Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

"Jack the Dripper"

      Paul Jackson Pollock
      ( 28 Ιανουαρίου 1912 – 11 Αυγούστου 1956)      


Jackson Pollock 51, 1951 (απόσπασμα) Hans Namuth and Paul Falkenberg (σκηνοθεσία)
“ My painting does not come from the easel. I prefer to tack the unstretched canvas to the hard wall or the floor. I need the resistance of a hard surface. On the floor I am more at ease. I feel nearer, more part of the painting, since this way I can walk around it, work from the four sides and literally be in the painting. ”



[...] Πρόδρομοι του Πόλλοκ- το περίφημο παρωνύμιο του οποίου "Jack the Dripper" ερχόταν σε αντίθεση με τις σοβαρές προθέσεις του έργου του- στον πειραματισμό με τις αυτοματικές και απρογραμμάτιστες τεχνικές ήταν ο Τζερόμ Καμρόφσκι, ο [Ρόμπερτ] Μάδεργουελ , ακόμη και ο [Μαξ] Έρνστ, ο Πόλλοκ όμως ήταν ο πρώτος που τις οδήγησε σε τόσο ακραίο σημείο. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη το 1930 σε ηλικία δεκαοχτώ χρονών, δύστροπος, βίαιος και αβέβαιος για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, προερχόμενος από το αγροτικό Γουαϊόμινγκ, ο Πόλλοκ αρχικά δεν προσαρμόστηκε εύκολα στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της πόλης· πίστευε όμως, αν και το έκρυβε καλά, στο ταλέντο του και ανταμείφθηκε γι' αυτό. Κατέληξε να πρωσοποποιήσει την καινούργια φωνή της Αμερικής, κάτι που οι διαφημιστές δεν άργησαν να το εκμεταλλευτούν, παρότι πνευματικός πατέρας τού Πόλλοκ ήταν ο Πικάσσο. Το αγροτόπαιδο με τον απείθαρχο χαρακτήρα, ο ανεξάρτητος σκληρός άντρας, ο γερός πότης: αυτή ήταν η εικόνα -μακριά από την πραγματικότητα- που άρεσε. Απλώς προηγήθηκε από τους Αμερικανούς ήρωες της παράδοσης που εισήγαγαν ο Τζέιμς Ντιν, ο Τζακ Κέρουακ και ο Έλβις Πρίσλεϋ.
Η έκθεση του "Εαρινού Σαλονιού" περιελάμβανε έργα του [Γουίλλιαμ] Μπαζιότις, του Μάδεργουελ, και του Πόλλοκ, καθώς και των Βιρτζίνια Άντμιραλ, Πήτερ Μπούσα, [Ρόμπερτ] Μάττα και Έντα Στερν, κυρίως όμως ο Πόλλοκ -συμμετείχε με τη Στενογραφική φιγούρα του 1942- αναστάτωσε την επιτροπή διαλογής. Το ότι το έργο του συμπεριελήφθη στα εκθέματα οφείλεται στον [Πιτ] Μόντριαν. Έφτασε πρώτος από τα μέλη της επιτροπής και στάθηκε πολλή ώρα μπροστά στο έργο του Πόλλοκ, ενώ η Πέγκυ [Γκούγκενχαϊμ] ήταν έτοιμη να το απορρίψει. Ο ενθουσιασμός του για το έργο αρχικά την εξέπληξε, κατόπιν της κίνησε το ενδιαφέρον και τελικά, αναπόφευκτα, εξαιτίας του θαυμασμού της για τον Μόντριαν, υποχώρησε. [...].
Οι αντιδράσεις του Τύπου για το "Εαρινό Σαλόνι" υπήρξαν θετικές, αν όχι εκστατικές. Ο Ρόμπερτ Κόουτς έγρψε στο New Yorker: "Παρά την αμυδρή εντύπωση ότι τα έργα αναρτήθηκαν τυχαία και τα πολλά περιττά στοιχεία στους πίνακες, η νέα έκθεση στην "Τέχνη του Αιώνα" αξίζει την προσοχή σας [...] στον Τζάκσον Πόλλοκ[...] έχουμε μια αληθινή αποκάλυψη". Ο Κλήμεντ Γκρίνμπεργκ έγραψε στο The Nation: "Πρόκειται για καλή [έκθεση] και επιτέλους το μέλλον φανερώνει μια αχτίδα ελπίδας [...] υπάρχει ένας μεγάλος πίνακας του Τζάκσον Πόλλοκ που, απ' ότι μου είπαν, ενθουσίασε την κριτική επιτροπή".
Μετά την έκθεση, σχεδόν σίγουρα με παρότρυνση του Πάτζελ, η Πέγκυ (που προτιμούσε τη δουλειά του Μπαζιότις), όχι μόνο συμφώνησε να οργανώσει μια ατομική έκθεση του Πόλλοκ, αλλά του προσέφερε και συμβόλαιο ενός έτους· επρόκειτο για ασυνήθιστη κίνηση εκείνη την εποχή, αν και όχι πρωτόγνωρη· άλλωστε το ρίσκο για την Πέγκυ δεν ήταν μεγάλο: δεσμεύτηκε να του δίνει 150 δολάρια μηνιαίως, ουσιαστικά με αντάλλαγμα ολόκληρη την παραγωγή του εκείνης της περιόδου, δεδομένου ότι οι πωλήσεις του ελάχιστες πιθανότητες είχαν να υπερβούν σε αξία το επίδομα ενός έτους· η γκαλερί θα έπρεπε να πουλήσει πίνακες αξίας 1800 δολαρίων, συν ένα τρίτο προμήθεια επί του ποσού των 900 δολαρίων, ώστε να μην υπάρξουν ζημίες. Τυχόν έλλειμμα θα καλυπτόταν με πίνακες. Ωστόσο, το συμβόλαιο έδωσε στον Πόλλοκ τη δυνατότητα να παρατήσει την κακοπληρωμένη δουλειά τού υπαλλήλου στο Μουσείο Μη Αντικειμενικής Ζωγραφικής που είχε βρει για να συντηρείται· τώρα θα είχε μεγαλύτερη ελευθερία να ζωγραφίζει. [...]
Ο Μπαζιότις είχε πουλήσει τους δύο πίνακές του στο "Εαρινό Σαλόνι" αντί 150 δολαρίων τον καθένα. Ο Πόλλοκ δεν τους είχε πουλήσει. Η προσφορά των 150 δολαρίων τον μήνα από την Πέγκυ δεν κάλυπτε τις ανάγκες των Πόλλοκ· η Πέγκυ δεν συμπαθούσε τη Λι Κράσνερ, σύζυγο του Πόλλοκ, και τα αισθήματα ήταν αμοιβαία· η Λι όμως, που ουσιαστικά είχε εγκαταλείψει την καριέρα της για να βοηθήσει τη σταδιοδρομία του άντρα της (οι βιογράφοι του τονίζουν ότι δεν ερωτέυτηκε τον ίδιο, αλλά την τέχνη του), πάντοτε αναγνώριζε τη σημασία της βοήθειας που τους παρείχε η Πέγκυ. Η Πέγκυ δίνει για τον εαυτό της την εικόνα τής εμπόρου και χορηγού που θυσιάζεται, που πουλάει έναν πολυαγαπημένο πίνακα του Ντελονέ για να συντηρήσει τον "Πόλλοκ και την γκαλερί" και παραπονιέται ότι ποτέ δεν πούλησε κάποιο έργο του Πόλλοκ πάνω από 1000 δολάρια. Χάρισε πολλά, ορισμένες φορές για φορολογικούς λόγους· την ενοχλούσε όμως το ότι η Λι, που είχε αγκιστρωθεί στους πίνακες του Πόλλοκ για μεγάλο διάστημα μετά τον πρόωρο θάνατό του, είδε την αξία τού καθενός από αυτούς να αυξάνεται σε εκατομμύρια δολάρια. Η πικρία της Πέγκυ την οδήγησε αργότερα να μηνύσει, ανεπιτυχώς, τη Λι γαι τους πίνακες του Πόλλοκ που είχε στην κατοχή της, η ίδια όμως πίστευε πως της ανήκαν δικαιωματικά, βάσει συμβολαίου. Ο Πόλλοκ που ήταν σαράντα τεσσάρων χρονών όταν σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημσ, το 1956, στο τέρμα μιας μακράς πορείας αλκοολισμού και αυτοαμφισβήτησης, δεν πρέπει να φαντάστηκε ποτέ ότι θα γινόταν τόσο διάσημος μετά θάνατον. [...]

από το βιβλίο (Μέρος Γ', Κεφ 18) του Anton Gill : Peggy Guggenheim Εθισμένη στην Τέχνη (Μτφ. Σπύρος Τσούγκος) Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
το βίντεο από http://www.youtube.com/user/facs1900b

η φωτογραφία του πίνακα του Πόλλοκ Νο 5 του 1948 από την Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου