από την Αυγή , 18.04.10
Οι Θέσεις της πλειοψηφίας του Συνασπισμού για το 6ο Συνέδριο είναι ένα μεγάλο κείμενο, δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικό αν αναλογισθούμε ότι η νέα δεκαετία ξεκινά με μια μεγάλη καπιταλιστική κρίση, ανάλογη με εκείνη των αρχών του εικοστού αιώνα, με τη μόνη διαφορά ότι η ταξική υπεροψία του κεφαλαίου στις παρούσες συνθήκες οδηγεί με μαθηματική βεβαιότητα τις κοινωνίες στην εκμεταλλευτική βαρβαρότητα, αλλά και τον πλανήτη σε περιβαλλοντική απειλή. Οι συνεδριακές Θέσεις ενός κόμματος είναι την ίδια στιγμή η ανακεφαλαίωση της πολιτικής και θεωρητικής παραγωγής όλου του προηγούμενου διαστήματος, αλλά ταυτόχρονα και η πολιτική «αφήγηση» στις κοινωνικές δυνάμεις που το παρακολουθούν. Από αυτή τη σκοπιά, τη δεύτερη, το παρακάτω κείμενο είναι η προσπάθεια απόδοσης εν συντομία των Θέσεων με αφηγηματικό και πολιτικό ειρμό στα ουσιώδη.
Δέκα χρόνια πριν, δέκα χρόνια μετά
Δέκα χρόνια πριν, στο 3ο Συνέδριο του Συνασπισμού, οι πιο αισιόδοξοι από μας δεν θα μπορούσαν να φανταστούν πόσο μεγάλη διαδρομή θα καλύπταμε σε αυτή τη «σύντομη» δεκαετία. Είχε προηγηθεί βεβαίως μια «διαβρωτική» δεκαετία, μια δεκαετία κρίσης και αποσύνθεσης που ημερολογιακά ξεκίνησε με την κατάρρευση των χωρών του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», η οποία όμως δεν άφησε ανέγγιχτα ακόμα και τα πιο κριτικά μαρξιστικά ρεύματα, ακόμα κι εκείνα τα αριστερά κόμματα τα οποία εγκαίρως είχαν πάρει «διαζύγιο» από τα γραφειοκρατικά και εκμεταλλευτικά καθεστώτα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας.
Καθεστώτα εκμεταλλευτικά και ανελεύθερα που καταχρηστικά ονομάστηκαν «σοσιαλιστικές χώρες», δυσφημώντας κάθε χειραφετητικό εγχείρημα που επιμένει να αναφέρεται στις παραδόσεις του εργατικού και επαναστατικού κινήματος: στον Μαρξ, τον Λένιν, τη Ρόζα, τον Γκράμσι και τόσους άλλους που νοηματοδότησαν την εποχή των μεγάλων επαναστάσεων. Σε αυτά τα δέκα χρόνια άλλαξε και ο Συνασπισμός, βήμα-βήμα μεταμορφώθηκε από κόμμα της κεντροαριστερής συναίνεσης σε κόμμα της σύγχρονης ριζοσπαστικής και ανανεωτικής αριστεράς, ομόλογο με παρόμοια εγχειρήματα που έχουν συντελεστεί την ίδια περίοδο σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Χρειαστήκαμε χρόνια για να αλλάξουμε το παράδειγμα πολιτικής δράσης και θα χρειαστούμε και άλλο χρόνο, όπως φαίνεται, για να αλλάξουμε τον τρόπο λειτουργίας του κόμματός μας. Μια γενιά «αναλώθηκε» προκειμένου ο Συνασπισμός να αποκτήσει αυτόνομο πολιτικό στίγμα, να πάψει να θεωρείται ενδιάμεσος, μεταβατικός και συμπληρωματικός πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ.
Τίποτα δεν είναι όπως παλιά
Εργαστήκαμε στο πλαίσιο της αριστερής στροφής, θεωρητικά και πολιτικά, για να αποκτήσει το κόμμα μας ταυτότητα, δουλέψαμε στα δύο προηγούμενα συνέδρια και κυρίως στα «προγραμματικά» προκειμένου να μην μας συνέχει μόνο η «πολιτική ενότητα», αλλά και η προγραμματική, και η ιδεολογική. Αρκετοί σύντροφοι, η Ανανεωτική Πτέρυγα κυρίως, δεν θέλουν να το αποδεχθούν ακόμα και σήμερα, παραμένοντας καθηλωμένοι σε αναλύσεις και ισχυρισμούς άλλων εποχών –εποχών κρίσης και αποϊδεολογικοποίησης. Οι ισχυρισμοί αυτοί διαψεύστηκαν από την ίδια την κρίση ηγεμονίας του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, μαζί και ο «πολιτικός πραγματισμός» των συναινέσεων στο πλαίσιο του νεοφιλελεύθερου δικομματικού πολιτικού συστήματος.
Οι κοινωνικές μας αναφορές
Εκπαιδευτήκαμε, αλλά και εκπαιδεύσαμε μια νέα γενιά συντρόφων και συντροφισσών να συμμετέχουμε, να δημιουργούμε, να ενθαρρύνουμε κοινωνικά κινήματα (αντιπαγκοσμιοποιητικό, κινήματα πόλης, μεταναστευτικό, δικαιώματα, διακρίσεις, καταστολή, περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες), χωρίς να υποτιμήσουμε τα ιστορικά κινήματα, τον εργατικό και αγροτικό συνδικαλισμό. Δεν είμαστε ανυποψίαστοι: γνωρίζουμε ότι ο καπιταλισμός κατακερματίζει τους εργαζόμενους με τη νέα οργάνωση της εργασίας, με τα εξατομικευμένα συστήματα αμοιβών και τις διαφοροποιημένες εργασιακές σχέσεις, με τις υπαρκτές αντιθέσεις των πολλαπλών ταυτοτήτων, με τον ατομικισμό ως κυρίαρχη ιδεολογία και τον καταναλωτισμό ως κοινωνικό όραμα.
Όπως γνωρίζουμε ότι οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αδυνατούν να συνθέσουν τους «εκτός των τειχών», τους άνεργους, τους επισφαλείς, τους νέους της εργασιακής περιπλάνησης, τις γυναίκες, τους μετανάστες και τις μετανάστριες με τα συνδικαλισμένα στρώματα μέσα από την έννοια της τάξης και του ταξικού συμφέροντος. Εγκαταλείψαμε τα «εθνικά ακροατήρια» και εστιάσαμε την προσοχή μας στα στρώματα που πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις: στους ηττημένους της αγοράς, στις κατηγορίες της κοινωνικής ανασφάλειας και της εργασιακής περιπλάνησης, στη γενιά των 700 ευρώ, στη νεολαία της αμφισβήτησης. Εκπονήσαμε ένα πολιτικό σχέδιο για την ενότητα της αριστεράς, υλοποιούμε την ενότητα της ριζοσπαστικής αριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούμε διαμέσου αυτού του σχεδίου να ενώσουμε τα κοινωνικά κινήματα, να ενοποιήσουμε τον κατακερματισμένο κόσμο της εργασίας.
Κόμμα των μελών ή ομοσπονδία στελεχών;
Πολλά έχουμε να κάνουμε ακόμα, έχουμε τη γνώση ότι είμαστε στην αρχή. Πρώτιστη δουλειά μας είναι ν’ αλλάξουμε το κόμμα μας. Ν’ αφήσουμε πίσω τον συγκεντρωτισμό, την ανάθεση και την υποκατάσταση, την αποϊδεολογικοποίηση, την «ομοσπονδιακή» λειτουργία, τις προσχηματικές περιχαρακώσεις που διαιωνίζουν τα «φέουδα», με δύο λόγια όλα όσα φτιάχνουν τον Συνασπισμό κόμμα στελεχών και όχι κόμμα των μελών του. Με αυτή την έννοια είμαστε απόλυτα αρνητικοί σε όσους, δεξιά και «αριστερά», μας εγκαλούν με διάφορα προσχήματα, προκειμένου να διατηρήσουν τα προνόμια του καθορισμού της πολιτικής στον κύκλο των πολιτικών στελεχών και στη μηδενική ισορροπία των τάσεων. Χρειαζόμαστε έναν διαφορετικό Συνασπισμό για να ανταποκριθεί στα νέα του καθήκοντα, χρειαζόμαστε έναν καλύτερο ΣΥΡΙΖΑ, καταλύτη για τη δημιουργία μιας νέας αριστεράς ικανής να ανταποκριθεί στις ανάγκες της περιόδου που τις ορίζουν η οικονομική κρίση, η κρίση του χρέους, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και οι περιφερειακές συγκρούσεις.
Η κρίση ως επαναδιαπραγμάτευση ταξικών συσχετισμών
Κατανοούμε την κρίση ως απειλή και ταυτόχρονα ως ευκαιρία. Ως απειλή για τον κόσμο της εργασίας και ως ευκαιρία για την αριστερά: να την ερμηνεύσει αποκαλυπτικά, να προτείνει στο κοινωνικό σώμα τις δικές τις λύσεις, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον δρόμο και την εικόνα ενός άλλου κόσμου, σοσιαλιστικού. Διαβάζουμε την κρίση στο πλαίσιο της μαρξιστικής ανάλυσης, ως την εγγενή τάση του καπιταλισμού να καταστρέφει το πλεονάζον κεφάλαιο, την πλεονάζουσα παραγωγή, ως κρίση δηλαδή της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Καταλαβαίνουμε ότι τα δημόσια οικονομικά, η κρίση του χρέους των κρατών, είναι μια νέα ευκαιρία κερδοφορίας του κεφαλαίου, όπως επίσης ότι η δημοσιονομική τρομοκρατία είναι ένας ακόμα μηχανισμός πειθάρχησης στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Δεν ήμασταν απροετοίμαστοι, είχαμε διαγνώσει από τότε, αρχές της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώνα, την αδυναμία του νεοφιλελεύθερου μοντέλου να ενσωματώσει τις υποτελείς τάξεις και ιδιαίτερα τα λαϊκά στρώματα με μια νέα υπόσχεση ευημερίας. Πριν ακόμα και από την εμφάνιση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, είχαμε προειδοποιήσει ότι η διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης (της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης, που συνδυαζόταν με υψηλή ανεργία, επέκταση της φτώχειας και της «ευελιξίας» στην εργασία) και της κατανάλωσης σε υψηλά επίπεδα διαμέσου του απεριόριστου δανεισμού των νοικοκυριών και των κρατών αποτελεί μια γιγάντια προεξόφληση του μέλλοντος και άρα έχει πεπερασμένα όρια - τα όρια της χρηματοπιστωτικής φούσκας, όπως αποδείχθηκε. Όπως επίσης είχαμε επισημάνει ότι η προσαρμογή στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση και των δύο κομμάτων εξουσίας δημιουργεί πολιτική κρίση, κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, στον βαθμό που οι υποσχέσεις ευημερίας διαψεύδονταν καθημερινά, οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονταν.
Η κρίση ως αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων
Η χρηματοπιστωτική κρίση μετασχηματίζεται ήδη σε κρίση δημοσιονομική και κυρίως σε κρίση του κοινωνικού κράτους και της εργασίας. Η δημοσιονομική κρίση -αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης των ζημιών και της ύφεσης- και η απειλή της «χρεωκοπίας» γίνεται το όπλο για μια μεγάλης έκτασης λεηλασία των εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, για αναδιανομή υπέρ του κεφαλαίου, κατεδάφιση του ασφαλιστικού συστήματος και του κράτους πρόνοιας. Ο καπιταλισμός, οι παγκοσμιοποιημένες αγορές και οι κυβερνήσεις, αφού κοινωνικοποίησαν τις ζημιές και έσωσαν το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την κατάρρευση, αφού για να τα κάνουν όλα αυτά παραβίασαν τα νεοφιλελεύθερα θέσφατα περί «αυτορύθμισης των αγορών» και μη παρέμβασης του κράτους στην οικονομία, αφού πέτυχαν έτσι μια πρόσκαιρη σταθεροποίηση του συστήματος, τώρα συντονίζουν μια ιστορικών διαστάσεων διαδικασία πειθάρχησης λαών και κρατών μέσα από το φόβητρο των υψηλών χρεών και της χρεωκοπίας.
Η κρίση του «ευρωπαϊσμού» του κεφαλαίου
Η χρηματοπιστωτική κρίση αλλά ιδιαίτερα η κρίση του χρέους και η ύφεση αποκάλυψαν τους ταξικά μεροληπτικούς όρους με τους οποίους οικοδομήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως μια νομισματική ένωση δηλαδή υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου και μάλιστα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου κατεξοχήν. Οι ισχυρισμοί για το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα, την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, εγκαταλείφθηκαν το ίδιο γρήγορα με τους ισχυρισμούς για τη ρυθμιστική αξία των αγορών παρά το ότι οι τελευταίοι αποτελούν και επιτελούν στην πράξη τον διορθωτικό ρόλο της πολιτικής πειθαρχίας. Το ισχυρό ευρώ (ακριβό για τον ευρωπαϊκό Νότο, πανάκριβο για την Ελλάδα), οι συνθήκες που το υπηρετούν, το Μάαστριχτ και η Λισσαβώνα, και η αρχιτεκτονική των ευρωπαϊκών θεσμών, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συμπεριλαμβανομένης, συνομολογήθηκαν από συντηρητικούς και σοσιαλδημοκράτες ως ένας μηχανισμός διατήρησης της υψηλής κερδοφορίας των πιο επιθετικών τμημάτων του κεφαλαίου και ταυτόχρονα ως διαδικασία παράκαμψης της δημοκρατικής βούλησης των λαών, δηλαδή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η συνέπεια βέβαια μεταξύ των άλλων -δηλαδή της παράδοσης των PIGS στην κερδοσκοπία των αγορών- ήταν αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων: τα πλεονάσματα του Βορρά είναι η άλλη όψη των ελλειμμάτων του Νότου, μόνο που τα πλεονάσματα δεν διαχέονται ως γενική ευημερία των λαών του Βορρά. Οι Γερμανοί εργαζόμενοι, για παράδειγμα, είδαν το εισόδημά τους να επιδεινώνεται και τις εργασιακές τους σχέσεις να απορυθμίζονται, αρχής γενομένης με την Ατζέντα 2000 του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ, παρά το πλεόνασμα των 80 δισ. της γερμανικής οικονομίας. Αυτή εξάλλου είναι και η ταξική βάση πάνω στην οποία χτίζει η ευρωπαϊκή αριστερά τον «λαό της», το κοινωνικό υποκείμενο δηλαδή που θα επωμισθεί πολιτικά και κοινωνικά τη διεκδίκηση ή μάλλον την επανίδρυση μιας άλλης Ευρώπης. Για τους ίδιους λόγους αντιπαρατέθηκε μαχητικά στο Ευρωσύνταγμα, στη Λισσαβώνα, στη Μπολώνια, στο Σύμφωνο Σταθερότητας και το Μάαστριχτ και για παρεμφερείς λόγους συσπειρώνεται σήμερα με σύνθημα «δεν θα πληρώσουμε την κρίση τους».
Την ίδια στιγμή επεξεργάζεται τα πολιτικά εργαλεία, τα πολιτικά περιεχόμενα της άλλης Ευρώπης μιλώντας για μετασχηματισμό της Ευρωζώνης και του Συμφώνου Σταθερότητας υπέρ των εργαζομένων, της ασφάλειας της εργασίας και του περιβάλλοντος, προβάλλει τον πολιτικό έλεγχο της ΕΚΤ και τη χρηματοδότηση των κρατικών ελλειμμάτων απευθείας, χωρίς τη μεσολάβηση των αγορών (και των τραπεζών), για γενναία αύξηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού που να αντιμετωπίζει τις περιφερειακές ανισότητες και τις παραγωγικές καθυστερήσεις, για απόσπαση από τις δυνάμεις του κεφαλαίου κρίσιμων παραγωγικών τομέων όπως του χρηματοπιστωτικού, της ενέργειας, της διαχείρισης των υδάτων κ.ά. Με δύο λόγια η ευρωπαϊκή αριστερά επιχειρεί να συγκροτήσει όχι μόνο ένα πρόγραμμα μάχης, απάντηση στην κρίση από τη μεριά των λαικών συμφερόντων αλλά να περιγράψει και τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές και εκείνες τις ρήξεις με τους τρόπους αναπαραγωγής του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος που να σκιαγραφούν ταυτόχρονα τη στρατηγική της σοσιαλιστικής μετάβασης.
Τάξη εναντίον τάξης
Εστιάζουμε την κριτική μας, παράλληλα με πρωτοβουλίες για κοινή δράση στο έδαφος της Ευρώπης, χωρίς να ξεχνάμε ούτε στιγμή ότι στο επίπεδο του ελληνικού κράτους δημιουργούνται οι ταξικοί συσχετισμοί, σε αυτό το πλαίσιο η μισθωτή εργασία κατανοεί την κοινωνική σχέση της ως τάξη καθ' εαυτήν και οργανώνει την πολιτική της υπόσταση ως τάξη δι' εαυτών. Μέσα από αυτό το πρίσμα η ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής για την εσωτερική υποτίμηση τη εργασίας για την αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των λαϊκών τάξεων είναι στην κορυφή της πολιτικής μας αντιπαράθεσης. Το ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε σε λιγότερο από δύο μήνες τις προεκλογικές φιλολαϊκές κορόνες και τις νεοκεϊνσιανές του θέσεις και υιοθέτησε αφενός τη γραμμή της "ασφάλειας" και της "μηδενικής ανοχής" και αφετέρου τη γραμμή της "πτώχευσης της εργασίας για να αποφευχθεί η πτώχευση της οικονομίας".
Έτσι, με τον προϋπολογισμό του 2010 και ακόμη περισσότερο με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης 2010-2013, προχωρεί σε μια καταιγίδα αντεργατικών και αντικοινωνικών μέτρων (κατεδάφιση ασφαλιστικού, μειώσεις μισθών, κατάργηση των επισφαλώς απασχολούμενων στο Δημόσιο και όχι της επισφάλειας, επιδότηση των εργοδοτικών εισφορών, φοροκαταιγίδα με αυξήσεις έμμεσων φόρων, εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Την ίδια στιγμή τα ευνοούμενα στρώματα, οι «νικητές των αγορών», όλοι εκείνοι που ευεργετήθηκαν από τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη και το καθεστώς φοροκλοπής και εισφοροδιαφυγής του Καραμανλή, εκείνοι που ιδιοποιήθηκαν δημόσια περιουσία, οι άλλοι που διαχειρίστηκαν τις επιδοτήσεις και οι τρίτοι που διαμέσου των ιδιωτικοποιήσεων ανέπτυξαν τα πιο σύγχρονα συστήματα πολιτικής διαφθοράς, όλοι αυτοί παρέμεινα αλώβητοι από τα μέτρα της κυβέρνησης αποδεικνύοντας την ταξικότητα, τη στόχευση και την μεροληψία της πολιτικής της.
Πολιτική οικονομία
Πίσω από τα σενάρια καταστροφής που φοβίζουν και συσκοτίζουν υπάρχει η πραγματικότητα των αριθμών που δεν ακούγονται στα δελτία των 8, ούτε στις αναλύσεις των «έγκυρων» οικονομικών αναλυτών, και τους οποίους είναι χρήσιμο να υπενθυμίζουμε: 2,5 δισ. ευρώ θα κοστίσουν το 2010 μόνο οι 6 γαλλικές φρεγάτες που θα προμηθευτεί η χώρα??? υπάρχουν 10.000 υπεράκτιες (off-shore) εταιρείες ελληνικών συμφερόντων που διακινούν γύρω στα 500 δισ. ευρώ και το Δημόσιο χάνει ετησίως από φόρους 6 δισ.??? ο προϋπολογισμός προβλέπει 16 εκατομμύρια ευρώ από τη φορολόγηση των εφοπλιστών και 45 εκατομμύρια ως έσοδο από τις πράσινες κάρτες των μεταναστών??? οι μισθωτοί (για ετήσιο εισόδημα κάτω από 30.000 ευρώ) θα φορολογηθούμε με 25%, ενώ με 20% φορολογούνται τα καθαρά κέρδη των ανώνυμων εταιρειών (πριν το 1996 φορολογούνταν με 45%)??? 30.000 ελληνικές οικογένειες διαθέτουν στα τμήματα private banking των τραπεζών περίπου 50 δισ. ευρώ 48.000 ευρώ είναι το τεκμαρτό και φορολογήσιμο εισόδημα κάποιου που διαθέτει βίλα με πισίνα, υπηρετικό προσωπικό, ιδιωτικό αεροπλάνο ή ελικόπτερο, στο όνομα πάντα της φορολογικής δικαιοσύνης. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα την ύψους 8 δισ. τον χρόνο εισφοροδιαφυγή της εργοδοσίας, όπως επίσης και την ανυπολόγιστη διαφθορά του μπλοκ εξουσίας.
Το κράτος στην εποχή της κρίσης
Η κρίση του δικομματισμού, με τον είσοδο στη φάση της κρίσης αλλά και ύστερα από την εμπειρία της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, ακολούθησε πιο περίπλοκες διαδρομές. Σε συνθήκες ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και μαζικών συνδρόμων ανασφάλειας, οι πολιτικές διαχείρισης της κρίσης στράφηκαν στη γραμμή του "κράτους ασφάλειας" και της "μηδενικής ανοχής", τόσο απέναντι στους μετανάστες όσο και απέναντι στην αμφισβήτηση της "νομιμότητας". Η πολιτική "ασφάλειας" γίνεται το αυταρχικό εποικοδόμημα της "συναίνεσης του φόβου", της συναίνεσης πάνω στο χειρότερο, για να αποφευχθεί δήθεν το πολύ χειρότερο. Και όταν η συναίνεση γίνεται συναίνεση του φόβου, η επιτήρηση πάει μαζί με την τρομοκρατία της οικονομικής ανασφάλειας ή της απειλής πτώχευσης και η καταστολή συμπληρώνεται από την πρωτοφανή σε έκταση πρόληψη και τη σκλήρυνση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Έχοντας επίγνωση ότι αυτή η πολιτική αλλά και η κρίση δημιουργούν έναν εκτεταμένο και βουβό θυμό στην κοινωνία που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει υλοποιεί ένα σχέδιο αυταρχικής ανασύνταξης του πολιτικού συστήματος ώστε να είναι ικανό να απορροφήσει τους αναπόφευκτους και μεγάλης έκτασης κραδασμούς που θα αντιμετωπίσει. Η πολιτική τώρα μπαίνει στον αυτόματο πιλότο των απαιτήσεων των διεθνών αγορών, παρακάμπτοντας κάθε διαμεσολάβηση ή φιλτράρισμα μέσα από τις "εθνικές ιδιαιτερότητες". Μαζί με τις υπόλοιπες δημόσιες δαπάνες περικόπτονται και δαπάνες αναπαραγωγής του παραδοσιακού δικομματισμού - τα τελευταία απομεινάρια του παλιού τρόπου άρθρωσης των κοινωνικών συμμαχιών της εξουσίας. Ο "Καλλικράτης", στην ίδια ακριβώς γραμμή, συγκεντροποιεί την αυτοδιοικητική εξουσία με σκοπό να την κάνει πιο πολύ "κράτος" και να τη χειραφετήσει από τις «δουλείες» τοπικών διαμεσολαβήσεων, από τις κοινωνικές κατακτήσεις και τις δυνατότητες παρέμβασης και διεκδίκησης από τις "τοπικές κοινωνίες".
Το πολιτικό και το στρατηγικό διακύβευμα
Μια νέα περίοδος με απαιτητικά καθήκοντα όχι μόνο για να οργανώσουμε και να ενθαρρύνουμε τις κοινωνικές αντιστάσεις απέναντι στην αναδιανομή εισοδημάτων και δικαιωμάτων σε βάρος των υποτελών τάξεων που προδιαγράφει το αστικό πολιτικό σύστημα, αλλά απαιτητική ταυτόχρονα στη διατύπωση ενός ηγεμονικού λόγου που να ερμηνεύει «ποιοι ευθύνονται για την κρίση» και να διατυπώνει «ποιοι πρέπει να πληρώσουν την κρίση» και σε ποια κατεύθυνση μετασχηματισμού του υπάρχοντος. Χρειαζόμαστε μια αριστερά που δεν θα εκφράζει μόνο τον θυμό αλλά και θα οργανώνει την ελπίδα της κοινωνίας. Και την ίδια στιγμή χρειαζόμαστε έναν άλλο Συνασπισμό και έναν διαφορετικό ΣΥΡΙΖΑ ικανούς να επωμισθούν το καθήκον της ανασύνθεσης της αριστεράς και μαζί τα καθήκοντα του μετασχηματισμού της κοινωνίας, τα καθήκοντα του σοσιαλισμού, τον ορίζοντα του κομμουνισμού.
το σκίτσο από το public-domain. zorger.com
δεν αποτελεί μέρος τού πρωτότυπου άρθρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου