ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Η κρίση του χρέους των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως η κρίση δανεισμού της Ελλάδας έγινε η αφορμή για να αποκαλυφθεί γυμνή η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κανείς μάλιστα από τους πρωταγωνιστές δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να μεταμφιέσει το υπόβαθρο τις κρίσης, να δικαιολογήσει δηλαδή το μηχανισμό του ευρώ, να υπερασπισθεί την αρχιτεκτονική των θεσμών, να εξυμνήσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ως την ιδεολογική αξία που για χάρη της αξίζει κανείς να εγκαταλείψει τους <<εθνικούς εγωισμούς>> και να προστρέξει στο κοινό <<ευρωπαϊκό ιδεώδες>>. Το τοκογλυφικό επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας από το μηχανισμό διάσωσης δεν άφηνε εδώ που τα λέμε και πολλά περιθώρια.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που χρησιμοποίησαν δημοσιογράφοι αναλυτές για να εξηγήσουν την άκαμπτη στάση της Μέρκελ στις διαπραγματεύσεις για το μηχανισμό στήριξης και τον δανεισμό της Ελλάδας ήταν οι εκλογές στην Βεστφαλία-Ρηνανία. Ανακάλυψαν δηλαδή ότι το πολιτικό παιχνίδι, το παιχνίδι των κοινωνικών εκπροσωπήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις, να αναστέλλει ή να μεταθέτει <<εύλογες>> οικονομικές επιλογές διατήρησης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Εκτός αν δεχθούμε ως βάσιμες τις υποψίες ότι η παράταση των διαπραγματεύσεων, η απειλή της άμεσης χρεωκοπίας, εξυπηρετούσε το μηχανισμό πειθάρχησης ενός κατά τεκμήριο ανυπάκουου λαού, ικανού να συνεγείρει ανατριχίλες σε όλο τον παλαιό ευρωπαϊκό κόσμο, όπως έδειξε κάποιο Δεκέμβρη, μόλις 2 χρόνια πριν και τον υπενθύμισε η καθολική απεργιακή κινητοποίηση στις 5 Μάη.
Βεβαίως στο παιχνίδι των αντιπροσωπεύσεων μετέχουν και οι μηχανισμοί διαμόρφωσης της κοινής γνώμης: τα γερμανικά ΜΜΕ για παράδειγμα, έγκυρα και λαϊκίστικα, επένδυσαν στο σύνθημα <<δεν θα πληρώσει ο Γερμανός φορολογούμενος τις ασωτίες των Ελλήνων>>, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τη γερμανική Αριστερά. Το Die Linke παρόλα αυτά δεν μάσησε, και επιβραβεύθηκε εκλογικά γιαυτό, όχι μόνο εκδήλωσε την αλληλεγγύη του στους Έλληνες αλλά ανέδειξε ταυτόχρονα τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ταξική μεροληψία του γερμανικού
κράτους με την οποία επέβαλε τη δεσπόζουσα θέση του γερμανικού καπιταλισμού έναντι των άλλων.
Είναι κοινός τόπος για την ευρωπαϊκή Αριστερά ότι τα πλεονάσματα του Βορρά είναι η άλλη όψη των ελλειμμάτων του Νότου, μόνο που τα πλεονάσματα δεν διαχέονται ως γενική ευημερία των λαών του Βορρά. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι είδαν το εισόδημά τους να επιδεινώνεται και τις εργασιακές τους σχέσεις να απορυθμίζονται, αρχής γενομένης με την ατζέντα 2000 του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, παρά τα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας. Οι ανταγωνισμοί των μερίδων του ευρωπαϊκοί κεφαλαίου δεν είναι ικανοί για να αμφισβητήσουν την επιλογή του σκληρού (και ακριβού) ευρώ, ούτε τη συνοχή της ευρωζώνης. Μετέχουν όλοι, τουλάχιστον τα ποιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου, στα πλεονεκτήματα που δίνει ένα παγκόσμιο νόμισμα, στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και στην ικανότητα διείσδυσης σε περιφερειακές οικονομίες. Πλεονεκτήματα για παράδειγμα με τα οποία επωφελήθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός για να διεισδύσει στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια (το 50% των κερδών της Εθνικής Τράπεζας το 2009 προέρχονται από την εξαγορά της τουρκικής Finans Bank).
Το αντίτιμο του σκληρού ευρώ ήταν η ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και η έκθεση των οικονομιών στην αγορά ομολόγων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ κατανοούν ότι οι χρηματαγορές είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις συνθήκες της Ε.Ε. και ότι η ομογενοποίηση των οικονομικών πολιτικών επιτυγχάνεται ασφαλέστερα υπό την απειλή τους. Η γερμανική κυβέρνηση και ο Διοικητής της Μπούντεσμπανγκ Τιτμάγερ απαιτούν επιπλέον το άνοιγμα του ευρωπαϊκού πιστωτικού συστήματος σε όλες τις κινήσεις κεφαλαίων του πλανήτη. Με αυτή την έννοια η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μηχανισμό παρέμβασης δεν αποτελεί <<ύβρη>> στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά συνέργεια των <<θεσμών>> της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Πολλοί οικονομικοί αναλυτές, κυρίως Γάλλοι, ισχυρίζονται ότι ο μηχανισμός του ευρώ, ο ακραίος μονεταρισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αντανακλά τις εθνικές φοβίες της γερμανικής πολιτικής τάξης, τον υπερπληθωρισμό της κρίσης του ’29 και της ανόδου του ναζισμού, όπως αντίστοιχα η μαζική ανεργία είναι ο φόβος της ιθύνουσας τάξης των ΗΠΑ, γεγονός που την αφήνει σχετικά αδιάφορη για αντιπληθωριστικές πολιτικές. Ισχυρίζονται ακόμα ότι η παραίτηση των Γερμανών από το μάρκο και η ένταξη τους στο ευρώ ήταν το αντίτιμο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Κολ και Μιτεράν (ο συμβιβασμός χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών) για την επανένωση της Γερμανίας. Δώρο (ή παραχώρηση) του Μιτεράν ήταν η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ. έναντι της πολιτικής τάξης, στο παράδειγμα δηλαδή της Μπούντεσμπανγκ όπου η ανεξαρτησία της είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι ο συμβιβασμός μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεμονία του γαλλογερμανικού άξονα, με εργαλείο το κοινό νόμισμα δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κρατικό μόρφωμα, Η χρηματοπιστωτική κρίση αλλά ιδιαίτερα η κρίση του χρέους και η ύφεση αποκάλυψαν τους ταξικά μεροληπτικούς όρους με τους οποίους οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια νομισματική ένωση υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου και μάλιστα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κατεξοχήν. Οι ισχυρισμοί για το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα με τους οποίους έδωσαν τη μάχη οι πολιτικές ελίτ προκειμένου να υιοθετηθεί το ευρωσύνταγμα εγκαταλείφθηκαν το ίδιο γρήγορα με τους ισχυρισμούς για τη ρυθμιστική αξία των αγορών παρά το ότι οι τελευταίοι επιτελούν στην πράξη το διορθωτικό ρόλο της πολιτικής πειθαρχίας. Το ισχυρό ευρώ, οι συνθήκες που το υπηρετούν, το Μάαστριχτ και η Λισαβόνα, και η αρχιτεκτονική των ευρωπαϊκών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Συμφώνου Σταθερότητας
συμπεριλαμβανομένων, συνομολογήθηκαν ως ένας μηχανισμός διατήρησης της υψηλής κερδοφορίας των ποιών επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου και ταυτόχρονα ως διαδικασία παράκαμψης της δημοκρατικής βούλησης των λαών, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας. Το έλλειμμα δημοκρατίας, δηλαδή ότι η Ε.Ε. παίρνει πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της διακυβερνητικής ανεπηρέαστες από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική σύγκρουση στο επίπεδο του κράτους μέλους θέτει στην Αριστερά ένα στρατηγικό δίλλημα, τη σχέση του τοπικού με το διεθνές.
Μεταφρασμένο το στρατηγικό δίλημμα, δηλαδή το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, με όρους Ελλάδας-Ευρώπης τίθεται ως εξής: ο ταξικός όπως και ο πολιτικός αγώνας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στο εθνικό πλαίσιο, ενώ τα πράγματα διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ηπειρωτικό και παγκόσμιο Η ελληνική οικονομία, ακόμη κι αν αποκτήσει εθνικό νόμισμα, όπως εισηγούνται οι υπέρμαχοι της δραχμής και της εξόδου από την ευρωζώνη, δεν θα πάψει να είναι συμπληρωματική και εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή και
ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία. Θα συνεχίσει να υφίσταται το διεθνή ανταγωνισμό της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, όπως θα υφίσταται την <<επιτήρηση>> και την <<τιμωρία>> των αγορών και των οίκων αξιολόγησης. Σε αντίθεση με το εθνικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών κρατών, το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι αρκετά μεγάλο και αρκετά ισχυρό για να <<αντέξει>> το σοσιαλιστικό πείραμα.
Η κρίση της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, όπως και η κρίση του χρέους βάζει σε δοκιμασία μεταξύ των άλλων και τη ζώνη του ευρώ με συνέπεια να ακούγονται πλέον επίσημες φωνές για διάλυσή της, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της χωρίς δραστικό μετασχηματισμό των δομών της και διαγραφή μέρους του συνολικού κρατικού χρέους. Η διόγκωση του χρέους των κρατών, ως συνέπεια της κοινωνικοποίησης των ζημιών του κεφαλαίου από την κρίση, το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τεράστιες τοποθετήσεις σε κρατικά χρεόγραφα
προδιαγράφει με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη χρηματοπιστωτική <<φούσκα>>. Ακόμα και η τελευταία ρύθμιση του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης, παρά την προίκα των 700 δις, δεν φαίνεται ικανή να αποτελέσει το ανάχωμα στην κρίση και την ύφεση. Από τη στιγμή μάλιστα που ο κανόνας της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της αναδιανομής εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, παραμένει αδιαπραγμάτευτος, το ίδιο αλώβητος παραμένει και ο κανόνας των παγκοσμιοποιημένων αγορών (άρα και του ΔΝΤ) ως <<ρυθμιστές του
πολιτεύματος>>, τότε η οικονομική κρίση θα μετασχηματίζεται σε πολιτική και συστημική κρίση.
Στο έδαφος της κρίσης της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίση οικονομική, πολιτική και κυρίως κρίση συναινέσεων σε ένα σύστημα που δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη γενική ευημερία παρά μόνο τη συναίνεση του φόβου, η ευρωπαϊκή Αριστερά οφείλει να προβάλει το στρατηγικό όραμα μιας άλλης Ευρώπης και το κάνει σε ένα βαθμό
Επεξεργάζεται τα πολιτικά εργαλεία, τα πολιτικά περιεχόμενα της άλλης Ευρώπης μιλώντας για μετασχηματισμό της ευρωζώνης και του συμφώνου σταθερότητας υπέρ των εργαζομένων, της ασφάλειας της εργασίας και του περιβάλλοντος. Προβάλει τον πολιτικό έλεγχο της ΕΚΤ και τη χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση των αγορών (και των τραπεζών). Μιλάει επίσης για επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μέρους του χρέους, για γενναία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που να αντιμετωπίζει τις περιφερειακές ανισότητες και τις παραγωγικές καθυστερήσεις, με κοινή , μεγάλη για το κεφάλαιο, φορολογική πολιτική. Προβάλλει την απόσπαση από τις δυνάμεις του κεφαλαίου κρίσιμων παραγωγικών τομέων όπως του χρηματοπιστωτικού, της ενέργειας, της διαχείρισης των υδάτων κ.α. Ιδιαίτερα το ζήτημα της επιστροφής των τραπεζών στο δημόσιο τομέα, με κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, είναι το κλειδί για τον έλεγχο των χρηματαγορών, όπως και η φορολόγηση των χρηματιστικών συναλλαγών.
Με δύο λόγια η ευρωπαϊκή Αριστερά επιχειρεί να συγκροτήσει όχι μόνο ένα πρόγραμμα μάχης -σε εθνικό και πανευρωπαϊκό πεδίο- απάντηση στην κρίση από τη μεριά των λαϊκών συμφερόντων, αλλά να περιγράψει και τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και εκείνες τις ρήξεις με τους τρόπους αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος, που να σκιαγραφούν ταυτόχρονα τη στρατηγική της σοσιαλιστικής μετάβασης.
Η κρίση του χρέους των κρατών του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως η κρίση δανεισμού της Ελλάδας έγινε η αφορμή για να αποκαλυφθεί γυμνή η κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Κανείς μάλιστα από τους πρωταγωνιστές δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον να μεταμφιέσει το υπόβαθρο τις κρίσης, να δικαιολογήσει δηλαδή το μηχανισμό του ευρώ, να υπερασπισθεί την αρχιτεκτονική των θεσμών, να εξυμνήσει την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη ως την ιδεολογική αξία που για χάρη της αξίζει κανείς να εγκαταλείψει τους <<εθνικούς εγωισμούς>> και να προστρέξει στο κοινό <<ευρωπαϊκό ιδεώδες>>. Το τοκογλυφικό επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας από το μηχανισμό διάσωσης δεν άφηνε εδώ που τα λέμε και πολλά περιθώρια.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που χρησιμοποίησαν δημοσιογράφοι αναλυτές για να εξηγήσουν την άκαμπτη στάση της Μέρκελ στις διαπραγματεύσεις για το μηχανισμό στήριξης και τον δανεισμό της Ελλάδας ήταν οι εκλογές στην Βεστφαλία-Ρηνανία. Ανακάλυψαν δηλαδή ότι το πολιτικό παιχνίδι, το παιχνίδι των κοινωνικών εκπροσωπήσεων, εξακολουθεί να ισχύει, να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις, να αναστέλλει ή να μεταθέτει <<εύλογες>> οικονομικές επιλογές διατήρησης του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Εκτός αν δεχθούμε ως βάσιμες τις υποψίες ότι η παράταση των διαπραγματεύσεων, η απειλή της άμεσης χρεωκοπίας, εξυπηρετούσε το μηχανισμό πειθάρχησης ενός κατά τεκμήριο ανυπάκουου λαού, ικανού να συνεγείρει ανατριχίλες σε όλο τον παλαιό ευρωπαϊκό κόσμο, όπως έδειξε κάποιο Δεκέμβρη, μόλις 2 χρόνια πριν και τον υπενθύμισε η καθολική απεργιακή κινητοποίηση στις 5 Μάη.
Βεβαίως στο παιχνίδι των αντιπροσωπεύσεων μετέχουν και οι μηχανισμοί διαμόρφωσης της κοινής γνώμης: τα γερμανικά ΜΜΕ για παράδειγμα, έγκυρα και λαϊκίστικα, επένδυσαν στο σύνθημα <<δεν θα πληρώσει ο Γερμανός φορολογούμενος τις ασωτίες των Ελλήνων>>, φέρνοντας σε δύσκολη θέση τη γερμανική Αριστερά. Το Die Linke παρόλα αυτά δεν μάσησε, και επιβραβεύθηκε εκλογικά γιαυτό, όχι μόνο εκδήλωσε την αλληλεγγύη του στους Έλληνες αλλά ανέδειξε ταυτόχρονα τις αντιφάσεις του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την ταξική μεροληψία του γερμανικού
κράτους με την οποία επέβαλε τη δεσπόζουσα θέση του γερμανικού καπιταλισμού έναντι των άλλων.
Είναι κοινός τόπος για την ευρωπαϊκή Αριστερά ότι τα πλεονάσματα του Βορρά είναι η άλλη όψη των ελλειμμάτων του Νότου, μόνο που τα πλεονάσματα δεν διαχέονται ως γενική ευημερία των λαών του Βορρά. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι είδαν το εισόδημά τους να επιδεινώνεται και τις εργασιακές τους σχέσεις να απορυθμίζονται, αρχής γενομένης με την ατζέντα 2000 του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, παρά τα πλεονάσματα της γερμανικής οικονομίας. Οι ανταγωνισμοί των μερίδων του ευρωπαϊκοί κεφαλαίου δεν είναι ικανοί για να αμφισβητήσουν την επιλογή του σκληρού (και ακριβού) ευρώ, ούτε τη συνοχή της ευρωζώνης. Μετέχουν όλοι, τουλάχιστον τα ποιο δυναμικά τμήματα του κεφαλαίου, στα πλεονεκτήματα που δίνει ένα παγκόσμιο νόμισμα, στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και στην ικανότητα διείσδυσης σε περιφερειακές οικονομίες. Πλεονεκτήματα για παράδειγμα με τα οποία επωφελήθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός για να διεισδύσει στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στα Βαλκάνια (το 50% των κερδών της Εθνικής Τράπεζας το 2009 προέρχονται από την εξαγορά της τουρκικής Finans Bank).
Το αντίτιμο του σκληρού ευρώ ήταν η ολοκληρωτική χρηματοπιστωτική απορρύθμιση και η έκθεση των οικονομιών στην αγορά ομολόγων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ κατανοούν ότι οι χρηματαγορές είναι περισσότερο αποτελεσματικές από τις συνθήκες της Ε.Ε. και ότι η ομογενοποίηση των οικονομικών πολιτικών επιτυγχάνεται ασφαλέστερα υπό την απειλή τους. Η γερμανική κυβέρνηση και ο Διοικητής της Μπούντεσμπανγκ Τιτμάγερ απαιτούν επιπλέον το άνοιγμα του ευρωπαϊκού πιστωτικού συστήματος σε όλες τις κινήσεις κεφαλαίων του πλανήτη. Με αυτή την έννοια η εμπλοκή του ΔΝΤ στο μηχανισμό παρέμβασης δεν αποτελεί <<ύβρη>> στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης αλλά συνέργεια των <<θεσμών>> της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Πολλοί οικονομικοί αναλυτές, κυρίως Γάλλοι, ισχυρίζονται ότι ο μηχανισμός του ευρώ, ο ακραίος μονεταρισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αντανακλά τις εθνικές φοβίες της γερμανικής πολιτικής τάξης, τον υπερπληθωρισμό της κρίσης του ’29 και της ανόδου του ναζισμού, όπως αντίστοιχα η μαζική ανεργία είναι ο φόβος της ιθύνουσας τάξης των ΗΠΑ, γεγονός που την αφήνει σχετικά αδιάφορη για αντιπληθωριστικές πολιτικές. Ισχυρίζονται ακόμα ότι η παραίτηση των Γερμανών από το μάρκο και η ένταξη τους στο ευρώ ήταν το αντίτιμο στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Κολ και Μιτεράν (ο συμβιβασμός χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών) για την επανένωση της Γερμανίας. Δώρο (ή παραχώρηση) του Μιτεράν ήταν η ανεξαρτησία της Ε.Κ.Τ. έναντι της πολιτικής τάξης, στο παράδειγμα δηλαδή της Μπούντεσμπανγκ όπου η ανεξαρτησία της είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη.
Οι αριστεροί οικονομολόγοι και πολιτικοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι ο συμβιβασμός μεταξύ χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών υπό την ηγεμονία του γαλλογερμανικού άξονα, με εργαλείο το κοινό νόμισμα δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο κρατικό μόρφωμα, Η χρηματοπιστωτική κρίση αλλά ιδιαίτερα η κρίση του χρέους και η ύφεση αποκάλυψαν τους ταξικά μεροληπτικούς όρους με τους οποίους οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση ως μια νομισματική ένωση υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου και μάλιστα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κατεξοχήν. Οι ισχυρισμοί για το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα με τους οποίους έδωσαν τη μάχη οι πολιτικές ελίτ προκειμένου να υιοθετηθεί το ευρωσύνταγμα εγκαταλείφθηκαν το ίδιο γρήγορα με τους ισχυρισμούς για τη ρυθμιστική αξία των αγορών παρά το ότι οι τελευταίοι επιτελούν στην πράξη το διορθωτικό ρόλο της πολιτικής πειθαρχίας. Το ισχυρό ευρώ, οι συνθήκες που το υπηρετούν, το Μάαστριχτ και η Λισαβόνα, και η αρχιτεκτονική των ευρωπαϊκών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Συμφώνου Σταθερότητας
συμπεριλαμβανομένων, συνομολογήθηκαν ως ένας μηχανισμός διατήρησης της υψηλής κερδοφορίας των ποιών επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου και ταυτόχρονα ως διαδικασία παράκαμψης της δημοκρατικής βούλησης των λαών, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας. Το έλλειμμα δημοκρατίας, δηλαδή ότι η Ε.Ε. παίρνει πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο της διακυβερνητικής ανεπηρέαστες από τον κοινωνικό ανταγωνισμό και την ταξική σύγκρουση στο επίπεδο του κράτους μέλους θέτει στην Αριστερά ένα στρατηγικό δίλλημα, τη σχέση του τοπικού με το διεθνές.
Μεταφρασμένο το στρατηγικό δίλημμα, δηλαδή το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, με όρους Ελλάδας-Ευρώπης τίθεται ως εξής: ο ταξικός όπως και ο πολιτικός αγώνας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένοι στο εθνικό πλαίσιο, ενώ τα πράγματα διαμορφώνονται σε ένα ευρύτερο επίπεδο, ηπειρωτικό και παγκόσμιο Η ελληνική οικονομία, ακόμη κι αν αποκτήσει εθνικό νόμισμα, όπως εισηγούνται οι υπέρμαχοι της δραχμής και της εξόδου από την ευρωζώνη, δεν θα πάψει να είναι συμπληρωματική και εξαρτώμενη από την ευρωπαϊκή και
ευρύτερα την παγκόσμια οικονομία. Θα συνεχίσει να υφίσταται το διεθνή ανταγωνισμό της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, όπως θα υφίσταται την <<επιτήρηση>> και την <<τιμωρία>> των αγορών και των οίκων αξιολόγησης. Σε αντίθεση με το εθνικό πλαίσιο των ευρωπαϊκών κρατών, το πλαίσιο της Ε.Ε. είναι αρκετά μεγάλο και αρκετά ισχυρό για να <<αντέξει>> το σοσιαλιστικό πείραμα.
Η κρίση της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, όπως και η κρίση του χρέους βάζει σε δοκιμασία μεταξύ των άλλων και τη ζώνη του ευρώ με συνέπεια να ακούγονται πλέον επίσημες φωνές για διάλυσή της, επειδή ακριβώς δεν μπορεί να εγγυηθεί την αναπαραγωγή της χωρίς δραστικό μετασχηματισμό των δομών της και διαγραφή μέρους του συνολικού κρατικού χρέους. Η διόγκωση του χρέους των κρατών, ως συνέπεια της κοινωνικοποίησης των ζημιών του κεφαλαίου από την κρίση, το κερδοσκοπικό παιχνίδι με τεράστιες τοποθετήσεις σε κρατικά χρεόγραφα
προδιαγράφει με μαθηματική ακρίβεια την επόμενη χρηματοπιστωτική <<φούσκα>>. Ακόμα και η τελευταία ρύθμιση του ευρωπαϊκού μηχανισμού διάσωσης, παρά την προίκα των 700 δις, δεν φαίνεται ικανή να αποτελέσει το ανάχωμα στην κρίση και την ύφεση. Από τη στιγμή μάλιστα που ο κανόνας της εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της αναδιανομής εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, παραμένει αδιαπραγμάτευτος, το ίδιο αλώβητος παραμένει και ο κανόνας των παγκοσμιοποιημένων αγορών (άρα και του ΔΝΤ) ως <<ρυθμιστές του
πολιτεύματος>>, τότε η οικονομική κρίση θα μετασχηματίζεται σε πολιτική και συστημική κρίση.
Στο έδαφος της κρίσης της υπαρκτής Ευρωπαϊκής Ένωσης, κρίση οικονομική, πολιτική και κυρίως κρίση συναινέσεων σε ένα σύστημα που δεν μπορεί να επικαλεσθεί τη γενική ευημερία παρά μόνο τη συναίνεση του φόβου, η ευρωπαϊκή Αριστερά οφείλει να προβάλει το στρατηγικό όραμα μιας άλλης Ευρώπης και το κάνει σε ένα βαθμό
Επεξεργάζεται τα πολιτικά εργαλεία, τα πολιτικά περιεχόμενα της άλλης Ευρώπης μιλώντας για μετασχηματισμό της ευρωζώνης και του συμφώνου σταθερότητας υπέρ των εργαζομένων, της ασφάλειας της εργασίας και του περιβάλλοντος. Προβάλει τον πολιτικό έλεγχο της ΕΚΤ και τη χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση των αγορών (και των τραπεζών). Μιλάει επίσης για επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μέρους του χρέους, για γενναία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που να αντιμετωπίζει τις περιφερειακές ανισότητες και τις παραγωγικές καθυστερήσεις, με κοινή , μεγάλη για το κεφάλαιο, φορολογική πολιτική. Προβάλλει την απόσπαση από τις δυνάμεις του κεφαλαίου κρίσιμων παραγωγικών τομέων όπως του χρηματοπιστωτικού, της ενέργειας, της διαχείρισης των υδάτων κ.α. Ιδιαίτερα το ζήτημα της επιστροφής των τραπεζών στο δημόσιο τομέα, με κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο, είναι το κλειδί για τον έλεγχο των χρηματαγορών, όπως και η φορολόγηση των χρηματιστικών συναλλαγών.
Με δύο λόγια η ευρωπαϊκή Αριστερά επιχειρεί να συγκροτήσει όχι μόνο ένα πρόγραμμα μάχης -σε εθνικό και πανευρωπαϊκό πεδίο- απάντηση στην κρίση από τη μεριά των λαϊκών συμφερόντων, αλλά να περιγράψει και τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και εκείνες τις ρήξεις με τους τρόπους αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος, που να σκιαγραφούν ταυτόχρονα τη στρατηγική της σοσιαλιστικής μετάβασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου