[...] Η κυβέρνηση, αν και είχε συναίσθηση της ευθύνης της, μπορούσε ν' αρπάξει το σκουπόξυλο και να σαρώσει το λημέρι αυτό του ιησουιτισμού, όπως τους αποκάλεσε ο ίδιος ο Μπιγιό. Πού είναι το αληθινά πατριωτικό υπουργείο, που θα 'χει την τόλμη να τα γκρεμίσει όλα και να τα ξαναφτιάξει όλα εκεί μέσα; Πόσους ανθρώπους ξέρω που, μπροστά στην πιθανότητα ενός πολέμου, τρέμουν από αγωνία, βλέποντας σε τι χέρια βρίσκεται η εθνική μας άμυνα! Και τι σφηκοφωλιά από χυδαίες πρόστυχες δολοπλοκίες, κουτσομπολιά και οργιαστικές σπατάλες έχει γίνει το ιερό αυτό άσυλο όπου κρίνεται η τύχη της Πατρίδας! Τρομάζει κανείς μπροστά στο τρομερό φως που έριξε εκεί μέσα η υπόθεση Ντρέιφους, η ανθρώπινη αυτή θυσία ενός δυστυχισμένου, ενός «βρομερού Εβραίου».
Α! τι φοβερό ανακάτεμα από ηλιθιότητα και παραφροσύνη, πολλές φαντασιοπληξίες, αγροίκες αστυνομικές μεθόδους, ήθη τυραννικά και απάνθρωπα τα τρισχειρότερα, αυτή η χυδαία τέρψη μερικών γαλονάδων που βάζουν τις μπότες τους πάνω στο Έθνος, του ξαναχώνουν μέσα στο λαρύγγι την κραυγή του για την αλήθεια και τη δικαιοσύνη, με την ψεύτικη και ιερόσυλη πρόφαση της σωτηρίας του Κράτους!
Και διαπράξανε άλλο ένα έγκλημα, αφού θελήσανε να στηριχθούν στον ακάθαρτο δημοσιογραφικό τύπο. Δεν ντραπήκανε να ζητήσουν ή να δεχθούνε την προστασία όλης της σαβούρας του Παρισιού - κι έτσι τώρα ο συρφετός αυτός θριαμβολογεί αναίσχυντα για την ήττα του δικαίου και της απλής ηθικής. Έγκλημα επίσης είναι ότι κατηγόρησαν για ταραχοποιούς της Γαλλίας εκείνους που τη θέλουν γενναιόφρονη, επικεφαλής των ελεύθερων και δικαίων εθνών, κι αυτό τη στιγμή που σκευωρούσαν οι ίδιοι μια επονείδιστη συνομωσία για να επιβάλλουν την πλάνη, μπροστά στον κόσμο ολόκκληρο. Έγκλημα είναι ότι παραπλάνησαν την κοινή γνώμη, ότι χρησιμοποίησαν για μια πλεκτάνη θανάτου, τη γνώμη αυτή που διέστρεψαν, μέχρι του σημείου να την κάμουν να παραληρεί. Έγκλημα είναι ότι δηλητηρίασαν τους μικρούς και τους ταπεινούς, ότι διέγειραν τα πάθη της αντίδρασης και της αδιαλλαξίας, καμουφλάροντάς την πίσω από το μισητό αντισημιτισμό, πάθη από τα οποία η μεγάλη φιλελεύθερη Γαλλία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα πεθάνει, αν δε θεραπευθεί εγκαίρως απ' αυτά. Έγκλημα είναι ότι εκμεταλλευθήκανε τον πατριωτισμό για έργα μίσους, έγκλημα, τέλος, είναι ότι έκαναν στάχτη ένα μοντέρνο θεό, όταν όλη η ανθρώπινη επιστήμη μοχθεί για την προσεχή καρποφορία της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Η αλήθεια αυτή, αυτή η ίδια η δικαιοσύνη, που με τόσο πάθος τις θελήσαμε, τι απελπισία να τις βλέπουμε έτσι καταρρακωμένες, περισσότερο παραμορφωμένες, περισσότερο μουντές από κάθε άλλη φορά! Υποπτεύομαι τον συγκλονιστικό σεισμό που θα έγινε μέσα στην ψυχή του κ. Σέρερ-Κέστνερ, και πιστεύω απόλυτα ότι κάποια μέρα θα νιώσει τύψεις που δεν ανέτρεψε τα πάντα, την ημέρα της επερώτησης στη Γερουσία, εξαπολύοντας ολόκληρο το φάκελο, ώστε να τα ρίξει όλα κάτω. Ήταν ο μεγάλος έντιμος άνθρωπος, ο άνθρωπος της ηθικής ζωής του, πίστεψε ότι η αλήθεια ήτανε αυτάρκης, προπάντων όταν του φαινόταν φεγγοβολούσα σαν το άπλετο φως. Προς τι λοιπόν να αναστατώσει τα πάντα, αφού σε λίγο θα λαμποκοπούσε ο ήλιος; Και για την εύπιστη αυτή ψυχική γαλήνη του τιμωρήθηκε τόσο σκληρά. Το ίδιο ισχύει και για τον αντισυνταγματάρχη Πικάρ, που από ένα υψηλό συναίσθημα αξιοπρέπειας, δε θέλησε να δημοσιεύσει τα γράμματα του στρατηγού Γκονζ. Οι ενδοιασμοί του αυτοί τον τιμούν περισσότερο όσο, οι προϊστάμενοί του τον σπρώχνανε μέσα στο βούρκο, επεμβαίνανε στο ανακριτικό του έργο και αλλοιώνανε τη δικογραφία κατά τον πλέον απροσδόκητο και προσβλητικό τρόπο ενώ αυτός ενεργούσε με αυστηρό σεβασμό προς την πειθαρχία. Υπάρχουν δυο θύματα, δυο γενναίες ψυχές, δυο απλές καρδιές, που αφήσανε το θεό να ενεργήσει, ενώ ενεργούσε ο διάβολος.
Είδαμε μάλιστα, σχετικά με τον αντισυνταγματάρχη Πικάρ, κι αυτή την ακατονόμαστη προστυχιά: ένα γαλλικό δικαστήριο, αφού άφησε τον εισηγητή να καταγγείλει δημόσια ένα μάρτυρα, να τον κατηγορήσει για όλα τα σφάλματα, έκλεισε τις σύρτες όταν ήρθε ο μάρτυρας αυτός για να εξηγηθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Λέω ότι αυτό είναι ένα επιπλέον έγκλημα και ότι το έγκλημα αυτό θα εξεγείρει την παγκόσμια συνείδηση. Αναντίρρητα, τα στρατιωτικά δικαστήρια έχουν μιαν ιδιόρρυθμη ιδέα για τη δικαιοσύνη.
Αυτή λοιπόν είναι η απλή αλήθεια, κύριε Πρόεδρε, και είναι φρικιαστική· θα στιγματίσει την προεδρεία σας. Ξέρω βέβαια ότι δεν είχατε καμιάν αρμοδιότητα στην υπόθεση αυτή, ότι είσαστε αιχμάλωτος του Συντάγματος και του περιβάλλοντός σας. Αλλά έχετε ένα ιερό καθήκον σαν άνθρωπος, και το καθήκον αυτό οφείλετε να το θυμηθείτε και να το εκπληρώσετε. Μη νομίσετε πως έχω απελπιστεί, πως έχω και την παραμικρή έστω αμφιβολία για το θρίαμβο. Το επαναλαμβάνω με τη σφοδρότερη βεβαιότητα: η αλήθεια προχωρεί και τίποτε δε θα τη σταματήσει. Σήμερα μόλις αρχίζει η υπόθεση Ντρέιφους, γιατί μονάχα σήμερα αρχίζει να ξεκαθαρίζει η κατάσταση. Από τη μια μεριά, οι ένοχοι που δε θέλουν να απονεμηθεί η δικαιοσύνη. Από την άλλη μεριά, οι οπαδοί της δικαιοσύνης που θα δώσουν και τη ζωή τους για να την επιβάλλουν.
Αν θάψετε την αλήθεια κάτω από τη γη, μεγαλώνει εκεί μέσα και μαζεύει τέτοια εκρηκτική δύναμη, ώστε την ημέρα που ξεσπά, παρασύρει τα πάντα μπροστά της.
Θα δούνε λοιπόν, θα το δουν αναπόφευκτα ότι προπαρασκευάσανε την εκρηκτικότερη απ΄ όλες τις καταστροφές.
Αλλά η επιστολή αυτή παρατράβηξε, κύριε Πρόεδρε, και είναι καιρός να την τερματίσω.
Κατηγορώ...
Κατηγορώ...
...Διατυπώνοντας τις κατηγορίες αυτές, δεν αγνοώ ότι υπόκειμαι στις διατάξεις των άρθρων 30 και 31 του Νόμου περί Τύπου της 29 Ιουλίου 1881, που κολάζουν τα αδικήματα της δυσφήμισης. Εκθέτω οικειοθελώς τον εαυτό μου σ' αυτόν τον κίνδυνο. Όσο για τους ανθρώπους που κατηγορώ, δεν τους ξέρω, δεν τους είδα ποτέ, δεν έχω εναντίον τους ούτε μνησικακία ούτε μίσος.
Δεν είναι για μένα παρά αφηρημένες έννοιες, κακοποιά πνεύματα της κοινωνίας. Και η πράξη που εκτελώ εδώ δεν είναι παρά ένα επαναστατικό μέσον για να επισπεύσω την έκρηξη της αλήθειας και της δικαιοσύνης.
Δεν έχω παρά ένα πάθος, το πάθος του φωτός, εν ονόματι της ανθρωπότητας που τόσο υπέφερε και που έχει δικαίωμα στην ευτυχία. Η πυρακτωμένη διαμαρτυρία δεν είναι παρά η κραυγή της ψυχής μου. Ας τολμήσουν λοιπόν να με παραπέμψιυν στο κακουργιοδικείο και η διαδικασία να γίνει στα φανερά.
Περιμένω.
Ευαρεστηθείτε, κύριε Πρόεδρε, να δεχθείτε τη διαβεβαίωση του βαθύτατου θαυμασμού μου.
ΕΜΙΛ ΖΟΛΑ
από το Κατηγορώ,(13.01.1898), του Εμίλ Ζολά, εκδ. Γκοβόστη, μτφ. Γιάννης Κωνσταντίνου
από το Κατηγορώ,(13.01.1898), του Εμίλ Ζολά, εκδ. Γκοβόστη, μτφ. Γιάννης Κωνσταντίνου
Ο Émile Zola (Παρίσι, 2 Απριλίου 1840 - Παρίσι, 29 Σεπτεμβρίου 1902) ήταν Γάλλος συγγραφέας. Θεωρείται ο πατέρας αλλά και ο κυριότερος εκπρόσωπος του νατουραλισμού. Επιπλέον πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική και τάχθηκε υπέρ της απελευθέρωσης της κοινωνίας.
Žert
ΙΙΙ 3. [...] Σου έγραψε πως αναγνωρίζει τη δύναμη του οπτιμισμού; ρώτησαν συνέχεια. Μάλιστα, είπα. Και τι γνώμη έχεις εσύ για τον οπτιμισμό; Τι γνώμη θάπρεπε να έχω; ρώτησα. Θεωρείς τον εαυτό σου οπτιμιστή; Τον θεωρώ, είπα άτολμα. Μ' αρέσουν τ' αστεία, είμαι σχεδόν χαρούμενος χαρακτήρας, προσπάθησα ν' αλαφρύνω τον τόνο της εξέτασης. Χαρούμενος μπορεί νάναι κι ο μηδενιστής, είπε ο ένας τους, μπορεί λογου χάρη να περιγελά τους ανθρώπους που βασανίζονται. Χαρούμενος μπορεί νάναι κι ο κυνικός, συνέχισε. Νομίζεις πως είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σοσιαλισμός χωρίς την αισιοδοξία; ρώτησε ο άλλος. Όχι, είπα. Έτσι λοιπόν, εσύ δεν είσαι υπέρ της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον τόπο μας είπε ο τρίτος. Πώς έτσι; υπεράσπισα τον εαυτό μου. Επειδή η αισιοδοξία για σένα είναι το όπιο του ανθρώπινου είδους, μου επιτέθηκαν. Πώς έτσι όπιο του ανθρώπινου είδους; υπερασπιζόμουν συνέχεια. Μη μασάς τα λόγια σου, το έγραψες. Ο Μαρξ αποκάλεσε όπιο του ανθρώπινου γένους τη θρησκεία αλλά για σένα όπιο είναι η αισιοδοξία μας! Το έγραψες στη Μαρκέτα. Θα ήμουν περίεργος ν' ακούσω τι θάλεγαν οι εργάτες μας κι ανάμεσά τους οι πρωτοπόροι, που υπερκαλύπτουν τα πλάνα σαν μάθαιναν πως η αισιοδοξία τους είναι όπιο, συνέχισε αμέσως ο άλλος. Κι ο τρίτος συμπλήρωσε: Για τον τροτσκιστή η οικοδομητική αισιοδοξία είναι πάντα όπιο. Και συ είσαι τροτσκιστής. Προς θεού, πώς φανταστήκατε κάτι τέτοιο; αμύνθηκα. Το έγραψες, ή δεν το έγραψες; Ίσως κάτι τέτοιο στ' αστεία να έγραψα, πέρασαν δυο μήνες, δε θυμάμαι καλά. Μπορούμε να στο θυμίσουμε, είπαν και μου διάβασαν την κάρτα μου: Η αισιοδοξία είναι το όπιο του ανθρώπινου είδους. Το υγιές πνεύμα μυρίζει ανοησίες! Ζήτω ο Τρότσκυ! Λούτβιχ. Οι φράσεις στον μικρό χώρο του πολιτικού γραφείου αντήχησαν τόσο φοβερά που εκείνη τη στιγμή τις φοβήθηκα κι αιστάνθηκα πως έχουν τέτοια καταστρεπτική δύναμη που δεν θα μπορέσω να την αντέξω. Σύντροφοι, αυτό ήταν μονάχα στ' αστεία, είπα κι αιστανόμουν πως κανένας δεν με πίστευε. Μοιάζει αυτό γι' αστείο; ρώτησε ο ένας απ' τους συντρόφους τους άλλους δυο, και κείνοι κούνησαν αρνητικά το κεφάλι τους. Έπρεπε να γνωρίζατε τη Μαρκέτα! είπα. Εμείς την ξέρουμε, μ' απάντησαν. Λοιπόν το βλέπετε, συνέχισα, η Μαρκέτα τα παίρνει όλα στα σοβαρά γι' αυτό μαζί της αστειευόμασταν και προσπαθούσαμε να τη σοκάρουμε. Αυτό είναι ενδιαφέρον, είπε ο ένας από τους συντρόφους, δεν διαπιστώσαμε από τα επόμενά σου γράμματα πως η Μαρκέτα δεν το παίρνει το πράγμα στα σοβαρά. Μήπως διαβάσατε όλα τα γράμματά μου προς τη Μαρκέτα; Λοιπόν έτσι, επειδή η Μαρκέτα τα παίρνει όλα στα σοβαρά, πήρε το λόγο άλλος, εσύ μαζί της κάνεις αστεία. Αλλά πες μας, τι είναι αυτό που παίρνει στα σοβαρά; Είναι λογου χάρη κόμμα, αισιοδοξία, πειθαρχία, έτσι; Κι όλα αυτά, ό,τι εκείνη παίρνει στα σοβαρά είναι για σένα γελοία. Σύντροφοι, καταλάβετε, έλεγα, ακόμα ούτε θυμάμαι πως το έγραψα, το έγραψα στο γόνατο, δυο τρεις φράσεις μόνο και μόνο για ν' αστειευτώ, ούτε που σκεφτόμουν καλά καλά τι γράφω, αν σκεφτόμουν τίποτα κακό ασφαλώς δεν θα το έστελνα στην κομματική σχολή! Το ίδιο κάνει πώς το έγραψες. Το έγραψες βιαστικά ή με την ησυχία σου, στο γόνατο ή στο τραπέζι, μπόρεσες να γράψεις αυτό μόνο που έχεις μέσα σου. Τίποτα άλλο δεν μπορούσες να γράψεις. Ίσως αν το σκεφτόσουν περισσότερο να μην το έγραφες. Αλλά έτσι το έγραψες χωρίς προσποίηση. Ξέρουμε τουλάχιστο τώρα ποιος είσαι. Ξέρουμε ακόμα πως έχεις δυο πρόσωπα, ένα για το κόμμα και το δεύτερο για τους άλλους. Αισθανόμουν πως η υπεράσπισή μου γκρεμιζόταν με αποτελεσματικά επιχειρήματα. Επανέλαβα μερικές φορές ακόμα τα ίδια: πως ήταν ένα αστείο, πως ήταν μόνο λέξεις χωρίς σημασία, πως απλώς ήταν μια διάθεση και τα τοιαύτα. Τα απόρριψαν όλα. Είπαν πως έγραψα τις φράσεις μου σε ανοιχτή κάρτα, πως οποιοσδήποτε μπορούσε να τις διαβάσει, πως οι λέξεις αυτές είχαν αντικειμενική σημασία και πως εκεί δεν ήταν γραμμένη καμιά επεξήγηση για τη διάθεσή μου. Έπειτα με ρώτησαν τι και τι διάβασα από τον Τρότσκυ. Τους είπα, πως τίποτα. Με ρώτησαν ποιος με δάνεισε αυτά τα βιβλία. Τους είπα, πως κανένας. Με ρώτησαν με ποιους τροτσκιστές σύχναζα. Τους είπα, με κανέναν. Μου είπαν πως απ' αυτή τη στιγμή μου αφαιρούν την ισχύ της λειτουργίας μου στην Ένωση φοιτητών και με κάλεσαν να επιστρέψω το κλειδί του γραφείου. Το έιχα στην τσέπη μου και τους το έδωσα. Μετά μου είπαν πως την κομματική μου περίπτωση θα την λύσει η οργάνωσή μου στη φυσικομαθηματική σχολή. Σηκώθηκαν και κοιτούσαν αλλού. Είπα «τιμή στη δουλειά» κι έφυγα.[...]
4. [...] Αλλά αισθανόμουν στην πραγματικότητα αθώος; Είναι αλήθεια, πως συνεχώς επιβεβαίωνα το γελοίο αυτού του σκανδάλου, αλλά συνάμα (κι αυτό σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, μου φαίνεται περισσότερο οδυνηρό) άρχισα να βλέπω τις τρεις φράσεις της κάρτας μου με τα μάτια εκείνων που με ανέκριναν· να τις βλέπω με φρίκη και τρόμαζα πως κάτω από τα αριστοτεχνικά αστεία μου αποκαλύπτεται ίσως κάτι στ' αλήθεια σοβαρό: ότι ποτέ δεν ενώθηκα με το σώμα του κόμματος, ότι ποτέ δεν υπήρξα πραγματικός προλεταριακός επαναστάτης, αντίθετα πως είμαι ένας απλός οπαδός του «εμπρός με τους επαναστάτες» (νιώθαμε δηλαδή την προλεταριακή επαναστατικότητα, για να το πω έτσι, όχι σαν θέμα ε κ λ ο γ ή ς, αλλά σαν θέμα ο υ σ ί α ς· επαναστάτης κανείς ή είναι και μετά ενώνεται με το κίνημα σ' ένα κολλεκτιβικό σώμα, σκέφτεται με το κεφάλι αυτού του σώματος κι αισθάνεται με την καρδιά του, ή δεν είναι και μετά δεν του μένει άλλο παρά μόνο ν α θ έ λ ε ι να γίνει. Αλλά έτσι είναι ένοχος για κάτι που δεν είναι: είναι ένοχος για την ανεξαρτησία του, για τη μη συγχώνευσή του).
Όταν θυμάμαι σήμερα την τότε κατάστασή μου, έρχεται στο νου μου σε αναλογία, η αδιάκοπη δύναμη του χριστιανισμού, που υποβάλλει στον πιστό την βασική και αιώνιά του αμαρτία· και γω στάθηκα (όλοι έτσι σταθήκαμε) μπροστά στην επανάσταση και στο κόμμα της με το κεφάλι συνέχεια κατεβασμένο, έτσι που σιγά σιγά συμφιλιώθηκα με την ιδέα, πως οι φράσεις μου όσο και να είχαν γραφτεί με το πνεύμα ενός αστείου, δεν είναι λιγότερο ένοχες, κι άρχισε μέσα μου ένας αγώνας αυτοκριτικής: έλεγα, πως οι φράσεις δεν μου κατέβηκαν έτσι χωρίς αιτία, στην τύχη, πως από παλιά ακόμα οι σύντροφοι (και δικαίως) μου καταλόγιζαν «κατάλοιπα ατομικισμού» και «διανοουμενισμό», και πως ο πατέρας μου που ήταν εργάτης και πέθανε στον πόλεμο σ' ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, θα καταλάβαινε πολύ καλά τον κυνισμό μου· κατηγορούσα τον εαυτό μου για το κάθε τι και συμφιλιώθηκα ακόμα και με την ανάγκη κάποιας τιμωρίας· μια τιμωρία μόνο δεν μπορούσα ν' αντέξω: να διαγραφώ από το κόμμα και να χαρκτηριστώ σαν ε χ θ ρ ό ς του· να ζω σαν σημαδεμένος εχθρός αυτού, που διάλεξα από νεαρό αγόρι ακόμα και του δόθηκα, μου φαινόταν απελπιστικό.
Μια τέτοια αυτοκριτική που ήταν συνάμα και λυπηρή μου υπεράσπιση, την ανακοίνωσα εκατό φορές ίσως στον εαυτό μου, το λιγότερο δέκα φορές σε διάφορες επιτροπές και στο τέλος και στη συνέλευση της σχολής μας, όπου ο Ζέμανεκ, ειδικά για την περίπτωσή μου, διάβασε εισαγωγική έκθεση (επιβλητική, λαμπρή, αξέχαστη) και πρότεινε εν ονόματι της επιτροπής να διαγραφώ από το κόμμα. Η συζήτηση που επακολούθησε κατέληξε κι αυτή εις βάρος μου· κανείς δεν σηκώθηκε να με υπερασπιστεί και στο τέλος όλοι (ήταν εκεί περίπου εκατό κι ανάμεσά τους οι καθηγητές μου και οι πιο κοντινοί μου συνάδελφοι), μάλιστα όλοι ως τον τελευταίο, σήκωσαν το χέρι για να επικυρώσουν όχι μόνο τη διαγραφή μου απ' το κόμμα, αλλά (κι αυτό δεν το περίμενα καθόλου) και την αποβολή μου απ' το πανεπιστήμιο για πάντα.[...]
από το βιβλίο του Μίλαν Κούντερα, Το Αστείο, (1967), εκδ. Κάλβος, μτφ. από τα τσέχικα Ανδρέα Τσάκαλη
Η επίσημη βιογραφία του Κούντερα (1.04.29) για τις γαλλικές εκδόσεις:«Milan Kundera est né en Tchécoslovaquie. En 1975, il s'installe en France»
Η Ευρώπη μετά τη βροχή (1940-1942)
[...] Η θέση του Έρνστ ήταν δύσκολη. Persona non grata στη Γερμανία, είχε ζήσει για χρόνια στη Γαλλία, αλλά ποτέ δεν απέκτησε γαλλική υπηκοότητα, όπως τον είχαν συμβουλέψει· με την έναρξη του πολέμου θεωρήθηκε σύμμαχος του εχθρού και έτσι τέθηκε υπό περιορισμό σε στρατόπεδο.Το 1938 είχε μετακομίσει, μαζί με τη Λεονόρα Κάρρινγκτον, από το Παρίσι στον γαλλικό Νότο και αγόρασε μια ετοιμόρροπη αγροικία στο Σαιν-Μαρτέ-ντ' Αρντές, ένα χωριό περίπου πενήντα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αβινιόν. Σχετικά φτωχοί -μοναδικοί του προστάτες ήταν ο Πωλ Ελυάρ και Ζοέ Μπουσκέ-, άρχισαν να ανακαινίζουν το μέρος και ο Μαξ το διακόσμησε με υπέροχα τσιμεντένια γλυπτά. [...].
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, ο Μαξ αρχικά φυλακίστηκε στη Λαρζεντιέρ και κατόπιν μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων της Λε Μιλ, κοντά στην Αιξ-αν-Προβάνς, όπου μοιραζόταν ένα δωμάτιο σαν κελί με τον συμπατριώτη του ζωγράφο Χανς Μπέλμερ. Το στρατόπεδο της Λε Μιλ ήταν προηγουμένως εργοστάσιο τούβλων και ο Μπέλμερ φιλοτέχνησε το πορτρέτο του Μαξ εκεί, ζωγραφίζοντας το πρόσωπο πάνω σε τούβλα. Οι δυο άντρες ζωγράφιζαν διαρκώς, ώστε να μη σκέφτονται την πείνα τους. Στη Λαρζεντιέρ ο Μαξ είχε φτιάξει έναν πίνακα του τοπίου κατόπιν αιτήματος του διοικητή, αλλά ο Γάλλος προσβλήθηκε επειδή το έργο δεν ήταν καθόλου κολακευτικό. Ευτυχώς ο Μαξ είχε πολλούς πιστούς Γάλλους φίλους με επιρροή, που με τη βοήθεια της Λεονόρας κατάφεραν να πετύχουν την απελευθέρωσή του έως τα Χριστούγεννα. Επέστρεψε στο Σαιν-Μαρτέν και μια ολοένα πιο έξαλλη Λεονόρα, μα η ελευθερία του υπήρξε βραχύβια. Την άνοιξη ασκήθηκε εναντίον του δίωξη και φυλακίστηκε ξανά -η αρχή μιας σειράς τρομακτικών επεισοδίων, από τα οποία ξεχωρίζει η απειλή να μεταφερθεί στη γαλλική Βόρεια Αφρική για να δουλέψει στη σιδηροδρομική γραμμή της Σαχάρας. Ο Μαξ απέδρασε, συνελήφθη ξανά και απέδρασε εκ νέου. Γύρισε στο Σαιν-Μαρτέν, για να διαπιστώσει με φρίκη ότι κατά την απουσία του η Λεονόρα είχε πάθει νευρικό κλονισμό, είχε πειστεί από έναν ντόπιο επιχειρηματία να του πουλήσει το σπίτι τους (οι χωρικοί αντιμετώπιζαν με καχυποψία και δυσπιστία το ζεύγος των ξένων καλλιτεχνών) για ένα μπουκάλι μπράντι και είχε εξαφανιστεί. Εκείνη τη θλιβερή περίοδο ξεκίνησε έναν από τους σπουδαιότερους πίνακές του, την Ευρώπη μετά τη βροχή 2. Μια μέρα πριν φύγει από το χωριό, έφτασε ο ταχυδρόμος της περιοχής με μια σειρά ημερολόγια για το νέο έτος. Ο Μαξ διάλεξε ένα τοπίο, ενώ ο ταχυδρόμος τον ικέτευε να αγοράσει ένα με την προσωπογραφία του μαρεσάλ Πεταίν - «κανείς δεν τον θέλει».[...]
από Peggy Guggenheim εθισμένη στην τέχνη του Anton Gill, εκδ. Νεφέλη, μτφ.Σπύρος Τσούγκος.
Ο Max Ernst, 2 Απριλίου 1891 - 1 Απριλίου 1976, ήταν Γερμανός ζωγράφος και γλύπτης και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του κινήματος του υπερρεαλισμού και του ντανταϊσμού.
Ο Serge Gainsbourg ή Lucien Ginsburg( 2.04.28-2.03.91), ήταν τραγουδιστής, συνθέτης, ηθοποιός, σκηνοθέτης. Το Bonnie and Clyde από το άλμπουμ του Initials B.B. (1968), βασίζεται σ'ένα ποίημα της ίδιας της Bonnie Parker, που αφηγείται την ιστορία των δυο ληστών. Ο Gainsburg τραγουδά με την Brigitte Bardot.
"Trial Before Pilate (Including the Thirty-Nine Lashes)" από το Jesus Christ Superstar, ταινία του 1973, σκηνοθετημένη από τον Norman Jewison και βασισμένη στην ομώνυμη ροκ όπερα των Τim Rice και Andrew Lloyd Webber. O Tedd Neely στον ρόλο του Ιησού και ο Barry Dennen (του οποίου ιδέα υπήρξε η μεταφορά της όπερας στον κινηματογράφο) ως Ιούδας.
στοιχεία και εικόνες από την Wikipedia και Βικιπαίδεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου