Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

"The demand that I make of my reader is that he should devote his whole Life to reading my works".*

* "He smiled as he said that — smiled, and then repeated it."
[James Joyce (1959) by Richard Ellmann]
   James Augustine Aloysius Joyce   
(2. 2. 1882 – 13. 1. 1941)



[...] αχ ναι τους ξέρω καλά ποιος ήταν ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που το έφτιαξε όλο αυτό ποιος αχ αυτό δεν το ξέρουν ούτε κι εγώ έτσι λοιπόν ας δοκιμάσουν να σταματήσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε την ημέρα που ήμαστε ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο Χάουθ με το κεφάλι στο γκρίζο μάλλινο κουστούμι τουκαι το ψάθινο καπέλο του την ημέρα που τον έσπρωξα να με ζητήσει σε γάμο ναι πρώτα του έδωσα το κομμάτι από το κέικ με ηλιόσπορους μέσα από το στόμα μου και ήταν δίσεχτος χρόνος όπως τώρα ναι δεκαέξι χρόνια Θεέ μου ύστερα από το μακρύ φιλί κόντεψα να χάσω την αναπνοή μου ναι είπε πως ήμουν ένα άνθος των βουνών ναι έτσι ήμαστε όλες άνθη το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στη ζωή του κι ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι'αυτό τον συμπάθησα γιατί είδα ότι καταλάβαινε και αισθανόταν τι είναι η γυναίκα κι ήξερα πως θα μπορούσα πάντα να τον καταφέρω και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα φέρνοντάς τον στα νερά μου μέχρι που μου ζήτησε να πω ναι και στην αρχή δεν απάντησα μόνο κοίταξα πέρα πάνω από τη θάλασσα και τον ουρανό σκεφτόμουνα τόσα πολλά πράγματα που εκείνος δεν ήξερε για τον Μάλβεϋ και τον κ Στάνχοπ και την Έστερ και τον πατέρα και το γέρο λοχαγό Γκρόβ και τους ναύτες που παίζανε πετάει πετάει το πουλί και τις καβάλλες και το πλύνε τα πιάτα όπως το λέγανε στο μώλο κι ο φρουρός μπροστά από το σπίτι του κυβερνήτη με το πράμα γύρω από το άσπρο του κράνος φτωχοδιάβολος να σιγοψήνεται στον ήλιο και τα σπανιόλικα κορίτσια να γελάνε μέσα στις μαντήλες τους και τα ψηλά τους χτένια και οι δημοπρασίες το πρωί οι Έλληνες και οι εβραίοι και οι Άραβες κι ο διάολος ξέρει από πού αλλού απ'όλα τα πέρατα της Ευρώπης κι η οδός Ντιούκ και η ορνιθαγορά κακαρίζοντας έξω από το Λάρμπυ Σάρονς και τα καημένα τα γαϊδούρια να γλιστράνε μισοκοιμισμένα και οι αινιγματικοί τύποι μέσα στις κελεμπίες τους να κοιμούνται στη σκιά πάνω στα σκαλοπάτια κι οι μεγάλοι τροχοί των βοϊδαμαξιών και το παλιό κάστρο χιλιάδες χρόνια γέρικο ναι κι αυτοί οι όμορφοι Μαυριτανοί όλοι ντυμένοι στα λευκά και τα τουρμπάνια τους σαν βασιλιάδες να σου ζητάνε να κάτσεις στα μικρά μαγαζιά τους και η Ρόντα με τα παλιά παράθυρα των ποσάντας μάτια που ρίχναν βλέμματα πίσω από τις σιδερένιες γρίλιες στον εραστή της για να φιλήσει το σίδερο κι οι ταβέρνες μισάνοιχτες τη νύχτα και οι καστανιέτες τη βραδιά που χάσαμε το καράβι στο Αλγκεσίρας ο φύλακας να κάνει τις βόλτες του ατάραχος με τη λάμπα του και Ω αυτός ο φοβερός χείμαρρος που κατεβαίνει Ω η θάλασσα η θάλασσα κατακόκκινη μερικές φορές σαν τη φωτιά και τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα και οι συκιές στους κήπους της Αλαμέδας ναι και όλα τα παράξενα δρομάκια και τα τριανταφυλλιά και τα γαλάζια και τα κίτρινα σπιτάκια και οι κήποι με τα τριαντάφυλλα και τα γιασεμιά και τα γεράνια και τους κάκτους και το Γιβραλτάρ ένα κορίτσι που ήμουνα τότε ένα Άνθος των βουνών ναι όταν έβαλα το τριαντάφυλλο στα μαλλιά μου όπως συνήθιζαν τα κορίτσια της Ανδαλουσίας ή θα φορέσω ένα κόκκινο ναι πώς με φίλησε κάτω από το Μαυρυτάνικο κάστρο και σκέφτηκα λοιπόν αυτός ή όποιος άλλος το ίδιο κάνει κι ύστερα τον κάρφωσα με τα μάτια για να μου κάνει πάλι την πρόταση ναι κι ύστερα μου ζήτησε αν θα ήθελα ναι να πω ναι το άνθος μου των βουνών και στην αρχή τον αγκάλιασα ναι και τον τράβηξα κάτω πάνω μου έτσι που μπορούσε να νιώσει τα στήθη μου όλο άρωμα ναι κι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει και είπα ναι θέλω Ναι.
Τεργέστη-Ζυρίχη-Παρίσι, 1914-1921


[...] ah yes I know them well who was the first person in the universe before there was anybody that made it all who ah that they dont know neither do I so there you are they might as well try to stop the sun from rising tomorrow the sun shines for you he said the day we were lying among the rhododendrons on Howth head in the grey tweed suit and his straw hat the day I got him to propose to me yes first I gave him the bit of seedcake out of my mouth and it was leapyear like now yes 16 years ago my God after that long kiss I near lost my breath yes he said I was a flower of the mountain yes so we are flowers all a womans body yes that was one true thing he said in his life and the sun shines for you today yes that was why I liked him because I saw he understood or felt what a woman is and I knew I could always get round him and I gave him all the pleasure I could leading him on till he asked me to say yes and I wouldnt answer first only looked out over the sea and the sky I was thinking of so many things he didnt know of Mulvey and Mr Stanhope and Hester and father and old captain Groves and the sailors playing all birds fly and I say stoop and washing up dishes they called it on the pier and the sentry in front of the governors house with the thing round his white helmet poor devil half roasted and the Spanish girls laughing in their shawls and their tall combs and the auctions in the morning the Greeks and the jews and the Arabs and the devil knows who else from all the ends of Europe and Duke street and the fowl market all clucking outside Larby Sharons and the poor donkeys slipping half asleep and the vague fellows in the cloaks asleep in the shade on the steps and the big wheels of the carts of the bulls and the old castle thousands of years old yes and those handsome Moors all in white and turbans like kings asking you to sit down in their little bit of a shop and Ronda with the old windows of the posadas glancing eyes a lattice hid for her lover to kiss the iron and the wineshops half open at night and the castanets and the night we missed the boat at Algeciras the watchman going about serene with his lamp and O that awful deepdown torrent O and the sea the sea crimson sometimes like fire and the glorious sunsets and the figtrees in the Alameda gardens yes and all the queer little streets and the pink and blue and yellow houses and the rosegardens and the jessamine and geraniums and cactuses and Gibraltar as a girl where I was a Flower of the mountain yes when I put the rose in my hair like the Andalusian girls used or shall I wear a red yes and how he kissed me under the Moorish wall and I thought well as well him as another and then I asked him with my eyes to ask again yes and then he asked me would I yes to say yes my mountain flower and first I put my arms around him yes and drew him down to me so he could feel my breasts all perfume yes and his heart was going like mad and yes I said yes I will Yes.
Trieste-Zürich-Paris, 1914-1921

( Τα τελευταία λόγια της Μόλλυ Μπλουμ, οι τελευταίες λέξεις του εμβληματικού έργου του Τζόυς "Οδυσσέας". Το τιτάνειο έργο της μετάφρασης του έργου στα ελληνικά, του Σωτήρη Καψάσκη στην έκδοση του Κέδρου. Το αγγλικό κείμενο από τις εκδόσεις Penguin.)

When I hear the word "stream" uttered with such a revolting primness, what I think of is urine and not the contemporary novel. And besides, it isn't new, it is far from the dernier cri. Shakespeare used it continually, much too much in my opinion, and there's Tristram Shandy, not to mention the Agamemnon.



Said in conversation with Frederic Prokosch and quoted in Prokosch's Voices: A Memoir (1983), "At Sylvia’s." Joyce was replying to Prokosch's statement that Molly Bloom’s monologue in Ulysses was written as a stream of consciousness. "Molly Bloom was a down-to-earth lady" said Joyce. "She would never have indulged in anything so refined as a stream of consciousness."




οι φωτογραφίες και τα παραθέματα του τίτλου και του τέλους από την Wikipedia.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου