 427, ενώ η Ντέμπρα Νέιλς βεβαιώνει ότι γεννήθηκε το 424/423. Παρόλα αυτά ένα απόσπασμα -κάποτε must μόνο για τις σχολικές γιορτές του Πολυτεχνείου, μαζί με το ποίημα του Σεφέρη- τώρα κατάλληλο για κάθε μέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου