Ημερομηνία δημοσίευσης: 24/01/2010 ΑΥΓΗ
της ΑΓΓΕΛΙΚΑΣ ΨΑΡΡΑ
Δεν έχω ιδιαίτερη συμπάθεια στις ιστορικές αναλογίες. Κουβαλάνε έναν υπόρρητο διδακτισμό και καμώνονται πως έχουν τη δύναμη να προλέγουν τα μελλούμενα. Μόνο που τη φορά αυτή ο πειρασμός είναι μεγάλος -και οι ομοιότητες σημαίνουσες. Εξηγούμαι: η συζήτηση («δημόσια διαβούλευση», στο κυβερνητικό ιδίωμα), που διεξάγεται τη στιγμή αυτή με θέμα την ψήφο των μεταναστών, διαθέτει εκπληκτικές συγγένειες με τη -λησμονημένη πια- διαμάχη, που πριν από ογδόντα χρόνια συνόδευσε την αργόσυρτη διαδικασία παροχής στις γυναίκες των πολιτικών τους δικαιωμάτων.
Ήταν καλοκαίρι του 1929, όταν, ύστερα από κάμποσες αναβολές, έφτανε επιτέλους στη Βουλή το αίτημα για άμεση ρύθμιση του προβλήματος της γυναικείας ψήφου Θυμίζω επί τροχάδην ότι από το 1925 είχε εγκριθεί τροπολογία στον νόμο «περί δήμων και κοινοτήτων» (άρθρο 31), σύμφωνα με την οποία «διά διατάγματος εφʼ άπαξ εκδιδομένου» ήταν δυνατόν να παραχωρηθεί από το 1927 «δικαίωμα ψήφου κατά τας δημοτικάς εκλογάς εις τας γυναίκας αίτινες συνεπλήρωσαν το 30όν έτος της ηλικίας των και γνωρίζουσιν ανάγνωσιν και γραφήν». Η συζήτηση, επομένως, του 1929 αφορούσε την -ήδη υπεσχημένη- έκδοση ενός διατάγματος που θα έδινε αυτομάτως στις γυναίκες τη δυνατότητα να ψηφίσουν -και όχι να ψηφιστούν- στις δημοτικές εκλογές, και μάλιστα με τους δύο κρίσιμους για την εποχή περιοριστικούς όρους της ηλικίας και της μόρφωσης.
Μολαταύτα, οι αντιστάσεις που έμελλε να συναντήσει το ιδιαίτερα άτολμο μέτρο υπήρξαν σκληρές, τόσο εντός όσο και εκτός Κοινοβουλίου. Πράγματι, το πρώτο αυτό δειλό βήμα προς την κατάκτηση της χειραφέτησής τους (για να ανατρέξουμε στη μεσοπολεμική φεμινιστική ορολογία), θα έφερνε τις γυναίκες τού 1930 αντιμέτωπες με απρόσμενες πολιτικές και κοινωνικές αγκυλώσεις.
Δημοσκοπήσεις για να «ταξινομήσουν» τις αντιρρήσεις της (ανδρικής) «κοινής γνώμης» δεν υπήρχαν ακόμη, ούτε και κεντρικά δελτία ειδήσεων για να τις παρουσιάσουν με συμπάθεια. Τα υλικά, πάντως, που διαθέτουμε μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας της εποχής δεν ήταν διόλου εξοικειωμένο με την ιδέα της ψήφου των γυναικών -έστω και μιας τόσο κουτσουρεμένης ψήφου. Ούτως ή άλλως, ρητές διαφωνίες με την έκδοση του περίφημου διατάγματος εκφράζονταν από όλο το πολιτικό φάσμα: ακόμη και το κυβερνητικό στρατόπεδο εμφανιζόταν διχασμένο, όσο κι αν ο Βενιζέλος προσπαθούσε να καθησυχάσει τους βουλευτές του ότι και μετά την προσέλευση των γυναικών στην κάλπη «ο ήλιος θα ανατέλλη και πάλιν εξ ανατολών και το φεγγάρι από το ίδιο μέρος». Απορριπτική ήταν και η αριστερά, υποστηρίζοντας ότι οι περιορισμοί που προέβλεπε ο νόμος σκόπευαν στον αποκλεισμό των εργαζόμενων γυναικών.
Πολλές και από διαφορετικές πλευρές οι αντιδράσεις, διευκόλυναν τους «γραφικούς» να δώσουν τον τόνο στη συζήτηση. Στη Βουλή, για παράδειγμα, θα υποστηριζόταν, μεταξύ άλλων φαιδρών, ότι το εκλογικό δικαίωμα δεν έπρεπε να εκχωρηθεί στις νέες και όμορφες γυναίκες. Στο κλίμα αυτό, οι φεμινίστριες του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας επιχειρούσαν να επιτύχουν την έκδοση του διατάγματος, πιέζοντας ταυτόχρονα για άρση των περιορισμών του νόμου. Παρά τις προφανείς αδυναμίες του, ο νόμος δημιουργούσε, κατά τη γνώμη τους, ένα προηγούμενο που δύσκολα θα μπορούσε να ανατραπεί.
Έχουμε, λοιπόν, και λέμε: η (μερική) άρση του πολιτικού αποκλεισμού μιας κοινωνικής κατηγορίας δεύτερης διαλογής (των γυναικών τότε, των μεταναστών σήμερα), ακόμη κι όταν επιχειρεί- ται με το σταγονόμετρο (δημοτική αποκλειστικά ψήφος, περιορισμοί ως προς το εκλέγεσθαι), προσλαμβάνεται ως κίνηση ανατρεπτική, ικανή να διαταράξει δύσκολα κατακτημένες κοινωνικές και πολιτικές ισορροπίες. Δεν πρόκειται απλώς για τον τρόμο «αλλοίωσης» του εκλογικού σώματος, οπότε και επηρεασμού του εκλογικού αποτελέσματος. Τα φοβικά σύνδρομα που αφυπνίζει η είσοδος των εκάστοτε αποσυνάγωγων στο άβατο της πολιτικής συνδέονται με τις αρχαϊκότητες μιας κοινωνίας, η οποία συνεχίζει, παρά το πέρασμα των χρόνων, να επικαλείται την «εθνική καθαρότητα» ως θεμέλιο της επιβίωσής της.
Η «καθαρότητα» του έθνους έχει βέβαια κι αυτή την ιστορικότητά της: αν η «εκθήλυνση» συνιστούσε κάποιες στιγμές βασικό κίνδυνο διάβρωσης του εθνικού σώματος, η παμπάλαιη αγωνία για την αμόλυντη «αιματολογική» του σύνθεση μοιάζει σήμερα να σηκώνει και πάλι κεφάλι.
Καλό θα ήταν να τέλειωναν εδώ οι συγκρίσεις. Γιατί το διά- ταγμα για την κολοβή ψήφο των γυναικών εκδόθηκε στις αρχές του 1930, αλλά η συνέχεια έδειξε πως υπάρχουν μύριοι τρόποι καταστρατήγησης μιας ανεπιθύμητης νομοθετικής ρύθμισης: κρατικοί υπάλληλοι, δημοτικοί άρχοντες και εκκλησιαστικοί παράγοντες φρόντισαν να την ακυρώσουν στην πράξη, δυσχεραίνοντας αφάνταστα την εγγραφή των γυναικών στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους. Ένα χρόνο αργότερα, ελάχιστες ήταν οι γυναίκες που είχαν κατορθώσει να υπερβούν τα γραφειοκρατικά εμπόδια και να προμηθευτούν το εκλογικό τους βιβλιάριο. «Η δημοτική ψήφος δόθηκε στις Ελληνίδες όπως πετιέται ένα ξεροκόμματο σʼ ένα σκυλί που γαυγίζει», σημείωνε με οργή η Αύρα Θεοδωροπούλου τον Νοέμβριο του 1930.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου