Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2010

Στο τάγμα της Μνήμης υπηρετώντας ...*

ΑΠΟ ΤΟ BLOG ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ
*
Σ΄είδα απ΄τ΄αμπέλια ν΄ανεβαίνεις
τα κλήματα περίπαθα μπλεγμένα στις ακτίνες σου
σ΄είδα από τα νερά τα κύματα να σε φθονούνε,
από της φυλακής το παραθύρι σου φώναξα το χαίρε,
από τους ώμους του έρωτα κι ανάμεσα από τα φιλιά, πάνω από τους καπνούς της μάχης.

Στ΄αλήθεια ευτύχησα γιατί δεν έγινα
δούλος κι αφέντης κανενός,
σ΄απόκτησα ξέροντας πως ανήκεις
σ΄όλα τα μάτια που σε βλέπουν.

("Σ΄ ΑΠΟΧΤΗΣΑ", από την ποιητική συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978)


ΑΥΓΗ  - ΕΝΘΕΜΑΤΑ -  ΕΝΤΟΣ ΦΥΛΟΥ  Ημερομηνία δημοσίευσης: 21/01/2010

Τα κείμενα για τις εξόριστες είναι μικρά αποσπάσματα από το βιβλίο «Στρατόπεδα Γυναικών», εκδόσεις Αλφειός. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει τα «θαμμένα τετράδια», όπως ονομάστηκαν, κρυμμένα στις κουφάλες των δέντρων στο Τρίκερι και είναι τα βιώματα των γυναικών στους τόπους εξορίας: Χίο, Τρίκερι, Μακρόνησο και πάλι Τρίκερι. Είναι ένα υλικό που περιέσωσε η Ρόζα Ιμβριώτη και εξέδωσε η Βικτώρια Θεοδώρου.


Επιμέλεια: Λίτσα Δουδούμη, Τασούλα Βερβενιώτη


ΧΙΟΣ:
Στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης
«Απαγορεύονται όλα. Καμία κίνηση πια στο στρατόπεδο. Κανένας παλμός ζωής. Μήτε τραγούδια μήτε χοροί μήτε γέλια. Απαγορεύονται ακόμη και οι παρέες, οι ζωηρές κουβέντες, το διάβασμα. «Εδώ δεν είναι ταβέρνα, είναι στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβίωσης» φώναζε ο Δήμου. Και η πίεση όλο και μεγάλωνε. Λιγόστεψαν ακόμα περισσότερο το νερό, το συσσίτιο, τις ώρες εξόδου. Έσφιγγαν τον αποκλεισμό μας απ' τον έξω κόσμο, μας έκοβαν την αλληλογραφία, έκαναν τη ζωή μας πιο μαρτυρική. Στις διαμαρτυρίες μας απαντούσαν: «Κάνετε δήλωση να πάτε σπίτια σας, να ησυχάσετε κι εσείς κι εμείς. Δήλωση. Σε κάθε βήμα σκοντάφταμε σ' αυτή τη λέξη. Δήλωση ζητούσε ο Στενός, γιατρός του στρατοπέδου, απʼ τις άρρωστες που βαριά κείτονταν στο στρώμα. Δήλωση ζητούσε ο Ζέρβας από μια μικρομάνα, που το παιδί της πέθαινε, για να επιτρέψει την μεταφορά του στο νοσοκομείο. Δήλωση ζητούσαν απʼ τις χαροκαμένες ανταρτομάνες. Δήλωση απ' τις μικρομάνες, όταν άρπαξαν τα παιδιά τους να τα κλείσουν στο ορφανοτροφείο. Μα τα δικά μας αυτιά ήταν κλειστά. «Δεν αποκηρύχτω το παιδί μου εγώ» είπε μια μάνα με αγανάκτηση. Και μια πολύ γριούλα, ογδόντα χρονών και πάνω, απαντάει χαρακτηριστικά: «Δεν ξέρω 'γω απ' τα πολιτικά γιε μ', μα δούλωση δεν κάνω».

ΤΡΙΚΕΡΙ:
Ζωή στους βράχους

Όταν καταλάγιασε κάπως η ταραχή της μεταφοράς μας στο Τρίκερι και βάλαμε τα θεμέλια για μια καινούργια ζωή, ζητήσαμε αυθόρμητα νʼ ασχοληθούμε με τη μόρφωση, όπως μπορούσαμε. Στο κάτω στρατόπεδο είχαμε διακόσιες τριάντα αναλφάβητες γυναίκες και τριακόσιες ογδόντα αγράμματες, που ήξεραν δηλαδή να γράφουν μονάχα τ' όνομά τους. Άρχισαν από το αλφαβητάριο -που ήταν και μοναδικό σε κάθε λόχο- αντιγράφοντάς το, προσπαθώντας με πολύ κόπο να μάθουν γράμματα. Συνήθιζαν να γράφουν στην άμμο και στο χώμα, γιατί δεν υπήρχαν χαρτιά και μολύβια, με ενθουσιασμό και επιμονή. Οι μαθήτριες στις μεσαίες και τελευταίες τάξεις δημοτικού έφταναν τις τετρακόσιες εβδομήντα, που και αυτές τις είχαν αναλάβει οι δασκάλες στα κυριότερα μαθήματα. Ελληνικά, σύνθεση στη δημοτική γλώσσα, μαθηματικά, γεωγραφία, ιστορία και φυσική. Οι καθηγήτριες απασχολιόνταν με τις ογδόντα μαθήτριες του γυμνασίου και τους δίδασκαν αρχαία και νέα ελληνικά, μαθηματικά, φυσικά, ιστορία κ.λπ. Είχαν ακόμα και δεκαπέντε κοπέλες που προετοιμάζονταν για ανώτερη σχολή. Έτσι δασκάλες και καθηγήτριες δούλευαν αδιάκοπα δεκαοχτώ με είκοσι ώρες τη βδομάδα και ήταν όλες μαζί πενήντα δύο. Η προσπάθειά μας για τη μόρφωση ήταν καθολική και δεν γνώριζε εμπόδια. Στα χωράφια, στους βράχους, μέσα στ' αντίσκηνα και πέρα στα πηγάδια ακόμα, περιμένοντας το νερό, παντού όπου υπήρχε τόπος παράμερος έβλεπες την ομάδα με τις μαθήτριες και τη δασκάλα. Εκεί που έκαναν πως έπλεκαν ή έραβαν κρατούσαν το βιβλίο κι άκουγαν τα μαθήματα με προσοχή και φόβο. Καθημερινά στους λόχους εξακόσιες τόσες γυναίκες απασχολιόνταν με τα μαθήματα.

ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ:
Ισότιμη μεταχείριση στο «Νέο Παρθενώνα»
«Ποιόνε ν' αποκηρύξω μωρέ; Το αίμα του αδερφού μου; Δεν αποκηρύσσω τίποτα! Σκευοφύλακα με λένε. Ναι. Δεκαεφτά χρονών. Τι θέλετε από μένα φασίστες; Χτυπάτε, χτυπάτε! Σκυλιά, φασίστες, χτυπάτε, χτυπάτε!» Σε λίγα λεπτά δύο αλφαμίτες μας την έφεραν οριζόντια μέσα στη σκηνή τη δεκαεφτάχρονη Βαγγελίτσα. Τα μάτια της ήταν γουρλωμένα και γυάλιζαν. Τα δόντια της σφιγμένα. Το κορμί της μελανό. Οι αλφαμίτες φοβισμένοι την απόθεσαν στη γη. Πλησιάσαμε κοντά της. Της μιλήσαμε. Δεν μας γνώριζε. Το βλέμμα της ήταν απλανές. Το κορμί της τιναζόταν από δυνατούς σπασμούς. Τρομάξαμε. Αρχίσαμε να της κάνουμε εντριβές στα χέρια. Η Βαγγελιώ φώναζε: «Τι χτυπάς βρε Κατσιμίχα; Σου το είπα μωρέ! Το αίμα του αδερφού μου δεν τ' αποκηρύσσω». Προσπαθήσαμε να την καθησυχάσουμε: «Βαγγελίτσα, είσαι εδώ στη σκηνή, μαζί μας. Εμείς είμαστε, κοίταξέ μας!» Δεν καταλάβαινε τι της λέγαμε. Γιατί η Βαγγελιώ είχε χάσει πια το λογικό της. ...Μας οδήγησαν στις σκηνές. Κάθε σαράντα γυναίκες απομονώθηκαν σε χωριστή σκηνή. Καθίσαμε χάμου στην παγωμένη γη κοντά κοντά. Ήμασταν σε υπερένταση. Κρατούσαμε σε αυστηρή επιφυλακή όλες μας τις δυνάμεις. Νιώθαμε τα νεύρα μας τεντωμένα. Έξω οι αλφαμίτες μούγκριζαν: 'Βουλγάρες, θα πεθάνετε'. Σε λίγα λεπτά άρχισαν οι επιδρομές. Οι αλφαμίτες ορμούσαν με βούρδουλες και χοντρά ρόπαλα στις σκηνές. «Σήκω απάνω 'συ! Λέγε, θα κάνεις δήλωση;» «Όχι!» Ο βούρδουλας σηκωνόταν ψηλά, σφύριζε στον αέρα κι έπεφτε αλύπητα πάνω στο θύμα. Δέκα βουρδουλιές, είκοσι, τριάντα, πενήντα. «Υπογράφεις τώρα; Λέγε!». «Όχι» απαντούσε με όση δύναμη έβρισκε το θύμα. Ο βασανιστής άφριζε απ' τη λύσσα του. Άρχιζε τις κλωτσιές με τ' άρβυλα και τις γροθιές στο στήθος. Χάμου στη γη ανάμεσά μας, μπροστά στα πόδια μας σπαρταρούσε ένα ματωμένο σώμα. Έξω ακούγονταν ποδοβολητά κανιβάλων, ουρλιαχτά και μουγκρίσματα. Οι γυναίκες φώναζαν και τσίριζαν από τους πόνους. Κλάματα, ουρλιαχτά, γοερές επικλήσεις, κραυγές πόνου, όλοι οι φοβεροί ήχοι της κόλασης μπλέκονταν μαζί σ' ένα φρικτό συνταίριασμα που σάλευε τα λογικά. "Δεν θα γλιτώσει καμιά. Εδώ θα μείνετε ώσπου να υπογράψετε. Νηστικές, άυπνες, χωρίς νερό χωρίς κουβέρτες. Θα σας τσακίσουμε τα πλευρά. Μη νομίζετε ότι θ' αντέξετε ώς το τέλος". Σφιγγόμασταν κοντά κοντά και δεν μιλούσαμε. Συγκεντρώναμε τις δυνάμεις μας σε μια υπέρτατη προσπάθεια να μη χάσουμε το λογικό μας σε τούτες τις κρίσιμες ώρες. Μη βρεθούμε αδύναμες κάποια μικρή στιγμούλα και λυγίσουμε. "Υπομονή!" ψιθυρίζουμε σαν μείναμε μόνες. "Θα περάσει κι αυτή η μπόρα, υπομονή!"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου